Πολιτικές αναταράξεις προκάλεσε η αποκάλυψη από «Το Βήμα της Κυριακής» αμετάκλητου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών του 2017 στο οποίο εντοπίζονται ευθύνες τριών υπουργών της περιόδου 2004-2009 με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή επειδή ζημίωσαν το Ελληνικό Δημόσιο κατά 147,8 εκατ. ευρώ. Η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά κατήγγειλε σχέδιο της κυβέρνησης, με συμμάχους στον χώρο της Δικαιοσύνης, να πλήξει τους πολιτικούς της αντιπάλους και ειδικότερα το Κίνημα Αλλαγής. «Αυτή τη στιγμή υπάρχει μεγάλο θέμα Δημοκρατίας στη χώρα» δήλωσε και πρόσθεσε ότι γίνεται μεγάλη προσπάθεια να καλυφθούν οι ευθύνες της περιόδου Καραμανλή.
Το Κίνημα Αλλαγής κατέθεσε ερώτηση στη Βουλή και έκανε παράσταση στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου, η οποία επιβεβαίωσε την ύπαρξη του βουλεύματος παρά τη δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου ότι «τέτοιο βούλευμα υπάρχει μόνο στη φαντασία του ΚΙΝΑΛ».
Εκλήθησαν ως μάρτυρες
Το βούλευμα 1732/2017 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών καταλογίζει στους Βύρωνα Πολύδωρα, Προκόπη Παυλόπουλο και Χρήστο Μαρκογιαννάκη την άδικη πράξη της απιστίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, την οποία εντάσσει στις διατάξεις περί καταχραστών του Δημοσίου. Και μάλιστα με τις επιβαρυντικές περιστάσεις που προβλέπουν την ισόβια κάθειρξη και τη διαρκή αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων!
Η δίκη για την παραλαβή του συστήματος C4I βρίσκεται ακόμη στην αρχή της. Ωστόσο ύστερα από αίτημα της αμερικανικής εταιρείας SAIC (επικεφαλής της κοινοπραξίας που ανέλαβε το έργο της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων) οι κ.κ. Πολύδωρας και Μαρκογιαννάκης εκλήθησαν ως μάρτυρες και ήδη εμφανίστηκαν στο δικαστήριο κατά την ανάγνωση του σχετικού καταλόγου.
Ο κ. Παυλόπουλος δεν κλητεύθηκε ως μάρτυρας λόγω του σημερινού θεσμικού του αξιώματος, ως Προέδρου της Δημοκρατίας.
Το βούλευμα θα έπρεπε να σταλεί αμέσως στη Βουλή και στην Αρχή για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, σύμφωνα με την πρακτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση για τα πολιτικά πρόσωπα που αναφέρονταν στην υπόθεση της Novartis, των οποίων τυχόν αδικήματα ήταν επίσης παραγεγραμμένα.
Και αυτό επειδή οι άδικες (και όχι αξιόποινες, διότι έχουν παραγραφεί) πράξεις που περιγράφονται στο βούλευμα από τον εισαγγελέα, την πρόταση του οποίου υιοθετεί πλήρως και ενισχύει το Συμβούλιο Εφετών, θεωρείται ότι έχουν τελεστεί αλλά δεν μπορεί να ερευνηθεί το στοιχείο του δόλου των τριών υπουργών εξαιτίας των ειδικών διαδικασιών που προβλέπει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών (άρθρο 86 του Συντάγματος).
Επιζήμιες για το Δημόσιο
Παρότι στο σκεπτικό του το Συμβούλιο Εφετών κάνει την αβροφροσύνη να μην αναφέρεται ονομαστικά στον κ. Παυλόπουλο, αλλά στον «τότε αρμόδιο υπουργό Εσωτερικών», οι τροποποιητικές πράξεις της αρχικής σύμβασης στις οποίες προέβησαν οι τρεις υπουργοί και οι οποίες κρίνονται επιζήμιες για το Ελληνικό Δημόσιο αναφέρονται λεπτομερώς στο βούλευμα. Ο κ. Πολύδωρας τεμάχισε το έργο και έκανε δυνατή την τμηματική παράδοσή του, ανά υποσύστημα. Ο κ. Παυλόπουλος απάλειψε τις θετικές ρήτρες και εγγυήσεις υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου οι οποίες είχαν ενταχθεί στην αρχική σύμβαση το 2003. Ο κ. Μαρκογιαννάκης παρέλαβε ακατάλληλα προς χρήση υποσυστήματα παραβλέποντας τις εισηγήσεις των τεχνικών συμβούλων. Η αρχική σύμβαση προέβλεπε την παραλαβή του έργου «με το κλειδί στο χέρι», δηλαδή πλήρως λειτουργικό δομικά και επιχειρησιακά, με εκπαίδευση των χρηστών και μεταφορά τεχνογνωσίας. Η παραλαβή έγινε με καθυστέρηση, τμηματικά, με αποτέλεσμα το σύστημα να μην ανταποκρίνεται τελικά στις πραγματικές επιχειρησιακές ανάγκες και να είναι ακατάλληλο προς χρήση.
Το βούλευμα εστιάζει κυρίως στην έβδομη τροποποιητική σύμβαση που υπέγραψε ο κ. Παυλόπουλος στις 29.10.2008, η οποία επέτρεψε τη μετάθεση του χρόνου εκπαίδευσης των χρηστών του συστήματος που αποτελούσε κατά τα ρητώς συμφωνηθέντα υποχρέωση του προμηθευτική (SAIC) και έπρεπε να εκπληρωθεί πριν από την παραλαβή του συστήματος, σε χρόνο μετά την παραλαβή του συστήματος C4I. Επιπλέον το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διατυπώνει την αιχμή πως η έβδομη τροποποίηση της σύμβασης «αξίζει να σημειωθεί ότι υπογράφηκε λίγες ημέρες πριν από την υπογραφή του πρωτοκόλλου ποιοτικής και ποσοστικής παραλαβής του C4I στις 27.10.2008». Δηλαδή η τροποποίηση έγινε για να νομιμοποιήσει μια παράνομη εξέλιξη. Το Συμβούλιο Εφετών θεωρεί ότι οι παραπάνω υπουργοί θα έπρεπε να κηρύξουν έκπτωτη την SAIC εφόσον δεν τηρούσε τους όρους και τις εγγυήσεις της αρχικής σύμβασης και όχι να προχωρήσουν σε τροποποιήσεις της υπό «ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις». Το βούλευμα τεκμηριώνει τη ζημιά ή την επαπειλούμενη (επειδή η SAIC μπορεί να στραφεί κατά του Δημοσίου για όλο το ποσό) των 147,8 εκατ. ευρώ.