H αντίστροφη μέτρηση για την εφετινή πρεμιέρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος στις 14 Οκτωβρίου με τη «Γενούφα» του Λέος Γιάνατσεκ έχει αρχίσει. Οπερα γοητευτική και απαιτητική συνάμα, μοιάζει να δένει απόλυτα με τη νέα σελίδα που επιχειρεί να γράψει η Λυρική στο καινούργιο της σπίτι. Εχοντας κερδίσει το «στοίχημα» της μεταστέγασης στο Φάληρο, με τις δυο της σκηνές, την Κεντρική και την Εναλλακτική, να λειτουργούν σταθερά με πληρότητες που αγγίζουν εντυπωσιακά ποσοστά, το στίγμα από εφέτος διαγράφεται πιο ξεκάθαρο και συγκεκριμένο. Αυτό υποστηρίζει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του οργανισμού Γιώργος Κουμεντάκης σε μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση που έγινε μια Παρασκευή μεσημέρι, στο ευρύχωρο γραφείο του στο ΚΠΙΣΝ.
Βρισκόμαστε λίγο πριν από την πρεμιέρα της νέας σεζόν, της δεύτερης περιόδου λειτουργίας της Λυρικής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Πού θα τοποθετούσατε την εφετινή χρονιά σε σχέση με την περυσινή;
«Η πρώτη σεζόν ήταν σε μεγάλο βαθμό δοκιμαστική και μας πρόσφερε τη δυνατότητα να ανιχνεύσουμε τις συνθήκες του νέου θεάτρου. Κατακτήσαμε πολύτιμη γνώση και πραγματικά ελπίζω τα προβλήματα που προέκυψαν να μην επανέλθουν, τουλάχιστον όχι με την ίδια ένταση. Αναφέρομαι κυρίως σε τεχνικά και κατασκευαστικά ζητήματα. Το θέατρο είναι θαυμάσιο, μας επιτρέπει να κάνουμε πολλά πράγματα, αλλά ταυτόχρονα είναι και πολύ απαιτητικό σε επίπεδο γνώσης και εξειδίκευσης».
 
Μέσα από αυτό το πρίσμα ποιο είναι το εφετινό στίγμα;
«Εφέτος ο προγραμματισμός περιλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά νέες παραγωγές, με εξαίρεση την επανάληψη της «Λουτσία ντι Λαμερμούρ». Θα έλεγα ότι πλέον τα πράγματα γίνονται πιο συγκεκριμένα, οι επιλογές πιο ρηξικέλευθες, αρχίζουμε να προσεγγίζουμε τα θέατρα της Κεντρικής Ευρώπης, το κοινό μάς στηρίζει περισσότερο από κάθε άλλη φορά και ταυτόχρονα μπορούμε να γίνουμε και πιο ξεκάθαροι θεματολογικά. Οι τίτλοι δεν επιλέγονται τυχαία».
 
Γιατί επιλέξατε τη «Γενούφα» για την πρεμιέρα και όχι έναν πιο  γνωστό τίτλο;
«Είναι πράγματι μια δύσκολη επιλογή. Οταν όμως αρχίζεις με ένα έργο σαν τη «Γενούφα», θεωρώ πως δίνεις το στίγμα ενός οργανισμού αποφασισμένου να προχωρήσει μπροστά. Αν αντιμετωπίζουμε την όπερα ως μουσειακό είδος, είμαστε αποτυχημένοι. Εμείς κοιτάμε στο μέλλον και συνεργαζόμαστε με διεθνείς καλλιτέχνες πρώτης γραμμής στην ακμή τους αλλά και με έλληνες σπουδαίους καλλιτέχνες σε μια ισορροπημένη αναλογία, ώστε το ένα να μην ακυρώνει το άλλο».
 
Ωστόσο από τη σεζόν απουσιάζει η ελληνική λυρική παράδοση, η Εθνική Σχολή, η Επτανησιακή…
«Προβλέπεται στον σχεδιασμό μας για την επόμενη σεζόν, ο οποίος περιλαμβάνει τρεις ελληνικούς τίτλους. Τη μεθεπόμενη δε, την περίοδο 2020-2021, η οποία θα είναι αφιερωμένη στην επέτειο του 1821 και στην έννοια της δημιουργίας εθνικής οντότητας και κράτους, τα πράγματα θα γίνουν ακόμα πιο συγκεκριμένα μέσα απ’ όσα προγραμματίζουμε και για τις δύο σκηνές. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ένα μεγάλο μέρος της πρωτότυπης δημιουργίας σε σχέση με την ελληνική σκηνή περνά μέσα από την Εναλλακτική που λειτουργεί ως φυτώριο δυνάμεων. Στη μεγάλη μας σκηνή, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, λείπει, πράγματι, αυτή τη στιγμή η ελληνική λυρική παράδοση, αλλά προσωπικά δεν μπορώ να δω τον Σαμάρα, τον Καρρέρ ή τον Ξενάκη και τους νεότερους συνθέτες αποκομμένους μεταξύ τους. Θεωρώ πως υπάρχει απόλυτη συνέχεια, και έχει σημασία να την αποκαταστήσουμε ώστε να αντιληφθεί κανείς και τον χαρακτήρα των πραγμάτων. Το να κάνουμε μία όπερα κάθε δύο ή τρία χρόνια για να πούμε ότι παρουσιάζουμε και Εθνική Σχολή δεν σημαίνει τίποτε».
 
Είπατε προηγουμένως ότι το κοινό σάς στηρίζει όσο ποτέ. Σας απασχολεί το ενδεχόμενο να αλλάξει αυτό όταν περάσει η, ας πούμε, «μόδα» του καινούργιου κτιρίου;
«Αν οι επιλογές της Λυρικής κρατήσουν μια σταθερά στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την όπερα σήμερα, νομίζω πως το κοινό θα αυξάνεται αντιστοίχως. Πάντα τα μεγάλα ονόματα και οι σπουδαίοι τίτλοι φέρνουν κόσμο, αλλά η δυναμική που διαμορφώνεται έχει ανάγκη κάτι περισσότερο, διαφορετικό. Για μένα είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι προσπαθούμε να χτίσουμε ένα αλληλένδετο σύστημα εκπαίδευσης-κοινωνικής δράσης. Αν αποτύχουμε, υπάρχει ο φόβος να σημειωθεί βουτιά».
 
Η απόσταση, το γεγονός ότι το θέατρο είναι εκτός κέντρου, πόσο επηρεάζει τελικά την προσέλευση;
«Αυτό είναι ένα επιπλέον επιχείρημα από την αντίθετη πλευρά. Φανταστείτε, δηλαδή, τι θα γινόταν αν δεν είχαμε αυτό το μειονέκτημα. Πέρυσι όλες μας οι παραγωγές ήταν sold out. Ωστόσο το ζήτημα της πρόσβασης θα λυθεί οριστικά μόνο όταν υπάρξει στάση μετρό, και αυτό δεν σας κρύβω ότι με καίει. Θεωρώ ότι οι προσπάθειες και των τριών φορέων που συστεγαζόμαστε εδώ – και της Λυρικής και της Βιβλιοθήκης και της ΚΠΙΣΝ ΑΕ – πρέπει να επικεντρωθούν σε αυτό, να είναι ο βασικός μας στόχος».
 
Να πούμε μια κουβέντα και για τα οικονομικά;
«Το κύριο θέμα είναι τα λειτουργικά κόστη τα οποία οφείλουμε να αποδίδουμε στην ΚΠΙΣΝ ΑΕ βάσει του ιδρυτικού νόμου του Κέντρου. Οταν η Λυρική δεν είχε δικό της σπίτι και λειτουργούσε ακόμη στο «Ολύμπια», το σχετικό έξοδο ήταν γύρω στις 600.000 ευρώ τον χρόνο. Τώρα που έχουμε δικό μας σπίτι καλούμαστε να καταβάλλουμε 4.560.000 ευρώ ετησίως. Μάλιστα με τις προσαυξήσεις που προβλέπονται τα τρία πρώτα χρόνια, εφέτος μιλάμε για 4.900.000  ευρώ. Η τακτική επιχορήγηση των 12.500.000 της ΕΛΣ από το ΥΠΠΟΑ καλύπτει μισθοδοσία και διάφορα άλλα έξοδα. Οι χορηγοί, τα εισιτήρια και η δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος καλύπτουν τις παραγωγές ώστε να μην είμαστε ελλειμματικοί σε αυτό το κομμάτι. Γι’ αυτό άλλωστε ήρθαμε σε αυτό το θέατρο, για να μπορέσουμε να ανέβουμε επίπεδο. Για τα ετήσια λειτουργικά κόστη προς την ΚΠΙΣΝ ΑΕ παίρνουμε έκτακτη επιχορήγηση, αλλά θεωρώ ότι αυτό το θέμα πρέπει να λυθεί οριστικά και υπάρχουν κάποιες σκέψεις για αυτό. Αν δεν λυθεί, θα τρέχουμε διαρκώς πίσω από τον εαυτό μας».