Η Ευρώπη έχει στραμμένα τα βλέμματά της στις ενδιάμεσες (mid-term) εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ) που διεξάγονται μεθαύριο Τρίτη 6 Νοεμβρίου. Στις εκλογές αυτές, οι πλέον σημαντικές ενδιάμεσες εκλογές των τελευταίων δεκαετιών, ανανεώνονται τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων (House of Representatives – 435) και το ένα τρίτο περίπου (35) των μελών της Γερουσίας (Senate – 103), καθώς επίσης και ένας αριθμός κυβερνητών σε 34 Πολιτείες της Ομοσπονδίας. Οι εκλογές αυτές αντιμετωπίζονται ως ένα δημοψήφισμα για τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Η εκτίμηση είναι ότι το Δημοκρατικό Κόμμα θα καταφέρει να κερδίσει τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων με μια πλειοψηφία περίπου δώδεκα (12) εδρών, ενώ η Γερουσία θα παραμείνει μάλλον στους Ρεπουμπλικανούς χωρίς να αποκλείονται βέβαια εκπλήξεις προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. (Οι Δημοκρατικοί χρειάζονται δύο έδρες για να κερδίσουν τη Γερουσία.)
Οι Ευρωπαίοι ειδικά ελπίζουν (και εύχονται βεβαίως) και τα δύο νομοθετικά σώματα (Βουλή Αντιπροσώπων και Γερουσία) που σήμερα ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικανούς να περάσουν στον έλεγχο των Δημοκρατικών, κάτι που μεταξύ άλλων θα μπορούσε να οδηγήσει και στην καθαίρεση (impeachment) του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ από το προεδρικό αξίωμα. Αλλά, έστω κι αν η πλειοψηφία της Βουλής μόνο περάσει στους Δημοκρατικούς, θα είναι μια σημαντική αλλαγή που εκτιμάται ότι μπορεί να βάλει φρένο σε κάποιες από τις πλέον ακραίες επιλογές του Λευκού Οίκου. Οι παράγοντες που ευνοούν τους Δημοκρατικούς είναι αρκετοί (φορολογία, κυρίως το ζήτημα του συστήματος υγείας – medicare), ενώ οι Ρεπουμπλικανοί ευνοούνται από την εξαιρετική απόδοση της αμερικανικής οικονομίας με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και χαμηλό επίπεδο ανεργίας, 3,7%, το χαμηλότερο από το 1969!
Οι Ευρωπαίοι εκτιμούν γενικότερα ότι μια ήττα του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές θα συμβάλει στο να επαναφέρει τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) με τις ΗΠΑ σε ένα κάπως κανονικότερο πλαίσιο λειτουργίας με εκτόνωση των πρόσφατων εντάσεων γύρω από σειρά θεμάτων (εμπόριο / εμπορικός πόλεμος, συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, συμφωνία για κλιματική αλλαγή κ.ά.). Μια βαθύτερη ωστόσο θεώρηση λέει ότι οι σχέσεις των δύο πλευρών του Ατλαντικού – οι διατλαντικές σχέσεις – δεν πρόκειται να επανέλθουν στο πρότυπο που επικράτησε στο μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου. Για μια σειρά από δομικούς λόγους (δημογραφικοί, κοινωνικοί, γεωστρατηγικοί, πολιτιστικοί κ.ά.), πέρα από τους οποιουσδήποτε συγκυριακούς, η Ευρώπη απομακρύνεται από τις ΗΠΑ αλλά και οι ΗΠΑ από την Ευρώπη. Οι ΗΠΑ «μαγεύονται» από τη βία, τα όπλα, τη ρητορική του μίσους σε βαθμό πρωτόγνωρο τα τελευταία χρόνια. Το γεωπολιτικό ενδιαφέρον τους στρέφεται προς την Κίνα, κινούνται στη λογική της «μονομέρειας» (unilateralism) για τον επανασχεδιασμό του διεθνούς συστήματος, ενώ η Ευρώπη παραμένει σταθερά στη λογική της πολυμέρειας (multilateralism). Γι’ αυτό και η ΕΕ επιδιώκει, παρά τις πολύμορφες αντιφάσεις της, με κάθε τρόπο, αν και κάπως σιωπηρά και καθυστερημένα, «να βγει από τη σκιά των ΗΠΑ» και να κερδίσει τη «στρατηγική αυτονομία» της, όπως την αποκαλεί – αυτονομία έναντι των ΗΠΑ, δηλαδή, μεταξύ άλλων και πρωτίστως στο πεδίο της άμυνας, όσο δύσκολη κι αν είναι η επιδίωξη αυτή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ρήξη μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Σημαίνει όμως ένα νέο πρότυπο σχέσεων, περισσότερο συμμετρικό και λιγότερο «εξαρτημένο» σ’ όλους τους τομείς.
Χτυπητή παραφωνία στη συνολική αυτή ευρωπαϊκή προσέγγιση (αυτονομίας κ.λπ.) αποτελεί η Ελλάδα, καθώς είναι η κατ’ εξοχήν παλαιά χώρα-μέλος της ΕΕ με – υποτίθεται – αριστερή κυβέρνηση που πάει αντίθετα στο ρεύμα: προσδένεται ολοένα και πιο στενά στις Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ), σε σημείο που ορισμένοι κάνουν λόγο για νέα εξάρτηση, παραχωρώντας βάσεις, νέες στρατιωτικές διευκολύνσεις και άλλα προνόμια. Εδώ αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι ένας από τους κεντρικούς λόγους που η Ελλάδα επεδίωξε την ένταξή της στην Ενωση (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα – ΕΟΚ τότε) ήταν, όπως τον διατύπωσε ο κεντρικός αρχιτέκτονάς της, πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1976, «να απαλλαγεί από τη στενή εξάρτησή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες». Για διάφορους λόγους, πραγματικούς ή και φαντασιακούς, η εξάρτηση αυτή μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου θεωρήθηκε ιδιαίτερα ζημιογόνος για τη χώρα.
Η Αριστερά ειδικότερα είχε χρεώσει στις ΗΠΑ όλα τα δεινά της χώρας, από τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο, την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1967, την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και τη διαίρεση του νησιού και πολλά άλλα, αλλά και όλα τα δεινά της ανθρωπότητας. «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι» ήταν ως γνωστόν το προσφιλές σύνθημα της Αριστεράς. Μετά την ένταξη και παρά τις κάποιες εντάσεις στην περίοδο διακυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, η χώρα ακολούθησε λίγο-πολύ μια ισορροπημένη πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ έχοντας ως αφετηρία τη συμμετοχή και τον ρόλο της στην Ενωση. Αν και η Αριστερά επέμεινε σταθερά στην πλήρη αποστασιοποίηση της χώρας από την Ουάσιγκτον. Το 1996 π.χ. προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων επειδή ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης τόλμησε να ευχαριστήσει τις ΗΠΑ για τον ρόλο τους στη διαχείριση της κρίσης των Ιμίων.
Με την άνοδο όμως στην εξουσία, το 2015, η Αριστερά/ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα έθεσε, ως φαίνεται, ως κεντρικό – αν και περίεργο – στόχο να αποκαταστήσει την οιονεί σχέση εξάρτησης της χώρας με τις ΗΠΑ, τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο οικονομικό πεδίο, αντιστρατευόμενη βασικές επιλογές της ΕΕ. Και αυτό συμβαίνει τη στιγμή ακριβώς που, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ διακηρύσσει ότι «ήλθε η ώρα της υπερεθνικής ευρωπαϊκής κυριαρχίας», ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ προτάσσει την εθνική (υπερ)κυριαρχία των ΗΠΑ ως την καθοριστική παράμετρο για το διεθνές σύστημα. Τα ελληνικά παράδοξα. Ή όταν ένας κομματικός σχηματισμός δεν πιστεύει σε τίποτα…
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS.