Αλλα λέει και άλλα πράττει η Ευρώπη για τα ορυκτά καύσιμα
Εκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου της ΕΕ αποκαλύπτει ότι κυβερνήσεις πριμοδοτούν περισσότερο τους υδρογονάνθρακες παρά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στην πολιτική τα λόγια και οι πράξεις πολλές φορές δεν συμβαδίζουν. «Υπάρχουν πράγματα που γίνονται αλλά δεν λέγονται και πράγματα που λέγονται αλλά δεν γίνονται» είναι ένα από τα πιο γνωστά αποφθέγματα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η στήριξη των κυβερνήσεων στις προσπάθειες για την περίφημη «πράσινη μετάβαση» εμπίπτει στις πολιτικές της δεύτερης (κατά Καραμανλήν) κατηγορίας.
Πολλά λέγονται, διότι είναι κοινωνικά ευαίσθητο θέμα. Αλλά λίγα γίνονται. Διότι η «δράση» κοστίζει πολύ στους κυβερνώντες. Και από οικονομικής αλλά και από πολιτικής απόψεως.
Μεγαλύτερες
επιδοτήσεις
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο «ξεμπρόστιασε», θα λέγαμε, τις κυβερνήσεις των «27», αποκαλύπτοντας σε έκθεσή του ότι εξακολουθούν να στηρίζουν, δίχως να το λένε και να το παραδέχονται, τη χρήση ορυκτών καυσίμων φορολογώντας τα λιγότερο και επιδοτώντας τα περισσότερο από όσο τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
«Οι φορολογικές πολιτικές των Ευρωπαίων δεν συνάδουν με τους κλιματικούς στόχους που οι ίδιες έχουν θέσει» εκτίμησε τη Δευτέρα το εδρεύον στο Λουξεμβούργο ανώτατο οικονομικό δικαστήριο της ΕΕ. Και εξηγεί ότι «αν και οι επιδοτήσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σχεδόν τετραπλασιάστηκαν το διάστημα από το 2008 έως το 2019, εκείνες που προορίζονται για την ανάπτυξη των ορυκτών καυσίμων παρέμειναν σχεδόν σταθερές, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και κάποια κράτη-μέλη είχαν δεσμευθεί να τις μειώσουν σταδιακά».
«Δωράκι» 3,5 δισ. ευρώ ετησίως
Ως εκ τούτου μένει μετέωρος ο στόχος που έχει θέσει η ΕΕ για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα κατά 55% συγκριτικά με τις εκπομπές το έτος 1990. Ακόμα και σε ό,τι αφορά τα ορυκτά καύσιμα, η φορολόγηση είναι παράλογη δεδομένου ότι δεν ευνοούνται τα λιγότερο επιβαρυντικά για το περιβάλλον. «Το κάρβουνο εξακολουθεί να φορολογείται λιγότερο από το φυσικό αέριο. Και τα ορυκτά καύσιμα σε πολλές περιπτώσεις επιβαρύνονται με πολύ λιγότερους φόρους από την ηλεκτρική ενέργεια» σημειώνει στην έκθεσή του το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Εδώ πρέπει να παρατηρήσει βέβαια κάποιος ότι αν η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται από την καύση υδρογονανθράκων, τότε πρόκειται για έμμεση επιδότηση των ορυκτών καυσίμων. «Επίσης κάποιες χώρες-μέλη φορολογούν τους υδρογονάνθρακες με συντελεστές πολύ κοντά στα χαμηλότερα όρια που έχει θέσει η ΕΕ» υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Απαλλάχθηκαν
από φόρους
Πέραν της προκλητικά χαμηλής φορολόγησης, οι επιδοτήσεις που χορήγησαν οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών για την ανάπτυξη και χρήση των ορυκτών καυσίμων κυμάνθηκαν από τα 55 έως τα 58 δισ. ευρώ το διάστημα 2008-2019. Και τα δύο τρίτα εξ αυτών απαλλάχθηκαν από φόρους. Κάτι που σημαίνει ότι ο πανίσχυρο οικονομικό και πολιτικό λόμπι των ορυκτών καυσίμων της ΕΕ εισέπραξε από τους ανησυχούντες για την κλιματική αλλαγή ευρωπαίους φορολογουμένους ως… δωράκια περισσότερα από 35 δισ. ευρώ το χρονικό αυτό διάστημα – μιλάμε για 3,5 δισ. ευρώ ετησίως.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο σημειώνει ότι το ζήτημα των επιδοτήσεων στην ενέργεια είναι λεπτό και ευαίσθητο οικονομικά και κοινωνικά, σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία οι τιμές ενέργειας έχουν εκτιναχθεί στα ύψη στις διεθνείς αγορές. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η πρακτική πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων «φρενάρει την ενεργειακή μετάβαση». Και ότι «δεν βοηθά στη βελτίωση της δημόσιας υγείας και στην προστασία του πλανήτη από τις εκπομπές ρύπων».
«Μαύρες» και «πράσινες» κυβερνήσεις
Η έρευνα του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου έδειξε ότι την περίοδο 2008-2019 δεκαπέντε χώρες-μέλη της ΕΕ επιδοτότησαν περισσότερο τα ορυκτά καύσιμα από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στην κορυφή της λίστας (σε ό,τι αφορά το ισοζύγιο των «μαύρων» και των «πράσινων» επιδοτήσεων) βρίσκονται κατά σειρά η Φινλανδία, η Ιρλανδία, η Κύπρος, το Βέλγιο, η Γαλλία και κατόπιν η Ελλάδα. Η χώρα μας, μάλιστα, αναδεικνύεται πρώτη στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά τις επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα ως ποσοστό του ΑΕΠ (αγγίζει το 1%). Σε πολύ υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ, όμως, αντιστοιχούν και οι επιδοτήσεις στις ανανεώσιμες πηγές (περίπου 0,8%).
Το ισοζύγιο είναι αρνητικό για την «πράσινη ενέργεια» (κατά 0,2% περίπου του ΑΕΠ) και βάσει αυτού καταλαμβάνει η Ελλάδα την έκτη θέση στη λίστα του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι από όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ μόνο η Βουλγαρία (μετά την Ελλάδα) επιδότησε την περίοδο 2008-2019 σε ποσοστό υψηλότερο του 1,5% του ΑΕΠ της τη συνολική παραγωγή ενέργειας, είτε αυτή προέρχεται από υδρογονάνθρακες είτε από ανανεώσιμες πηγές. Ας σημειωθεί ότι η Βουλγαρία εξακολουθεί να παράγει και από δύο πυρηνικούς αντιδραστήρες στο Κοζλοντούι (είναι η 21η χώρα στη χρήση πυρηνικής ενέργειας στον κόσμο).
Στους αντίποδες, οι χώρες-μέλη της ΕΕ που επιδοτούν σαφώς περισσότερο τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ως ποσοστά του ΑΕΠ πάντοτε) είναι κατά σειρά η Τσεχία, η Γερμανία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Μάλτα. Κατά μέσον όρο το ευρωπαϊκό ισοζύγιο των επιδοτήσεων «μαύρης» και «πράσινης» ενέργειας κλίνει προς την «πράσινη» (κατά ποσοστό λίγο μικρότερο του 0,2% του ΑΕΠ των «27»), παρότι μόνο 12 χώρες-μέλη συμβάλλουν θετικά σ’ αυτό.
Μέτρα για τη στήριξη των νοικοκυριών
Η φορολογική μεταχείριση της ενέργειας στην Ευρώπη «καθιστά την καθαρή ενέργεια πιο ακριβή και τις τεχνολογίες για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης πιο κοστοβόρες». Το Ελεγκτικό Συνέδριο της ΕΕ τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δεσμευθεί για την προοδευτική εξάλειψη των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα έως το έτος 2025. Και θυμίζει ότι, σε καιρούς ενεργειακής κρίσης σαν κι αυτούς που ζούμε, τα πιο φτωχά ευρωπαϊκά νοικοκυριά αναγκάζονται να διαθέτουν περισσότερο από το 20% του εισοδήματός τους για να καλύψουν τις βασικές ενεργειακές ανάγκες τους, όπως είναι η θέρμανση.
Οπως διαπιστώνεται στην έκθεση, από τις διάφορες επιδοτήσεις των ορυκτών καυσίμων (εγγυήσεις και μειώσεις φόρων, στήριξη των εισοδημάτων, στήριξη των τιμών, άμεσες μεταφορές κεφαλαίων κ.λπ.), ευνοήθηκαν την περίοδο 2008-2019 κατά σειρά οι πάροχοι ενέργειας, οι βιομηχανίες, ο κλάδος των μεταφορών, οι αγρότες και τέλος τα νοικοκυριά της ΕΕ.
Ως εκ τούτου το κορυφαίο θεσμικό όργανο της ΕΕ συνιστά στις κυβερνήσεις των «27» να εξετάσουν τρόπους ώστε να «μειώσουν τα φορολογικά βάρη στα πιο ευάλωτα οικονομικά νοικοκυριά που αφορούν άλλες δαπάνες». Και επίσης «να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν μέτρα αναδιανομής των εθνικών εισοδημάτων προς όφελος των νοικοκυριών αυτών». Αμ’ έπος, αμ’ έργον!


