«Ξεχάστε τα λινά. Για το καλοκαίρι μόνο seersucker» (προφέρεται «σίρσεκερ») διαβάζω στους «Financial Times». Τι είναι αυτό; Σακάκια ή πουκάμισα από μετάξι ή βαμβάκι, αλλά με μια ειδική ύφανση, που κάνει το ρούχο να είναι ανάλαφρο και δροσερό τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού. Εισήχθη από την Ινδία στη Βρετανική Αυτοκρατορία, το  έκαναν δημοφιλές ο Μάιλς Ντέιβις αλλά και ο Γκρέγκορι Πεκ και το επαναφέρουν πάλι οι σχεδιαστές, οι νέοι όπως ο Ζαν-Σεμπαστιάν Ροκ αλλά και οι παλιότεροι, όπως ο Ραλφ Λόρεν. Η λέξη μοιάζει απίστευτα αγγλική, αλλά δεν είναι πάρα η αγγλοποίηση της περσικής shirushakar. Η γλώσσα δεν έχει προκαταλήψεις ούτε ιδεολογικά κωλύματα. Θέλει να προσδιορίσει ένα αντικείμενο που έχει δημιουργηθεί σε ένα άλλο πολιτισμικό, γεωγραφικό και γλωσσικό περιβάλλον και δεν διστάζει να οικειοποιηθεί τη λέξη αυτής της άλλης γλώσσας που το προσδιορίζει. Μεγάλωσα στη Δυτική Ελλάδα. Λέγαμε αλιάδα αντί για σκορδαλιά, νόνα αντί για γιαγιά, μποτίλια, τρόκολο αντί για στροφιλιά, λάγκερο αντί για ελαφρύ, χωρίς να αναρωτηθούμε ποτέ αν αυτές οι λέξεις ήταν ελληνικές ή είχαν ιταλική προέλευση. Για μας ήταν ελληνικές, και μάλιστα απόλυτα ελληνικές.

Παρακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον την έρευνα της Λαμπρινής Κουζέλη για τη γλώσσα, που άρχισε την περασμένη Κυριακή. Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που κάνει τη γλώσσα μας να αντιστέκεται να επινοήσει λέξεις για πρακτικές και αντικείμενα της καθημερινότητας. Είναι η ίδια γλώσσα, δηλαδή οι εσωτερικοί μηχανισμοί της, ή είναι εξωτερικοί μηχανισμοί (γλωσσολόγοι, λεξικογράφοι, ακαδημίες, μέσα ενημέρωσης κ.λπ.) που αδρανούν, αρνούνται κ.λπ. να προτείνουν λέξεις; Αν οι νέες λέξεις είναι επιτυχημένες, η γλώσσα θα τις δεχτεί. Αν όχι, θα τις αποβάλει.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω