«Ηταν μια σχεδόν υπαρξιακή μου ανάγκη να κάνω αυτή την ταινία» μου λέει αναφερόμενος στο «Ρόμα» ο Αλφόνσο Κουαρόν. Μιλάμε τηλεφωνικώς. Είναι Πέμπτη απόγευμα, ο μεξικανός σκηνοθέτης βρίσκεται στο Λονδίνο, η γραμμή κάνει παράσιτα. Μπορώ ωστόσο να διακρίνω ειλικρίνεια και ευαισθησία στη φωνή του. «Ξέρετε, όμως, ήταν μια ανάγκη που βγήκε από μόνη της, δεν ήταν υπολογισμένη, δεν προσχεδίασα κάτι. Και νομίζω ότι έχει να κάνει με την ηλικία, γιατί όσο μεγαλώνεις προσπαθείς να καταλάβεις ποιος είσαι και αυτό, αναπόφευκτα, σε φέρνει μπροστά σε ένα άλλο ουσιώδες ερώτημα: «Από πού έρχεσαι;». Και ανακαλύπτεις ότι οι συναισθηματικοί δεσμοί του παρελθόντος σου παίζουν ακόμη σημαντικό ρόλο στο ποιος είσαι. Ενας από τους πιο ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς της δικής μου ζωής ήταν το πρόσωπο στο οποίο είναι βασισμένη η ηρωίδα της Κλίο αυτής της ταινίας».

Στο «Ρόμα», μια ταινία η οποία έχει ήδη τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις (Χρυσός Λέοντας στο Φεστιβάλ Βενετίας, υποψηφιότητα για καλύτερη σκηνοθεσία και καλύτερη ξενόγλωσση ταινία στις επικείμενες Χρυσές Σφαίρες), η Κλίο (Γιαλίτζα Απαρίτσιο) είναι η οικιακή βοηθός στο τεράστιο σπίτι μιας εύπορης, μεσοαστικής οικογένειας που ζει στη συνοικία Ρόμα της Πόλης του Μεξικού. Η Κλίο έχει την ευθύνη για τις δουλειές του σπιτιού αλλά προτεραιότητά της είναι τα τέσσερα ανήλικα παιδιά της οικογένειας, η οποία δεν περνά την καλύτερή της φάση. Ο γιατρός πατέρας είναι εξαφανισμένος, η μητέρα προσπαθεί να τα βγάλει πέρα μόνη της. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αλλά η εποχή θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε. Ισως αυτός να είναι ο λόγος για τον οποίο παρακολουθώντας το φιλμ δεν έμεινα στο γεγονός ότι πρόκειται για μια ταινία εποχής (70s). Ενιωσα ότι ο χρόνος εδώ είναι ρευστός, αόρατος, διάφανος. Το λέω στον Κουαρόν: «Οι ανθρώπινες εμπειρίες ήταν πάντα οι ίδιες» απαντά ο σκηνοθέτης, αφήνοντας ένα αμυδρό γελάκι. «Οικογένεια, συναισθηματικοί δεσμοί… Αυτά τα πράγματα δεν έχουν χρονικούς περιορισμούς. Φυσικά, κάθε εποχή έχει τα κοινωνικά της προβλήματα και στη «Ρόμα» τέτοια προβλήματα διατρέχουν την ιστορία, όμως υπεράνω όλων αυτών υπάρχει κάτι άλλο που μοιραζόμαστε ως ανθρωπότητα. Μοιραζόμαστε τη μοναξιά. Και αυτοί οι συναισθηματικοί δεσμοί μπορούν να δώσουν ένα νόημα στη μοναξιά, η οποία ωστόσο τελικά επικρατεί».

Σήμερα, ο ίδιος ο Αλφόνσο Κουαρόν δεν νιώθει βέβαια και τόσο μόνος. Είναι οικογενειάρχης, έχει παιδιά, έχει πιστούς φίλους και με ταινίες όπως το «Θέλω και τη μαμά σου» (2001), «Τα παιδιά των ανθρώπων» (2006) και το «Gravity» (2013), για το οποίο κέρδισε το Οσκαρ σκηνοθεσίας και μοιράστηκε αυτό του μοντάζ, είναι ένας από τους πιο διάσημους Μεξικανούς στον κόσμο. Οπως όλοι μας έτσι κι αυτός χρειάζεται τις μοναχικές στιγμές του. Βαθιά μέσα του όμως ίσως να ακολουθεί το παράδειγμα εκείνης της οικιακής βοηθού με την οποία μεγάλωσε και την οποία τίμησε με το «Ρόμα». «Η ομορφιά της τελικά είναι ότι προσπαθεί να επικαλύψει την ανάγκη της για μοναξιά προσφέροντας αγάπη και αφοσίωση».

Πολύ προτού ξεκινήσει η 75η κινηματογραφική Μόστρα, οι φήμες ότι το εφετινό πρόγραμμα θα ήταν – τουλάχιστον – ικανοποιητικό, ήταν έντονες. Ωστόσο, αρκετές ταινίες προβλήθηκαν εκεί ανεξάρτητα από το αν αργότερα θα διανέμονταν στις αίθουσες. Η λέξη-κλειδί; Netflix. Η διανομή των ταινιών παραγωγής Netflix – ανάμεσά τους τα «The Ballad of Buster Scruggs» των αδελφών Κόεν, το «22 July» του Πολ Γκρίνγκρας και το «Ρόμα» του Κουαρόν που εν τέλει θριάμβευσαν στο φεστιβάλ – εγείρει ένα μεγάλο ζήτημα που θέτει νέους όρους αναφορικά με το μέλλον όχι μόνο των κινηματογραφικών φεστιβάλ αλλά και των αιθουσών. Οι προαναφερθείσες ταινίες γυρίστηκαν για να προβληθούν στην τηλεόραση και η διανομή τους στις αίθουσες – αν υπάρξει – θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Μάλιστα, στην προσπάθειά του να στηρίξει την εμπορική διανομή των κινηματογραφικών ταινιών στην αίθουσα, το Φεστιβάλ των Καννών αρνήθηκε να προβάλει αυτές τις ταινίες και ήρθε «στα μαχαίρια» με το Netflix. Ετσι, βέβαια, αναβαθμίστηκε αυτομάτως το Φεστιβάλ της Βενετίας που δεν είχε κανένα πρόβλημα να τις προβάλει.

Φυσικά, οι ίδιοι οι δημιουργοί υπερασπίζονται τον χρηματοδότη τους. Παράδειγμα ο Αλφόνσο Κουαρόν, ο οποίος δηλώνει «ευγνώμων» για την ύπαρξη του Netflix, αφού χωρίς αυτό το «Ρόμα» ίσως να μην είχε γυριστεί! Πράγματι, η ταινία των 135′, πέρα για πέρα προσωπική, ασπρόμαυρη και χωρίς γνωστούς ηθοποιούς στο καστ, ενδεχομένως να βρει κάποιο κοινό από την προβολή της στην τηλεόραση, κοινό που αριθμητικά θα απέχει έτη φωτός από την περιορισμένη προβολή της ταινίας στην αίθουσα, όπου ωστόσο προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη χάρη στη Seven Films.

Οσο για την αίθουσα, η άποψη του Κουαρόν είναι ότι θα εξακολουθήσει να υπάρχει πολλά χρόνια από σήμερα. «Δεν θεωρώ ότι ο τρόπος παρακολούθησης μιας ταινίας, στο σπίτι ή στην αίθουσα, θα πρέπει σχηματίζει αντίπαλα στρατόπεδα. Η μάχη που γίνεται ανάμεσα στις δύο πλατφόρμες είναι οικονομική, δεν έχει να κάνει με τον κινηματογράφο. Και ελπίζω κάποια στιγμή να σταματήσει, διότι ειλικρινά πιστεύω ότι τα δύο μοντέλα μπορούν να συνυπάρξουν». Δεν είναι εξάλλου τυχαίο που η ταινία τόσο στο Μεξικό όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν sold out σε όλες τις προβολές της προτού ανοίξει στο Netflix. Οπως και στην προβολή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κλείνοντας του το λέω. «Ω, αυτό είναι θαυμάσιο!» φωνάζει σχεδόν ο Κουαρόν. «Πόσο θα ήθελα να ήμουν εκεί. Αγαπώ πολύ το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Πάρα πολύ!».