Ακρόπολη, τιμωρία χωρίς έγκλημα

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Το θέμα της Ακρόπολης δικαιολογημένα μονοπωλεί την επικαιρότητα. Και όχι μόνο τους ειδικούς, αλλά κάθε ευαίσθητο πολίτη, κάθε Ελληνα. Εφόσον ο Ιερός Βράχος δεν επιτρέπεται ν’ αντιμετωπίζεται ως ιδιοκτησία κανενός ή ως άβατον αποκλειστικά για «μυημένους».
Ευθύς εξαρχής θέλω να δηλώσω ότι η επιτόπια, πρόσφατη ξενάγηση από τον ίδιο τον καθηγητή κ. Κορρέ διάρκειας 5 ωρών (!) μου έλυσε πολλές απορίες, ήρε αρκετές επιφυλάξεις και με έπεισε ως προς τα περισσότερα ζητήματα της παρέμβασης. (Στοιχειώδης εντιμότητα μου επιβάλλει να το παραδεχθώ.) Ομως υπάρχουν ακόμη πολλά προβλήματα τα οποία χρήζουν άμεσης επανεξέτασης και διόρθωσης. Με κυριότερο το θέμα της αναστρεψιμότητας των παρεμβάσεων, έννοιας την οποία εισήγαγε ο πολύτιμος Χαράλαμπος Μπούρας ήδη το 1963 και περί της οποίας διαρρηγνύει, επίσης, τα ιμάτιά του και ο κ. Κορρές.
Η προσωπική μου εντύπωση είναι πως η πρόσβαση στον Παρθενώνα αλλά και η όλη θέαση των μνημείων είναι σαφώς τώρα ασφαλέστερες και ανετότερες. Ιδιαίτερα όταν συνειδητοποιήσει κανείς πως δίπλα του συνωθούνται και χιλιάδες άλλων επισκεπτών που έχουν το ίδιο, προσκυνηματικό δικαίωμα με εσένα. Κάτι που συνέβαινε εξάλλου και στην κλασική εποχή, αφού ο Παρθενώνας δεν φτιάχτηκε για να ατενίζεται κατά μόνας – όπως είναι το ρομαντικό όνειρο -, αλλά υπήρξε το συλλογικό, δημοκρατικό επίτευγμα μιας πολυάνθρωπης, δημοκρατικής κοινωνίας. Ο Ιερός Βράχος ήταν ανέκαθεν, σε όλον τον μακραίωνα βίο του, κοσμοβριθής, ενώ δεχόταν φύρδην μίγδην αναθήματα, κατασκευές, προσκτίσματα κ.ο.κ. Ούτε είναι λογικό σήμερα να αντιμετωπίζουμε το όντως πελώριο πρόβλημα της επισκεψιμότητας ενός τέτοιου μνημείου με λύσεις άλλων εποχών. «Φοβούμενοι» υποσυνείδητα την εποχή μας και την τεχνολογία της.
Αυτό που λέει συχνά ο Κορρές είναι ότι συγχέουμε την ιδανική εικόνα της Ακρόπολης που έχει ο καθένας από την παιδική του ηλικία με την πραγματικότητα που λέγεται «Ακρόπολη – παγκόσμιο μνημείο», το οποίο δέχεται εκατομμύρια επισκεπτών όλον τον χρόνο. Και πως οι σημερινές, καθημερινές ανάγκες είναι αδήριτες. Επίσης διαμαρτύρεται για την προκατάληψη εναντίον του μπετόν, το οποίο ως εύπλαστο και πειθαρχημένο υλικό είναι πιο κοντά στην υφή και στις πτυχώσεις του Βράχου. Τι προτείνουν αλήθεια οι διαφωνούντες;
Ο ίδιος αντιδρά στη δαιμονοποίηση και αισθητική απαξίωση του τσιμέντου, υλικού που αξιοποιείται από τη ρωμαϊκή ακόμη εποχή, και επιμένει ότι έχει χρησιμοποιηθεί ένα μείγμα με 12% σκυροδέματος, με ελάχιστη χρήση πλεγμάτων και μάλιστα ελαφρών, δηλαδή «εξαριών». Επίσης παραδέχεται ότι υπάρχει μια κακοτεχνία διάστρωσης, η οποία πρέπει να διορθωθεί, ανάμεσα στο Ερεχθείο και στη νότια πλευρά του σηκού του Παρθενώνα, εκεί όπου διαμορφώνεται ένα τσιμεντένιο έξαρμα ύψους περίπου μισού μέτρου, το οποίο και ακαλαίσθητο αλλά και επικίνδυνο είναι. Επίσης διαφωνεί με την τοποθέτηση του ανελκυστήρα τόσο αισθητικά όσο και μορφολογικά. Ο ίδιος έχει άλλη πρόταση που δεν πληγώνει τόσο κατάφωρα τον Βράχο. Οπως επίσης θεωρεί προσωρινό τον διάδρομο που αρχίζει από την έξοδο του ανελκυστήρα και φτάνει ως την κεντρική διάστρωση. Η απομάκρυνσή του βρίσκεται στις άμεσες προτεραιότητές του. Οσο για τα απαράδεκτα, μεταλλικά κολονάκια τα οποία του χρεώνουν, ο ίδιος δεν έχει καμία σχέση (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί και να τα αλλάξει. Και μάλιστα ταχύτατα!)
Τέλος, προτείνει επιχωμάτωση του Βράχου (και όχι διάστρωση) στη δυτική πλευρά του Παρθενώνα «όπως ακριβώς συνέβαινε και την εποχή του Περικλή». Και όπως επιτυχώς έχει γίνει στον Περίπατο της βόρειας κλιτύος. Η χρήση του τσιμέντου έχει λοιπόν οριστικά τελειώσει και το επόμενο μεγάλο του πρόγραμμα είναι η επανασχεδίαση των Προπυλαίων «όπως ήταν στην αρχή της ρωμαϊκής περιόδου», με την αποκατάσταση των σημερινών κακοτεχνιών. Και βέβαια η τάχιστη απομάκρυνση όλου αυτού του οπτικού θορύβου, της προσβλητικής ακαταστασίας που είναι, κατά τη γνώμη μου, το κύριο πρόβλημα του Βράχου.
Ολα αυτά πάντως πρέπει να συζητηθούν νηφάλια από την ευρύτερη, ακαδημαϊκή κοινότητα εφόσον ουδείς δικαιούται να μονοπωλεί το μνημείο. Αλλά και να υπάρξει ευρύτατη ενημέρωση αφού πλέον έχει ανοίξει μια τόσο πλατιά συζήτηση.
Ολα, κατά τη γνώμη μου, άρχισαν από εκείνο το απαράδεκτο δελτίο Τύπου το οποίο συνέταξε η κυρία Παναγιωταρέα (;), που εξ ονόματος της υπουργού λίγο-πολύ χλεύαζε όλους όσοι αντέδρασαν βλέποντας τις όντως τρομακτικές, πρώτες φωτογραφίες των τσιμέντων και του εργοταξίου στην Ακρόπολη. Οπως και η απαράδεκτη χρησιμοποίηση των ΑμεΑ ως κάλυψη για έργα τα οποία προφανώς και δεν φτιάχτηκαν για αυτούς, όπως αργότερα οι πάντες παραδέχθηκαν. Η επικοινωνιακή διαχείριση των συγκεκριμένων έργων υπήρξε λοιπόν από πλευράς της υπουργού επιεικώς απαράδεκτη. Και είναι ενδεικτικό πως η κυρία Μενδώνη, σχεδόν με κάθε της ενέργεια, καταφέρνει να διχάσει ειδικούς και «ανίδεους», να ενοχλήσει τους ανθρώπους του πολιτισμού και να αποδείξει πως η πολυπραγμοσύνη συναγωνίζεται την αλαζονεία της.
Ο αληθινός πολιτισμός, όμως, η κοινωνική και η παιδευτική του διάσταση, ο δημοκρατικός, παλλαϊκός του χαρακτήρας είναι έξω από το power game όπου η σκοπιμότητα βαφτίζεται ορθοφροσύνη.
Εξηγούμαι: Νομίζω ότι το ΚΑΣ (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο) πάσχει θεσμικά, καθώς ο κάθε υπουργός διορίζει τους φίλα προσκείμενους με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η αμεροληψία του. Η σημερινή συγκρότησή του μάλιστα είναι η υποδεέστερη όλων των εποχών.
Θεωρώ πως είναι εντελώς παρωχημένη η συγκρότηση αυτού του επιτελικού σώματος, καθώς δεν συμμετέχουν και διακεκριμένοι καλλιτέχνες, ιστορικοί τέχνης, μουσειολόγοι, αισθητικοί του χώρου κ.λπ. Ας βρούμε λοιπόν καλλιτέχνες που θα μπορούσαν εκτάκτως να βοηθήσουν σήμερα στο εγχείρημα, σταματώντας τον «εμφύλιο» ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και κομίζοντας την εμπειρία και την ευαισθησία τους.
Κάνω λοιπόν έκκληση, αντί για συγκρούσεις σκοπιμοτήτων, κομματικής αντιπαράθεσης και καθημερινές «λιβελούλες», να ξαναγίνει μια σοβαρή και υπεύθυνη συζήτηση-αναθεώρηση για την Ακρόπολη και το μέλλον της – σωστότερα, το μέλλον μας -, ασφαλώς με τον Μανόλη Κορρέ επικεφαλής, αλλά και με ένα συμβούλιο «ειδικής αποστολής» δίπλα του, που να διαθέτει πυγμή, άποψη αλλά και μετριοπάθεια. Και που θα ελαφρώσει και τον ίδιο από το βάρος της αποκλειστικής ευθύνης.
Και βέβαια προέχει να ολοκληρωθεί το τεράστιο έργο της αναστήλωσης του σηκού του Παρθενώνα, για το οποίο και ο ίδιος έχει προσφέρει τη ζωή και το ταλέντο του τα τελευταία 30 χρόνια. Οπως επίσης επιβάλλεται να οριστούν ξανά ο ρόλος και η λειτουργία του παλαιού Μουσείου Ακρόπολης, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει το αποκορύφωμα όλων των παρεμβάσεων, ένας εκθεσιακός χώρος που μπορεί να επαναδραστηριοποιηθεί υπό προϋποθέσεις, στον οποίο θα υποκλινόταν η Υδρόγειος, όπως επί 20 χρόνια υποστηρίζω. Ενα μέγιστο, πολιτιστικό όπλο για πολιτικούς με όραμα.
Ο κ. Μάνος Στεφανίδης είναι τακτικός καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

