Το Αλτσχάιμερ έχει ήδη κλέψει τη μνήμη εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον πλανήτη,  ενώ εκτιμάται ότι έως το 2030 περισσότεροι από 75 εκατομμύρια ασθενείς θα έχουν διαγνωστεί με τη συγκεκριμένη νόσο ή με άλλου τύπου συγγενή άνοια. Το 2050 ο αριθμός των πασχόντων παγκοσμίως θα έχει διπλασιαστεί ξεπερνώντας τα 150 εκατομμύρια, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού…

Οι αριθμοί περιγράφουν ένα δυσοίωνο μέλλον. Οι επιστήμονες παλεύουν με τον χρόνο, αφιερώνοντας ατελείωτες ώρες στα εργαστήριά τους με στόχο να… ξαναγράψουν ένα πιο θετικό σενάριο για εκείνα που έρχονται.

Υπό το πρίσμα αυτό, το νέο έτος πιθανόν να μην αποτελέσει χρονιά-«σταθμό» στην αντιμετώπιση της νόσου, είναι όμως μία χρονική «γέφυρα» για τις εξελίξεις που δρομολογούνται κατά κανόνα στην πρόωρη διάγνωση. Το στοίχημα είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη πρόγνωση της νευροεκφυλιστικής νόσου ώστε η αντιμετώπισή της να ξεκινά πριν καν από την εκδήλωση των συμπτωμάτων.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στη μάχη αυτή πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν και έλληνες επιστήμονες, επιχειρώντας να ανακαλύψουν αφενός προγνωστικά «εργαλεία», αφετέρου φυτικά… ενισχυτικά για τη λειτουργία του εγκεφάλου.

Προκλινική διάγνωση
της νόσου

Μια πλούσια «δεξαμενή» σημαντικών βιοδεικτών που μαρτυρούν την ύπαρξη Αλτσχάιμερ ανακάλυψε ένας διαπρεπής έλληνας αναπληρωτής καθηγητής Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins και νευροεπιστήμονας του Εθνικού Ινστιτούτου Γήρανσης των ΗΠΑ, ο κ. Δημήτρης Καπογιάννης.

Ειδικότερα, η δυνατότητα δημιουργίας ενός τεστ αίματος ακριβείας για την ανίχνευση του Αλτσχάιμερ βασίζεται στην απομόνωση εξωσωμάτων – δηλαδή, εξωκυτταρικών κυστιδίων που απελευθερώνονται από όλα τα κύτταρα και εντοπίζονται σε όλα τα βιολογικά υγρά του σώματος.

Η ερευνητική ομάδα του κ. Καπογιάννη έχει διαπιστώσει ότι στο εσωτερικό των εξωσωμάτων κρύβονται σημαντικοί βιοδείκτες παθολογίας της πρωτεΐνης p181-tau, αλλά και ενδοκυτταρικοί διαβιβαστές που σχετίζονται με την ινσουλίνη και εμπλέκονται στο Αλτσχάιμερ.

Το αμέσως επόμενο σημαντικό βήμα που ολοκληρώθηκε εντός του 2018  ήταν η εξέταση ενός σημαντικού δείγματος ανθρώπων, με μοναδικό στόχο την προκλινική διάγνωση της νόσου. Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες ανέλυσαν 931 δείγματα πλάσματος αίματος από 138 ανθρώπους, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της λήψης του δείγματος είχαν φυσιολογική νοητική λειτουργία, όμως ανέπτυξαν τη νόσο έπειτα από τέσσερα χρόνια κατά μέσο όρο.

Εν τω μεταξύ, συνέκριναν το βιολογικό υλικό με δείγματα άλλων 233 ανθρώπων  ίδιας ηλικίας, που δεν εμφάνισαν τη νόσο. Τα αποτελέσματα που αναμένεται  να δημοσιευθούν άμεσα σε έγκριτη ιατρική επιθεώρηση, καταλήγουν ότι το στατιστικό μοντέλο ανάλυσης των βιοδεικτών πέτυχε ακρίβεια άνω του 90% στην πρόγνωση της νόσου.

Και ενώ ο κ. Καπογιάννης έχει αφιερωθεί στη δημιουργία ενός ισχυρού προγνωστικού όπλου, παράλληλα ανιχνεύει και τις προοπτικές «συμμαχιών» με συναδέλφους που επίσης αναζητούν το κλειδί με το οποίο θα ξεκλειδώσουν την πόρτα που θα οδηγεί στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου.

Ηδη, ο αναπληρωτής καθηγητής Νευρολογίας του Johns Hopkins έχει επικοινωνήσει με την καθηγήτρια Νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κυρία Μάγδα Τσολάκη.

Το ερευνητικό ενδιαφέρον της κυρίας Τσολάκη έχει επικεντρωθεί (μεταξύ άλλων) στην επίδραση που ενδέχεται να έχουν φυτικά προϊόντα στην εξέλιξη της νόσου.

Ειδικότερα, σε μελέτη που εκπονήθηκε υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας του ΑΠΘ, το αγουρέλαιο φάνηκε να ωφελεί σημαντικά τους ασθενείς με ήπια νοητική έκπτωση (πρόδρομο στάδιο της νόσου), μειώνοντας τα συμπτώματα. Επιπλέον, διαπιστώθηκε μεγάλη διαφορά σε σχέση με το απλό ελαιόλαδο μετά από κατανάλωση 50 γρ. την ημέρα για έναν χρόνο.

Είναι η πρώτη φορά που η δράση του υψηλού φαινολικού ελαιολάδου στην προστασία του κεντρικού νευρικού συστήματος φαίνεται να επαληθεύεται και σε ανθρώπους μετά από πολλές εκτενείς μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί σε πειραματόζωα σε διάφορα πανεπιστήμια σε όλον τον κόσμο.

Ετσι, εντός του νέου έτους οι επιστημονικές ομάδες θα συνεργαστούν ώστε να διαπιστώσουν την επίδραση του αγουρέλαιου στα εξωσώματα. Ηδη έχει προγραμματιστεί η αποστολή στο Johns Hopkins βιολογικού υλικού ασθενών με ήπια νοητική δυσλειτουργία που έχουν πάρει αγουρέλαιο για έναν χρόνο.

 

Απάντηση σε ένα κρίσιμο ερώτημα

Λαμβάνοντας κανείς υπ’ όψιν τα παραπάνω, το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι επιστήμονες ανά τον κόσμο δίνουν έμφαση στην πρόγνωση και όχι στη θεραπεία  της νόσου. Διότι, όπως απαντούν οι ίδιοι, η φαρμακευτική φαρέτρα των γιατρών είναι περιορισμένη καθώς η διάγνωση γίνεται όταν η νόσος έχει εξελιχθεί και συνεπώς οι βλάβες έχουν εγκατασταθεί.

Ετσι, ακολουθώντας την παγκόσμια «πυξίδα», ερευνητική ομάδα (με επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας την κυρία Τσολάκη) απέδειξε ότι οι περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται σε αρνητικά ερεθίσματα διαφέρουν μεταξύ των υγιών ατόμων και των ατόμων με Υποκειμενική Νοητική Διαταραχής (ΥΝΔ), καθώς και αυτών με Ηπια Νοητική Διαταραχή (ΗΝΔ) και Ανοια Τύπου Alzheimer (ΑΤΑ).

Στο σημείο αυτό πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι η Υποκειμενική Νοητική Διαταραχή δεν σημαίνει απαραίτητα νόσος Αλτσχάιμερ. Ομως το «στάδιο» αυτό έχει αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι τα σχετικά συμπτώματα (π.χ. όταν οι ηλικιωμένοι αρχίζουν να ξεχνούν) έχουν σημαντική προγνωστική αξία για την άνοια.

Ετσι, οι ερευνητές αρχικά κατηγοριοποίησαν τους 57 ηλικιωμένους που συμμετείχαν στην έρευνα σε τέσσερις ομάδες (υγιείς, ΥΝΔ, ΗΝΔ και ασθενείς με ΑΤΑ) και έπειτα τους υπέβαλαν σε κλινική και νευροψυχολογική εκτίμηση. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες παρακολούθησαν 34 εικόνες ανθρώπων που παρουσίαζαν αρνητικά συναισθήματα (δηλαδή θυμό και φόβο).

Ταυτόχρονα με την παρουσίαση των εικόνων γινόταν καταγραφή με τη χρήση υψηλής ποιότητας – πυκνότητας ηλεκτροεγκεφαλογράφου (χρησιμοποιήθηκαν 256 ηλεκτρόδια), με στόχο την ανάλυση του σήματος του εγκεφάλου και τον εντοπισμό διαφορών ως προς τις περιοχές μέγιστης ενεργοποίησης μεταξύ των ομάδων.

Ενα από τα σημαντικά συμπεράσματα της μελέτης, που δημοσιεύτηκε στην ιατρική επιθεώρηση «Journal o Alzheimer’s disease» και φαίνεται να αποτελεί ακόμη ένα ισχυρό χαρτί στην πρώιμη πρόγνωση της νόσου, είναι πως παρατηρήθηκε μικρότερη ενεργοποίηση και δραστηριότητα στον μετωπιαίο και στον κροταφικό λοβό των συμμετεχόντων με ΥΝΔ σε σχέση με τους υγιείς.

«Στόχος μας είναι να εντοπίσουμε και να ορίσουμε τα κριτήρια για πρώιμη διάγνωση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά και η θεραπευτική προσέγγιση των ασθενών, καθώς προς το παρόν τα διαθέσιμα σκευάσματα αντιμετωπίζουν παροδικά τα συμπτώματα μόνο και προορίζονται για πάσχοντες σε προχωρημένο στάδιο» σημειώνει η κυρία Τσολάκη.

«Ωστόσο οι ασθενείς με άνοια καθώς και περιθάλποντές τους χρειάζονται βοήθεια, και στην Ελλάδα οι ασθενείς δεν μένουν αβοήθητοι. Μέσα από τα κέντρα Ημέρας, τα ιατρεία Μνήμης και Ανοιας και τα ερευνητικά προγράμματα αντιμετωπίζουμε τις διαταραχές (πρόγραμμα Recage, Horizin 2020), εκπαιδεύουμε φοιτητές και περιθάλποντες με ειδικές πλατφόρμες (Πρόγραμμα i-connect), ετοιμάζουμε προγράμματα που ευχάριστα τα παρακολουθούν οι ασθενείς μας (Πρoγράμματα SINCALA, AD Gaming, REMEDES, BRIDGE).  

Με αυτόν τον τρόπο δουλεύουμε και για σήμερα αντιμετωπίζοντας τώρα τα προβλήματα της άνοιας στην Ελλάδα, αλλά εργαζόμαστε και για το μέλλον αυτής της νόσου».