Αφρικανική τέχνη σε σιλό
Μια αποθήκη καλαμποκιού στο Κέιπ Τάουν έχει μεταμορφωθεί στο πρώτο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νότιας Αφρικής.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Μπαίνεις μέσα και αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε έναν καθεδρικό ναό». Οσοι έχουν επισκεφθεί το Zeitz Museum of Contemporary Art Africa (Zeitz MOCAA εν συντομία) στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής έχουν να λένε για τη μυσταγωγική ατμόσφαιρα που βιώνεις μόλις περάσεις το κατώφλι του. Πρόκειται για ένα μουσείο που απλώνεται σε εννέα ορόφους και ένα σύνολο 9.500 τ.μ., από τα οποία τα 6.000 τ.μ. είναι εκθεσιακοί χώροι, και αποτελεί το ιδανικό σκηνικό και κυρίως την ιδανική γεωγραφία για εκθέσεις όπως η μεγάλη αναδρομική του Νοτιοαφρικανού Γουίλιαμ Κέντριτζ.
Η αλήθεια είναι ότι η μετατροπή μιας ανενεργής αποθήκης σιτηρών σε ένα εντυπωσιακό αρχιτεκτόνημα που, μεταξύ μας, θυμίζει και ένα υβριδικό εκκλησιαστικό όργανο, μοιάζει με ένα τεχνικό θαύμα. Ακόμα και το αναπόφευκτο σκάνδαλο πίσω από την άσπιλη επιφάνεια των τίμιων προθέσεων που οδήγησε στη δημιουργία του έχει να επιδείξει αυτό το μοναδικό μουσείο, το οποίο στεγάζει τη μεγαλύτερη συλλογή σύγχρονης τέχνης από τη μαύρη ήπειρο και την αφρικανική διασπορά. Η απόλυση του πρώτου της διευθυντή και επιμελητή, του Μαρκ Κούτσι (αν τον προφέρουμε όπως τον συνονόματό του και συμπατριώτη του νοτιοαφρικανό νομπελίστα συγγραφέα J. M. Coetzee), με την κατηγορία της ανάρμοστης συμπεριφοράς έφερε ένα έντονο άρωμα #MeToo και δεν έκανε βεβαίως το καλύτερο ποδαρικό στο μουσείο που φιλοδοξεί να γίνει η αφρικανική Tate Modern. Ούτε βοηθάει στην εδραίωση της καλής φήμης του η αλλαγή τριών διευθυντών μέσα σε ισάριθμα χρόνια απ’ όταν άνοιξε τις πόρτες του το μουσείο το 2017. Σήμερα διευθύντριά του είναι η Σενεγαλέζα Κόγιο Κουό, η οποία διαδέχθηκε τον Νιγηριανό Αζου Νουαγκμπόγκου που με τη σειρά του αντικατέστησε τον Κούτσι.
Αν μη τι άλλο, η Κουό, όπως και ο προκάτοχός της, δίνει το απαραίτητο «χρώμα» σε ένα εγχείρημα το οποίο παραήταν λευκών αποχρώσεων για να επιτελέσει επιτυχώς τον σκοπό του και να εκπροσωπήσει την τέχνη της μαύρης ηπείρου. Διότι η κριτική που είχε δεχθεί το μουσείο ήταν ότι μολονότι διακηρύσσει πόσο θέλει να αναδείξει την τέχνη των Αφρικανών και να είναι ένα μουσείο αφιερωμένο στην Αφρική, έχει σχεδιαστεί, «ανήκει» και διοικείται (ή τουλάχιστον διοικούνταν) από λευκούς άνδρες. Λευκός ο πρώτος νοτιοαφρικανός διευθυντής Κούτσι, λευκός ο γερμανός συλλέκτης Γιόχεν Ζάιτς που έχει δανείσει τη συλλογή του στο μουσείο, λευκός και ο βρετανός αρχιτέκτονας Τόμας Χέδεργουικ που δημιούργησε το κατάλληλο κέλυφος για να τη στεγάσει. Οπως και να το κάνεις, η τράπουλα χρειαζόταν ένα μικρό ανακάτεμα για να αρχίσει να κερδίζει παιχνίδια. «Δεν πιστεύω ότι έχει νόημα να εστιάζει κανείς στο ποιος υπήρξε ο καταλύτης για τη δημιουργία του μουσείου. Απλώς είχαμε τον στόχο να χτίσουμε μια μεγάλη διεθνή πλατφόρμα, μέσω της οποίας οι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να εκφράζονται» δήλωνε ο συλλέκτης Γιόχεν Ζάιτς, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με το MOCAA. Ποια είναι όμως η λευκή τριπλέτα που οδήγησε στη δημιουργία του θεσμού;
Ο αποπεμφθείς διευθυντής
Ο Νοτιοαφρικανός Μαρκ Κούτσι έχει υπάρξει επιμελητής και ενορχηστρωτής των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων της Puma.Creative όπου και γνωρίστηκε με τον Ζάιτς. Προτού συναντηθούν οι δρόμοι τους ήταν διευθυντής της Οικογενειακής Συλλογής Rubell στο Μαϊάμι και επιμελητής στο προσκείμενο Palm Springs Art Museum.
Η πορεία του ήταν σταθερά ανοδική, με αποκορύφωμα βέβαια την ανάθεση της διευθυντικής θέσης στο νέο μουσείο που τράβηξε όλα τα βλέμματα του κόσμου επάνω του. «Το Zeitz MOCAA θα επαναπροσδιορίσει τη μορφή και τον ρόλο ενός μουσείου, θα αναδείξει την Αφρική και τη δική της πολιτιστική κληρονομιά, καθώς η ήπειρος γράφει τη δική της ιστορία και προσδιορίζει η ίδια την ταυτότητά της. Το όραμα του Γιόχεν Ζάιτς θα έχει αντίκτυπο τόσο για τον κόσμο της τέχνης όσο και για το Κέιπ Τάουν».
Ωστόσο, μόλις έναν χρόνο αφότου είχε αναλάβει το πόστο του, μέλη του προσωπικού, ως επί το πλείστον νεαροί επιμελητές, άρχισαν να αναφέρουν περιστατικά στα οποία επιδιδόταν σε ρατσιστικά σχόλια και άκομψα σεξουαλικά υπονοούμενα, χωρίς να μένει πάντα μόνο στα λόγια. Οταν διέρρευσαν οι κατηγορίες ο Κούτσι έσπευσε να παραιτηθεί, όμως οι τοπικές αρχές τον διέταξαν να επιστρέψει στη δουλειά του προκειμένου να απομακρυνθεί επισήμως.
Ο πάμπλουτος συλλέκτης
Προτού γίνει γνωστός στους καλλιτέχνες και στους φιλότεχνους, ο 57χρονος Γερμανός Γιόχεν Ζάιτς είχε συνδέσει το όνομά του με επιχειρηματικές δραστηριότητες. Κατ’ αρχάς, υπήρξε πρόεδρος και CEO της εταιρείας αθλητικών ειδών PUMA, όπου πρωτοσυνεργάστηκε και με τον Κούτσι. Ηταν τόσο επιτυχημένη η θητεία του Ζάιτς στο εν λόγω brand ώστε πρόσφατα κλήθηκε να δώσει μια ανάσα ζωής στη Harley Davidson που δοκιμάστηκε από την οικονομική κρίση του 2008. Στο μεταξύ, όποτε ήθελε να ξεφύγει από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες περνούσε πολύ χρόνο στο ράντσο του στην Κένυα και σε μια ήπειρο που αγαπάει ιδιαίτερα να επισκέπτεται για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, δίχως βέβαια να παραβλέπει το πρόσφορο έδαφός της για λογής-λογής επενδυτικά σχέδια. Το 2002 ίδρυσε το Zeitz Foundation, το οποίο ήδη από το 2008 επικεντρώθηκε στη σύσταση της συλλογής με έργα τέχνης αφρικανών καλλιτεχνών που ο Ζάιτς συνέλεγε σε συνεργασία με τον Μαρκ Κούτσι. Οι πρακτικές τους δεν ήταν πάντα οι πιο δόκιμες, δεδομένου ότι ορισμένες φορές αγόραζαν όλα τα έργα μιας έκθεσης ή ένα πολύ σεβαστό κομμάτι της, οπότε μπορεί να φανταστεί κανείς τι σήμαινε αυτό για τις τιμές τους αλλά και για την καριέρα του καλλιτέχνη που τα είχε δημιουργήσει. Για παράδειγμα, στην Μπιενάλε Βενετίας του 2013 αγόρασαν 85 έργα, συμπεριλαμβανομένης και της βραβευμένης με τον Χρυσό Λέοντα εγκατάστασης του Ανγκολέζου Εντσον Τσάγκας. Το Zeitz Foundation έχει πλέον στην κατοχή του έργα από καλλιτέχνες όπως οι Ρασίντ Τζόνσον, Μαρλέν Ντιμάς, Γκλεν Λίγκον, Κρις Οφίλι, Ογούσου Ανκόμα και πολλοί άλλοι, με αποτέλεσμα η συλλογή του Ζάιτς να θεωρείται από πολλούς ως η καλύτερη του είδους της στον κόσμο.
Οπως έχει πει επανειλημμένα ο ίδιος, όλα αυτά τα έργα τέχνης δεν προορίζονταν ποτέ μόνο για την προσωπική του απόλαυση αλλά ήθελε να τα μοιραστεί με τον κόσμο. Εκτός από το να διαθέσει (επί της ουσίας έχει δανείσει) τη συλλογή του για να αποκτήσει περιεχόμενο το μουσείο MOCAA, ο Ζάιτς έχει αναλάβει τα τρέχοντα έξοδα του δημόσιου μουσείου, ενώ προσφέρει στον προϋπολογισμό του ένα ποσό προκειμένου να αποκτώνται και νέα έργα, με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για δημιουργίες στην αιχμή της σύγχρονης εικαστικής παραγωγής.
Η επιλογή τού Κέιπ Τάουν ως τόπου φιλοξενίας του μουσείου προέκυψε έπειτα από την αγαστή συνεργασία με τη βρετανική επενδυτική εταιρεία Mace Group που εκπονεί το αναπτυξιακό σχέδιο Victoria & Alfred Waterfront στο παραλιακό μέτωπο της νοτιοαφρικανικής μεγαλούπολης. Η συγκεκριμένη περιοχή έχει τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στην Αφρική, καθώς δέχεται περί τα 21 εκατομμύρια επισκέπτες τον χρόνο. Οπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, το μουσείο αποτελεί κομμάτι ενός μεγαλύτερου εγχειρήματος για τον εξωραϊσμό της ευρύτερης περιοχής, στα σχέδια της οποίας συμπεριλαμβάνονται πρότζεκτ για οικιστική, εμπορική χρήση αλλά και για τον τομέα της φιλοξενίας. «Είναι μια εμβληματική τοποθεσία σε μία εμβληματική πόλη και το κτίριο με τα σιλό είναι ένα ιστορικό οικοδόμημα. Μέσα από το μουσείο η συλλογή μου θα γίνει προσβάσιμη στο κοινό της πόλης, του έθνους, της ηπείρου αλλά και όλου του κόσμου» έχει δηλώσει ο Ζάιτς.
O showman αρχιτέκτονας
Κάπου εδώ μπαίνει στο κάδρο ο Τόμας Χέδεργουικ. Η αποστολή του ήταν να μετατρέψει μια ιστορική αποθήκη σιτηρών (σιλό), η οποία είχε χτιστεί το 1921 για να φυλάσσεται το καλαμπόκι της χώρας, σε μουσείο που θα είχε «το εφέ του Μπιλμπάο» ή έστω στο περίπου. Καθώς δεσπόζει επιβλητική στα 57 μέτρα ύψος, είναι ένα τοπόσημο για τον ορίζοντα της πόλης. Ο συγκεκριμένος αρχιτέκτονας ήταν επιλογή των ιθυνόντων του V&A Waterfront, οι οποίοι προφανώς είχαν εντυπωσιαστεί από πρότζεκτ του όπως η «Κυλιόμενη Γέφυρα» (2004) που τυλίγεται στο κανάλι Grand Union στο ύψος του Πάντινγκτον στο Λονδίνο (βραβείο British Structural Steel Award 2005) ή το πολυβραβευμένο «East Beach Café» στο Λιτλχάμπτον στο Δυτικό Σάσεξ με τις λωρίδες από ατσάλι που αφήνονται να σκουριάσουν και να αποκτήσουν την πατίνα του χρόνου (βραβείο RIBA 2008). Οπως βεβαίως και από την ανάληψη του σχεδιασμού των γραφείων της Google στο Mountain View της Καλιφόρνιας (μαζί με το έτερο φαινόμενο στην αρχιτεκτονική, τον Δανό Μπιάρκε Ινγκελς). Ο 50χρονος σήμερα Βρετανός δεν θα έβρισκε μια βαρετή λύση σε αυτό το σύνθετο αρχιτεκτονικό πρόβλημα.
Το κτίριο αποτελείται από δύο μέρη: από έναν «πύργο» και από 42 σιλό. Η βασική πρόκληση για τον νέο σχεδιασμό ήταν η μετατροπή αυτών των 42 σφιχτά εναγκαλισμένων τσιμεντένιων σωλήνων σε χώρους κατάλληλους για την έκθεση τέχνης δίχως να χαθεί ο βιομηχανικός χαρακτήρας του κτιρίου. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση από τεχνικής απόψεως. Τελικά το αποτέλεσμα μοιάζει σαν να έσκαψαν για να αποκαλύψουν ένα αίθριο το οποίο αποτέλεσε την καρδιά του μουσείου. Χρησιμοποιώντας τεχνικές κοπής σκυροδέματος, το Studio Heatherwick δημιούργησε τρύπες σε σχήμα κόκκου καλαμποκιού στο σώμα των τσιμεντένιων σωλήνων, στην κορυφή των οποίων τοποθετήθηκε πολυστρωματική ύαλος προκειμένου να φέρνει φως μέσα στο αίθριο. Το τζάμι αυτό φέρει ένα μοτίβο σχεδιασμένο από τον καλλιτέχνη El Loko από το Τόγκο, το οποίο βασίζεται στην επινοημένη γραφή των έργων του (Cosmic Alphabet). Το κεντρικό αίθριο προσφέρει πρόσβαση στις εισόδους των 80 αιθουσών, ένας αριθμός που υπήρξε η βασική διαφωνία ανάμεσα στους αρχιτέκτονες και τον Μάρκ Κούτσι. Σύμφωνα με τον νοτιοαφρικανό ιστορικό τέχνης Σον Ο’ Τουλ, το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι «στενές, χαμηλοτάβανες αίθουσες, οι οποίες συχνά αδυνατούν να αποτελέσουν το σωστό περιβάλλον και να αντικατοπτρίσουν τη φιλοδοξία των καλλιτεχνών». Δεν μπορεί κανείς να τα έχει όλα σε αυτή τη ζωή. Στο κάτω-κάτω, το Zeitz MOCAA στοίχισε μόλις 38 εκατομμύρια δολάρια.

