Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Με άλλο βλέμμα

Εκδόσεις Καστανιώτη 2018

σελ. 32, τιμή 8,48 ευρώ

Η ποίηση, σύμφωνα με τον κοινό τόπο, είναι τέχνη της νεότητας. Εντούτοις, υπάρχουν πολλά – και χαρακτηριστικά – παραδείγματα που τον διαψεύδουν. Ο Καβάφης λ.χ. έλεγε πως είναι ποιητής του γήρατος κι ο Ελύτης, ένας κατ’ εξοχήν ποιητής της νεότητας, έγραψε σε μεγάλη ηλικία ορισμένα από τα καλύτερα ποιήματά του (όπως αυτά που περιλαμβάνονται στο Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου και στα Ελεγεία της οξώπετρας).

Σε ώριμη ηλικία η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, από τις σημαντικότερες ποιήτριές μας, με εκτενές και καταξιωμένο έργο, μας προσφέρει μια συλλογή με «διαφορετικά» ποιήματα, σε σχέση με τα όσα είχε καταθέσει ως τώρα. Ετσι τουλάχιστον υποδεικνύει ο τίτλος.

Το βλέμμα μπορεί εδώ να μοιάζει «άλλο», όμως όσοι γνωρίζουν την ποίησή της θα αντιληφθούν αμέσως πως τα ποιήματα της συλλογής αυτής αποτελούν κατά κάποιον τρόπο συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου της Η ανορεξία της ύπαρξης (2011). Μόνο που είναι πιο ρητά και ίσως λιγότερο «σωματικά», τουλάχιστον σε σύγκριση με τα όσα μας είχε συνηθίσει ως τώρα η ποιήτρια. Εχω την αίσθηση ότι συνεχίζουν τους τρεις πρώτους στίχους από το Ποιητικό υστερόγραφο του 2011: «Τα ποιήματα δεν μπορούν πια / να είναι ωραία / αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει».

Οι παραπάνω στίχοι ήταν, νομίζω, αναπόφευκτο να οδηγήσουν στους σημερινούς απολογισμούς, στις μνημονικές ανακλήσεις, στις συγκρίσεις του παρελθόντος με το παρόν, στο πώς η σωματική εμπειρία, η οποία σφραγίζει το προηγούμενο έργο της Ρουκ (κι έχει δύο κύριες συνιστώσες, τον έρωτα και τη φύση), γίνεται τώρα ανάμνηση, φενάκη του χρόνου που μεταμορφώνει το πάθος σε διάψευση: «Ερχεται ο έρωτας κι ο κόσμος / του καθενός λάμπει. / Ολες οι πράξεις που κάτω από το φως του γίνονται / είναι πάντα σωστές / κι οι δυστυχίες που ίσως συνέπεσαν / αυτόματα ξεχνιούνται. / Οταν όμως σταματήσει ο ευλογημένος καταρράχτης / -το συνηθίζει να μην κρατάει πολύ-  / μας τριγυρίζει η στάχτη που ‘χει μαζευτεί» γράφει στο ποίημά της Ερωτας, ο αιώνια αθώος.

«Εξορκίζοντας» τον θάνατο

Ο έρωτας στην ποίηση της Ρουκ, ακόμη κι ως ανάμνηση, έχει τη δύναμη να εξορκίζει τον θάνατο, την ύστατη εμπειρία που σηματοδοτεί το αναπόφευκτο, το τέλος. «Ο θάνατος ήταν πάντα ο πραγματικός εχθρός / γι’ αυτό και μόνο στη φαντασία ζει» γράφει στο ποίημά της Θάνατος, ο ανύπαρκτος. Η μεταφυσική και υπαρξιακή εμπειρία του θανάτου, βέβαια, είναι εμπειρία άλλης τάξεως, γι’ αυτό και η Ρουκ, μια ποιήτρια η οποία σε όλο της το έργο που προηγήθηκε μιλά για την ένταση της ζωής στις καλές και τις κακές στιγμές της, εδώ, μέσα από την απόσταση του χρόνου, ομολογεί ευθέως – και πρωτίστως στον εαυτό της: «Εγώ τώρα το θάνατο κατάματα κοιτώ / κι αδιάφορη μ’ αφήνει. / Με αγωνία δεν τον ρωτάω, να μαντέψω δεν προσπαθώ / πόση ζωή μου μένει».

Τα παραπάνω θα μπορούσαμε να τα θεωρήσουμε σαν μιαν αφασική αποστροφή, σαν παρατεταμένη στιγμή ακινησίας, αν δεν μας είχε προειδοποιήσει η ίδια η ποιήτρια στο προηγούμενο ποίημά της Ουσία η αφή: «με το που αγγίζω κάτι, ο νους μου ταξιδεύει / γύρω από το τι μπορεί να κρύβεται / πίσω από αυτό που αγγίζω. / Ποια αλήθεια, ποιο ψέμα / ποια ουσία θα λάμπει ως την επόμενη αφή». Ναι, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ εξακολουθεί να συλλαμβάνει «σωματικά» τον κόσμο, έστω και μόνο με μία αίσθηση, που όμως την καθιστά προϋπόθεση της φαντασίας.

Ειρωνεία και δράμα

Στη συλλογή αυτή υπάρχουν και στιγμές αποστροφής ή και ειρωνείας – κάτι που δεν παρατηρείται, παρά πολύ σπάνια, στο προηγούμενο έργο της Ρουκ. «Πατάμε ένα κουμπί κι ο ήλιος ανατέλλει. / Αν όμως πατήσουμε λάθος κουμπί / πέφτει η νύχτα / αντί να ‘ρθει το πρωί» γράφει στο Δικαστήριο της φύσης. Κι ακόμη στο Διασημότητα, η πιο γνωστή κοροϊδία που παρά τον ειρωνικό του τίτλο καταλήγει στη δραματική διαπίστωση: «Κι ο καλλιτέχνης πετάει για λίγο / ώσπου να δει πως δεν είναι δικά του τα φτερά / και να πέσει πάλι στη γη / με το πρόσωπο στο χώμα».

Κάθε απολογισμός, είτε σε στίχους είτε σε πρόζα, είναι και μια μορφή αυτογνωσίας. Ο χρόνος δεν μας αποκαλύπτει τα μυστικά του και κάποτε θολώνει την εμπειρία, αφαιρεί από την εικόνα το περίγραμμά της, μεταμορφώνει εκείνο που υπήρξε σε κάτι αβέβαιο και ασαφές. «Με άλλο βλέμμα ήρθε η στιγμή / να δω τη ζωή μου» λέει στο πρώτο ποίημα του βιβλίου η ποιήτρια, που θέλει να απογυμνώσει το παρελθόν από τα παλιά του στολίδια, να δει την πραγματικότητα γυμνή ελπίζοντας πως θα πλησιάσει σε «κάποια αλήθεια».

Η αλήθεια και η πραγματικότητα προκαλούν συνήθως μόνιμο άγχος στους ποιητές. Η Ρουκ όμως επιστρατεύει την αμφιβολία για να καταλήξει σε μια πεποίθηση: «Η αμφιβολία για τις βεβαιότητες της ζωής / δεν είναι αρνητική ματιά» αφού «απλά αμφιβάλλεις για να εξακολουθήσεις να ερευνάς». Που συνεπάγεται την κοινοτοπία «η ζωή συνεχίζεται» (όπως συνεχίζεται και η ποίηση). Και εκείνη το επιβεβαιώνει με την πρόσφατη ποιητική της συλλογή, η οποία, παρά τις πικρές αναπολήσεις, οδηγεί στο συμπέρασμα πως η ύπαρξη έχει και ουσία και νόημα – που δεν είναι τίποτε άλλο από τη δημιουργία.