Υπάρχουν κάποιες λέξεις που επανέρχονται με εντυπωσιακή συχνότητα στον λόγο και στα κείμενα της κομμουνιστικής Αριστεράς. Ανήκοντας σε ένα corpus σχεδόν μηχανιστικά επαναλαμβανόμενων «αναλύσεων» και εξηγήσεων για ό,τι και αν συμβαίνει, αυτές οι λέξεις, προερχόμενες από τη βουλγκάτα της κομματικής διαπαιδαγώγησης, είναι βαθιά ριζωμένες στην/στο ιδιόλεκτο του καλού κομμουνιστή, τον οποίο άλλωστε καλούνται συχνά να  βγάλουν από τη δύσκολη θέση. Εχουμε, λοιπόν, και λέμε:
Διαλεκτική. Οταν το ερμηνευτικό σχήμα «δεν βγαίνει» ή όταν τα γεγονότα δεν συμφωνούν με τα θέσφατα της κομμουνιστικής επαγγελίας, την κατάσταση έρχεται να σώσει, σαν από μηχανής θεός, η επίκληση της «διαλεκτικής». «Σύντροφε, πρέπει να δεις το ζήτημα διαλεκτικά» ή «Aπό τη σκοπιά της διαλεκτικής» είναι φράσεις με τις οποίες είτε καθησυχάζεται ο δύσπιστος ή προβληματισμένος σύντροφος, είτε κατακεραυνώνεται ο μη κομμουνιστής που δεν είχε την τύχη να εντρυφήσει στη «διαλεκτική». Ο Χόρχε Σεμπρούν, που έζησε το κομμουνιστικό κίνημα από τα ανώτατα κλιμάκια του ΚΚ Ισπανίας αλλά ξέκοψε σχετικά νέος, έλεγε χαρακτηριστικά: «Διαλεκτική είναι η τέχνη να μπορείς να αισθάνεσαι δικαιωμένος ό,τι και αν έχει συμβεί».
Αποπροσανατολισμός. Ο λαός είναι μια περίπου μεταφυσική οντότητα. Αν οι επιλογές του συμφωνούν με εκείνες των κομμουνιστών, επιβεβαιώνονται η αγαθή του φύση και ο «ιστορικός» του ρόλος. Αν όχι, είτε έχει πέσει θύμα «προδοτών του λαϊκού κινήματος» (κατά κανόνα των Σοσιαλδημοκρατών), είτε κάποιοι τον έχουν «αποπροσανατολίσει». Αλλωστε, και οτιδήποτε δεν συμπίπτει με την ατζέντα ή τις προτεραιότητες των κομμουνιστών έχει πάντα στόχο να «αποπροσανατολίσει» τον λαό από τα «πραγματικά του προβλήματα». Ποια είναι αυτά και ποια η συνταγή για την επίλυσή τους; Αυτό το γνωρίζουν, προφανώς, μόνο οι κομμουνιστές, ως εντεταλμένοι (πόθεν;) με την εφαρμογή των «σιδερένιων νόμων» της Ιστορίας και ως ενσαρκωτές του Λόγου (raison) της.
Προβοκάτσια. Οποιοδήποτε συμβάν δεν ταιριάζει στα στερεότυπα και τα θέσφατα των κομμουνιστικών «αναλύσεων» δεν μπορεί παρά να είναι «προβοκάτσια». Ετσι, όταν τα γεγονότα βοούν για τη βίαιη συμπεριφορά (ας το πω κομψά) ατόμων και ομάδων που ανήκουν στην ευρύτερη Αριστερά, η ερμηνεία είναι πάντα έτοιμη στο τσεπάκι: πρόκειται για προβοκάτσια (των δεξιών, της Ασφάλειας, των «κακών» γενικώς). Ετσι, ο επικεφαλής των δολοφόνων της Ελένης Παπαδάκη ήταν «πράκτορας της Ιντέλιτζενς», τα πεζοδρόμια τα ξηλώνουν αστυνομικοί με πολιτικά, τις μολότοφ τις εκτοξεύουν «ύποπτα στοιχεία» κ.ο.κ. Οι πάσης φύσεως αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί είναι εξ ορισμού καλοί και αγαθοί, αγαπησιάρηδες και οραματιστές.
Χαφιέδες. Στην πορεία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, και ειδικότερα (ως προς αυτή τη λέξη, τουλάχιστον) του ΚΚΕ, τη μια στιγμή ή την άλλη, ανάλογα με το ποιος είχε κάθε φορά το πάνω χέρι στο κόμμα, περίπου όλα τα ηγετικά στελέχη κατηγορήθηκαν σαν «χαφιέδες», «προδότες», «πράκτορες της Ασφάλειας» κ.λπ. Επί Ζαχαριάδη ειδικά, σαν ύποπτοι – αν όχι και σαν σίγουρα χαφιέδες – καταγγέλθηκαν κατά καιρούς ο Σιάντος και ο Ιωαννίδης, ο Λευτέρης Αποστόλου, ο Μάρκος Βαφειάδης, ο Κώστας Καραγιώργης, η Χρύσα Χατζηβασιλείου, ο Νίκος Πλουμπίδης, για να περιοριστώ μόνο στα πιο γνωστά ονόματα. Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδισε και εκείνους που διαδέχτηκαν τον Ζαχαριάδη να χαρακτηρίσουν επίσης «ύποπτο» τον πρώην αρχηγό τους, τον οποίο έως πρόσφατα προσκυνούσαν δουλοπρεπέστατα.
Φασίστες. «Φασίστας» αποκαλείται όποιος δεν συμμερίζεται τους στόχους και τις μεθόδους των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Οι ίδιοι, βέβαια, άνθρωποι μπορεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να βαφτιστούν «σύμμαχοι της εργατικής τάξης» όταν διάφορες «μετωπικές» ανάγκες το επιβάλλουν. Παρ’ ημίν, κυρίως κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, υπήρχε και η παραλλαγή «μοναρχοφασίστες», μήπως και τσιμπήσουν κάποιοι αντιμοναρχικοί. Ετσι, «μοναρχοφασίστες» χαρακτηρίζονταν συλλήβδην, από το ΚΚΕ και τα φερέφωνά του, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όσοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, η οποία επέμενε να μην εκτιμά δεόντως την πρόθεση των συντρόφων Ζαχαριάδη, Γούσια, Μπαρτζιώτα, Βλαντά και άλλων να μετατρέψουν τη χώρα σε παράδεισο τύπου Αλβανίας.
Προοδευτικοί. Δεν μπορώ παρά να κλείσω με αυτόν τον όρο, ο οποίος αφενός δείχνει να ξεθάβεται και πάλι από τα σεντούκια (με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ και των παραφυάδων του) και αφετέρου είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα ειδικά. Ετσι, οι απολογητές των γκουλάγκ και του Τείχους του Βερολίνου, των εγκλημάτων του Στάλιν, του Μάο και του Πολ Ποτ, οι φίλοι και οι υμνητές του Μαδούρο, είναι «προοδευτικοί», ενώ εμείς οι άλλοι όχι. «Προοδευτικοί» ήταν/είναι λοιπόν ο Μπαρτζιώτας και ο Βλαντάς, ο Τσολάκης και ο Λουλές, ο Λαφαζάνης και ο Μάκης Μαΐλης, ο Καρτερός και η Αυλωνίτου, ο Καλφαγιάννης της ΕΡΤ και ο Φωτόπουλος της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ. Ακόμα και ο Κουφοντίνας και ο Ξηρός, σε τελική ανάλυση (να μια ακόμα αγαπημένη έκφραση των κομμουνιστών), «προοδευτικοί» είναι και αυτοί, αφού ό,τι έκαναν το έκαναν «για έναν καλύτερο κόσμο», για έναν κόσμο «σοσιαλιστικό». Κατ’ αντιδιαστολή, ο Παναγής Παπαληγούρας, ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο Θανάσης Κανελλόπουλος, ο Τάκης Λαμπρίας, ο Μάνος Χατζιδάκις και άλλοι πολλοί τι ήταν; «Συντηρητικοί» προφανώς, ή ακόμα και «αντιδραστικοί».
Και άλλες πολλές λέξεις και φράσεις από την/το ιδιόλεκτο της κομμουνιστικής Αριστεράς θα μπορούσα να αναφέρω. Ομως ο χώρος στις φιλόξενες σελίδες του «Βήματος» είναι, ευλόγως, περιορισμένος. Δεν πειράζει. Ισως επανέλθω στο (κοντινό) μέλλον.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμε-λητής εκδόσεων και μεταφραστής.