27 δισ. ευρώ για αγορές ελληνικών ομολόγων
Η ΕΚΤ αύξησε κατά €600 δισ. το «QE πανδημίας», παρατείνοντάς το ως τον Ιούνιο του 2021 – Στο 8,7% η ύφεση του 2020 στην ευρωζώνη, με την ανάκαμψη του 2021 να φθάνει στο 5,2%
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Τη ρήση του Βενιαμίν Φραγκλίνου «Μην αναβάλλεις ποτέ για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα» θυμήθηκαν οι οικονομολόγοι διεθνών τραπεζών για να δικαιολογήσουν τη στάση της ΕΚΤ, η οποία, αν και είχε ακόμη χρόνο προτού εξαντληθούν τα «πυρομαχικά» της, προχώρησε σε αύξηση του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων (PEPP), του «QE Πανδημίας», κατά 600 δισ. ευρώ, στα 1,35 τρισ. ευρώ, παρατείνοντάς το μάλιστα τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνιο του 2021, με τη δέσμευση για επανεπένδυση των εσόδων έως τουλάχιστον το τέλος του 2022, ακολουθώντας δηλαδή, όπως αναφέρουν, το ολυμπιακό σύνθημα «πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά».
Νέες εκδόσεις
Η εξέλιξη αυτή είναι θετική και για την Ελλάδα, καθώς έτσι θα διευρυνθούν οι δυνητικές αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, σε περίπου 27 δισ. ευρώ από 14 δισ. ευρώ σήμερα, κάτι που ενισχύει τον σχεδιασμό του ΟΔΔΗΧ να βγει ακόμη δύο-τρεις φορές στις αγορές ως το τέλος του έτους, με την πρώτη έξοδο να αναμένεται μάλιστα το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Η μορφή των νέων εκδόσεων θα εξαρτηθεί κυρίως από τη ζήτηση των θεσμικών επενδυτών, ενώ με βάση τα σημερινά δεδομένα προκρίνονται κυρίως ομόλογα τριετούς ή πενταετούς διάρκειας ή ακόμα και επανέκδοση (reopening) του 15ετούς ομολόγου.
Χαλάρωση
«Σε απάντηση στην πτωτική αναθεώρηση του πληθωρισμού λόγω της πανδημίας, η επέκταση του PEPP θα χαλαρώσει περαιτέρω τη γενική νομισματική πολιτική, στηρίζοντας τις συνθήκες χρηματοδότησης στην πραγματική οικονομία, ειδικά για επιχειρήσεις και νοικοκυριά» ανέφερε η ΕΚΤ, προσθέτοντας ότι «θα διενεργεί αγορές υπό το PEPP έως τουλάχιστον το τέλος Ιουνίου του 2021 και μέχρι να κρίνει τελικά ότι η φάση της κρίσης του κορωνοϊού έχει λήξει».
Οι αγορές στο πλαίσιο του προηγούμενου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (APP) θα συνεχίσουν επίσης να γίνονται με ρυθμό 20 δισ. ευρώ μηνιαίως και θα συμπληρώνονται από τα επιπρόσθετα 120 δισ. ευρώ του προσωρινού προγράμματος (PEPP) μέχρι τα τέλη της εφετινής χρονιάς. Οι επανεπενδύσεις του κεφαλαίου από τίτλους που ωριμάζουν υπό το πρόγραμμα APP θα συνεχιστούν ακόμα και αφότου η ΕΚΤ θα έχει αρχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια, τα οποία αναμένεται να παραμείνουν πάντως στα τρέχοντα, ή ακόμη χαμηλότερα, έως ότου ο πληθωρισμός συγκλίνει κοντά αλλά χαμηλότερα από τον στόχο του 2%.
Πρωτοφανή ύφεση
H επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ ανέφερε ότι τα εισερχόμενα οικονομικά στοιχεία δείχνουν μια πρωτοφανή ύφεση στην ευρωζώνη λόγω των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού. Στο βασικό σενάριο η ύφεση θα κυμανθεί στο 8,7% για το 2020, έναντι πρόβλεψης για ανάπτυξη 0,8% τον περασμένο Μάρτιο, με την ανάπτυξη το 2021 να εκτιμάται στο 5,2% και το 2022 στο 3,3%, ενώ ο πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 0,3%, στο 0,8% και στο 1,3% αντίστοιχα.
Η Λαγκάρντ επεσήμανε πάντως ότι το μέγεθος της ανάκαμψης και ο χρόνος εκδήλωσής της παραμένουν αβέβαια καθώς οι οικονομίες της ΕΕ ανοίγουν, εκτιμώντας ότι η ανάκαμψη θα σημειωθεί στο δεύτερο μισό του τρέχοντος έτους. Ανέφερε επίσης ότι στο ΔΣ δεν συζήτησαν εάν θα συμπεριλάβουν για αγορά περιουσιακά στοιχεία χωρίς επενδυτική βαθμίδα (junk), εκτός από τις εξαιρέσεις που υπάρχουν επί του παρόντος στα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.
Το σημείο καμπής
Οι κινήσεις της ΕΚΤ θεωρούνται επιβεβλημένες, καθώς, αν και το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ της Κομισιόν αποτελεί σημείο καμπής, αφού αφορά και κοινό δανεισμό για τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών δαπανών της ΕΕ, καθώς τα κεφάλαια αυτά δεν θα εκταμιευτούν πριν από το 2021, η Λαγκάρντ θα έπρεπε ούτως ή άλλως να σηκώσει μεγάλο βάρος των προσπαθειών ενίσχυσης της ρευστότητας και στήριξης των οικονομιών της ζώνης του ευρώ, κρατώντας παράλληλα το κόστος δανεισμού και τα περιθώρια (spreads) των ευάλωτων χωρών σε χαμηλά επίπεδα.
Επίσης, αρκετοί στην αγορά ανέφεραν πως η ΕΚΤ θα βρισκόταν σε επικίνδυνα νερά εάν η Λαγκάρντ περιόριζε τις ενέργειές της ως αποτέλεσμα και της πρόσφατης απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, καθώς αυτό θα ισοδυναμούσε με σοβαρό και αδικαιολόγητο περιορισμό της ανεξαρτησίας της νομισματικής της πολιτικής. Η Λαγκάρντ απέρριψε πάντως τις ανησυχίες, σημειώνοντας πως η ΕΚΤ εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εκτιμώντας ότι είναι «σίγουρη ότι θα βρεθεί μια καλή λύση».
«Ο,τι χρειαστεί»
Να σημειωθεί ότι τους πρώτους δύο μήνες του PEPP, ως το τέλος Μαΐου, η ΕΚΤ είχε αγοράσει ομόλογα συνολικού ύψους 234,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 4,69 δισ. ευρώ αφορούσαν ελληνικούς τίτλους που αντιστοιχούν περίπου στο 9% του ελληνικού χρέους που διαπραγματεύεται ελεύθερα στις αγορές.
Η κίνηση, όπως λέγεται, να εντάξει η ΕΚΤ στο «QE πανδημίας» τα ελληνικά ομόλογα που δεν είχαν το στάτους της «επενδυτικής διαβάθμισης», αλλά και να τα κάνει αποδεκτά ως εγγυήσεις, ενίσχυσαν τη ρευστότητα, αλλά και οι επιθετικές αγορές ιταλικών ομολόγων (51,1 δισ. ευρώ τους τελευταίους δύο μήνες, όταν η χώρα εξέδωσε 49 δισ. ευρώ χρέος) ακόμη και εκτός της κλείδας κεφαλαίου (capital key), υποδεικνύουν πως η ευρωτράπεζα θα «κάνει ό,τι χρειαστεί», παραμένοντας το πιο θεσμικό όργανο της ζώνης του ευρώ.
Το κόστος δανεισμού
Αμέσως μετά τις ανακοινώσεις της Πέμπτης το ευρώ και τα ομόλογα της ευρωζώνης σημείωσαν ράλι. Το κόστος δανεισμού της Ιταλίας για 10 χρόνια υποχωρούσε στο 1,382%, στο χαμηλότερο σημείο από τα τέλη Μαρτίου, με τη χώρα να προχωρεί σε κοινοπρακτική έκδοση 10ετούς ομολόγου, ενώ η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου υποχώρησε στο 1,368%, δηλαδή η Ελλάδα δανείζεται σήμερα πιο φθηνά από την Ιταλία.
Το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου έχει υποχωρήσει μάλιστα κατά σχεδόν 70% από την ημέρα που η ΕΚΤ ανακοίνωσε το PEPP, όταν η απόδοση του 10ετούς ομολόγου είχε βρεθεί στο 4,1%. Η UBS, που βελτίωσε τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας «βλέποντας» ύφεση 6% εφέτος (από 10% που ανέμενε) και ανάκαμψη 5,1% το 2021, σημειώνει πως τα ελληνικά ομόλογα βρίσκουν σημαντική στήριξη από την ένταξή τους στο PEPP της ΕΚΤ.
Συγκρατημένη ύφεση 0,9% το πρώτο τρίμηνο
Η ελληνική οικονομία εισήλθε επισήμως σε ύφεση από τον περασμένο Μάρτιο. Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία, το πρώτο τρίμηνο του 2020 το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε κατά 0,9% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2019 και κατά 1,6% σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, τον χειμώνα του 2019. Τα στοιχεία μάς δίνουν την πρώτη γεύση από τον αντίκτυπο του lockdown στην οικονομία που ξεκίνησε στις 10 Μαρτίου και καταγράφουν μείωση της κατανάλωσης και βουτιά των επενδύσεων.
Αντίθετα, ανθεκτικότητα επέδειξαν οι εξαγωγές βοηθώντας έτσι να συγκρατηθεί το βάθος της ύφεσης, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το τέταρτο τρίμηνο του 2019 όταν το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,7%, σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο, δηλαδή το καλοκαίρι του 2019.
Σημειώνεται ότι το 2019 το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές ανήλθε σε 187,5 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση κατά 1,5% σε σύγκριση με το 2018.
Το αποτύπωμα της πανδημίας
Το πρώτο τρίμηνο του 2020 η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 0,4% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2019, αλλά οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 8,4% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2019. Oι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 0,1% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2019. Οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 2,7%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 2,3%.
Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 5,4% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2019.
Σχολιάζοντας τα μεγέθη, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας εμφανίστηκε ικανοποιημένος καθώς ή ύφεση στην ΕΕ είναι αισθητά μεγαλύτερη και δήλωσε τα εξής:
«Η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε τα προσωρινά στοιχεία των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2020. Σύμφωνα με αυτά, κατέγραψε ρυθμό ύφεσης, σε ετήσια βάση, -0,9%. Η ύφεση είναι σημαντικά μικρότερη από τον μέσο όρο αυτής των χωρών της ευρωζώνης, που διαμορφώθηκε στο -3,2%, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτό αποδεικνύει ότι το οικονομικό σχέδιο της κυβέρνησης είναι προς την ορθή κατεύθυνση».
Ο υπουργός επίσης δήλωσε πως η πορεία του τουρισμού αλλά και η εισροή ευρωπαϊκών πόρων έως το τέλος του χρόνου θα καθορίσουν το ύψος της ύφεσης για το 2020.
«Η μεγάλη επανεκκίνηση»
Ως τη στιγμή της «Mεγάλης Eπανεκκίνησης» – «The great Resset» – χαρακτήρισε τις μέρες που ζει η ανθρωπότητα εν μέσω πανδημίας η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα σε μια ιστορική ομιλία της στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, προσκεκλημένη του Καρόλου, πρίγκιπα της Ουαλίας, και του καθηγητή Κλάους Σβαμπ.
Το μήνυμά της στον κόσμο είναι «Ηρθε η ώρα της πράσινης ανάπτυξης, της έξυπνης ανάπτυξης, της πιο δίκαιης ανάπτυξης».
Η ομιλία της κυρίας Γκεοργκίεβα είναι η ακόλουθη:
«Τι θα έκανε τους ιστορικούς να χαρακτηρίσουν τη σημερινή κρίση ως τη στιγμή της Μεγάλης Επανεκκίνησης; Εχει πρωταρχική σημασία η ανάπτυξη αυτή να οδηγήσει σε έναν πιο πράσινο, πιο έξυπνο και πιο δίκαιο κόσμο στο μέλλον.
Κατά πρώτον, επιτρέψτε μου να μιλήσω για την πράσινη ανάπτυξη.
Οι κυβερνήσεις μπορούν να πραγματοποιήσουν δημόσιες επενδύσεις – και να υιοθετήσουν κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις – που θα στηρίξουν μια χαμηλών ρύπων και κλιματικά βιώσιμη ανάπτυξη. Πολλές από τις επενδύσεις αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε μια ανάκαμψη που θα δημιουργεί θέσεις εργασίας. Σκεφτείτε τη δημιουργία νέων μαγκρόβιων δασών και τις αναδασώσεις εν γένει, τις πρωτοβουλίες για την αποκατάσταση των εδαφών, για τη μόνωση των κτιρίων. Σκεφτείτε τους τομείς-κλειδιά στους οποίους μπορεί να επενδύσουν τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας για τη μείωση των χρήσεων άνθρακα.
Υποστηρίζω θερμά την ανάγκη να εκμεταλλευθούμε τις σημερινές χαμηλές τιμές του πετρελαίου για να τερματίσουμε τις αντιπεριβαλλοντικές επιδοτήσεις και να υιοθετήσουμε για τους υδρογονάνθρακες τιμές που θα λειτουργούν ως κίνητρα για μελλοντικές επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια.
Δεύτερον, επιτρέψτε μου να μιλήσω για την έξυπνη ανάπτυξη. Ολοι αντιλαμβανόμαστε ότι η ψηφιακή οικονομία είναι ο μεγάλος κερδισμένος αυτής της κρίσης. Αλλά δεν πρέπει να αφήσουμε το ψηφιακό χάσμα να διευρυνθεί έτσι ώστε να μείνουν ακόμα πιο πίσω κάποιες χώρες και κοινότητες. Προϊόντος του χρόνου κάτι τέτοιο αντί για κέρδη θα φέρει περισσότερη δυστυχία.
Ως εκ τούτου, είναι κρίσιμο θεσμοί όπως το ΔΝΤ να υποστηρίξουν επενδύσεις που θα περιορίσουν το ψηφιακό χάσμα – εργαζόμενοι από κοινού με την Παγκόσμια Τράπεζα και με άλλους. Επίσης θα πρέπει να σκεφτούμε με προσοχή πώς θα διασφαλίσουμε ώστε το άλμα στην ανάπτυξη και την κερδοφορία του ψηφιακού τομέα θα αποφέρει οφέλη που θα διασπαρούν στις κοινωνίες μας.
Αυτή η παρατήρηση με οδηγεί στον τρίτο στόχο: τη δικαιότερη ανάπτυξη.
Γνωρίζουμε ότι, αν δεν αναληφθεί δράση, η πανδημία αυτή θα διευρύνει τις ανισότητες. Αυτό συνέβη σε παλαιότερες πανδημίες. Μπορούμε να αποφύγουμε κάτι τέτοιο επενδύοντας στους ανθρώπους. Στον κοινωνικό ιστό των κοινωνιών μας, στη δυνατότητα όλων να έχουν πρόσβαση στις ευκαιρίες, στην εκπαίδευση. Και επίσης επεκτείνοντας και διευρύνοντας τα κοινωνικά προγράμματα ώστε να καλύψουν όσο το δυνατόν περισσότερους ευάλωτους ανθρώπους. Ετσι θα αποκτήσουμε έναν κόσμο που θα είναι καλύτερος για τον καθένα.
Θέλω να κλείσω με ένα παράδειγμα από το παρελθόν. Το 1942, μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ουίλιαμ Μπέβεριτζ δημοσιοποίησε τη γνωστή αναφορά του με την οποία περιέγραφε πώς έπρεπε να αντιμετωπίσει η Βρετανία τις πέντε γιγαντιαίες κακοδαιμονίες, όπως τις αποκάλεσε. Η περίφημη Αναφορά Μπέβεριτζ βοήθησε το Ηνωμένο Βασίλειο να γίνει μια καλύτερη χώρα μετά τον πόλεμο – και να αποκτήσει μεταξύ άλλων ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας, αυτό που σώζει τόσες ζωές σήμερα. Και ο θεσμός του οποίου προΐσταμαι, το ΔΝΤ, δημιουργήθηκε την εποχή εκείνη, στη Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς.
Λοιπόν, τώρα είναι η στιγμή για να τολμήσουμε – και να χρησιμοποιήσουμε όλη τη δύναμη που διαθέτουμε – να αλλάξουμε σελίδα. Σε ό,τι φορά το ΔΝΤ, διαθέτουμε μια οικονομική ισχύ ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων και μια τεράστια προσήλωση σε ό,τι αφορά τους στόχους μας.
Αυτή είναι η στιγμή να αποφασίσουμε ότι η Ιστορία θα περιγράψει τη σημερινή εποχή ως τη Μεγάλη Επανεκκίνηση, όχι ως τη Μεγάλη Ανατροπή. Και θέλω να πω δυνατά και καθαρά ότι το καλύτερο μνημείο που μπορούμε να ανεγείρουμε σε όσους έχασαν τη ζωή τους στην πανδημία είναι να οικοδομήσουμε έναν κόσμο που θα είναι πιο πράσινος, πιο έξυπνος και πιο δίκαιος».

