Ακριβώς σαν σήμερα, πριν εκατό χρόνια, «την ενδεκάτην ώρα, της ενδεκάτης ημέρας, του ενδεκάτου μήνα», στις 11 Νοεμβρίου δηλαδή του 1918, τέθηκε σε ισχύ ενώ είχε υπογραφεί λίγες ώρες νωρίτερα (στις 5.12 π.μ.) σ’ ένα βαγόνι τρένου (βαγόνι 2419D) στο Κομπιέν (Compiegne) της Γαλλίας η Ανακωχή/ Συνθηκολόγηση (Armistice) με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Μεγάλος Πόλεμος. Συνθηκολόγηση ιδιαίτερα ταπεινωτική για τη Γερμανία (όπως και η Συνθήκη των Βερσαλλιών που ακολούθησε). Στις 10.59 ακριβώς έπεσε ο τελευταίος νεκρός του πολέμου, ο Αμερικανός Henry Gunther. Ολη η Ευρώπη θυμάται και τιμά την επέτειο (η Ελλάδα όχι και τόσο, καθώς οι συνθήκες που επικράτησαν τότε, διχασμός κλπ., δεν της επέτρεψαν να βιώσει με την ίδια λογική το τέλος του πολέμου). Και η Ευρώπη αλλά και ο κόσμος συνολικά προσπαθεί να αντλήσει μαθήματα από την τραγωδία του A’ Παγκοσμίου Πολέμου και να εντοπίσει ενδεχόμενες αναλογίες με τη σημερινή αβέβαιη ευρωπαϊκή και παγκόσμια πραγματικότητα. Και δυστυχώς υπάρχουν ορισμένες σημαντικές,  δυσοίωνες αναλογίες. Ειδικότερα:
Πρώτον, η Ευρώπη «υπνοβάτησε» στον πόλεμο χωρίς να το πολυκαταλάβει. Οπως γράφει ο ιστορικός Christopher Clark (Sleepwalkers, How Europe Went to War in 1914 – Οι Υπνοβάτες, Πώς η Ευρώπη πήγε στον πόλεμο το 1914, Penguin, 2013), «η ευρωπαϊκή ήπειρος ζούσε ειρηνικά το πρωί της Κυριακής 28 Ιουνίου 1914 όταν ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος και η σύζυγός του Σοφία Τσόρεκ έφθασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Σαράγεβο (όπου και δολοφονήθηκαν, δολοφονία που αποτέλεσε την αφορμή του πολέμου). Τριανταοκτώ ημέρες αργότερα η Ευρώπη είχε παραδοθεί στον πόλεμο. Η σύγκρουση που ξεκίνησε εκείνο το καλοκαίρι κινητοποίησε 65 εκατομμύρια στρατιωτικές δυνάμεις, κατέστρεψε τρεις αυτοκρατορίες και προκάλεσε συνολικά 37 εκατομμύρια νεκρούς και τραυματίες. Ολες οι φρικαλεότητες που ακολούθησαν στην Ευρώπη του 20ού αιώνα ξεπήδησαν μέσα απ’ αυτόν τον πόλεμο». Με άλλα λόγια, στις αρχές του 1914 τίποτα φαινομενικά δεν «προανήγγελλε» μια αιματηρή σύγκρουση στην Ευρώπη. Η ήπειρος ήταν παραδομένη στον «ευτυχή εφησυχασμό της». Κι όμως.
Αυτό διδάσκει το πόσο εύκολα τελικά η Ευρώπη μπορεί να διολισθήσει στη σύγκρουση εάν κάποιες βασικές προϋποθέσεις ειρήνης και σταθερότητας εκλείψουν. Και η βασική προϋπόθεση σταθερότητας στη σημερινή Ευρώπη λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση και βαθύτερη ενοποίηση ως το αντίδοτο στον τοξικό  εθνικισμό που συνιστά την κύρια πηγή των συγκρούσεων στην Ηπειρο. Και το εξόχως δυσοίωνο στοιχείο/αναλογία  είναι ακριβώς η άνοδος του ακροδεξιού εθνικισμού στον ευρωπαϊκό χώρο, εθνικισμού που έχει κύριο σημείο αναφοράς την εχθρότητα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση και την επιστροφή στο αυταρχικό εθνικό κράτος και την ανεξέλεγκτη κυριαρχία του ακόμα και με την κατάλυση των φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών και αξιών. Τα σχετικά συμπτώματα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, χώρες πρώην Αν. Ευρώπης, κ.ά.) είναι ανησυχητικά, αλλά χωρίς αμφιβολία η βαθμιαία μετατόπιση της Γερμανίας προς τον εθνικισμό (όπως καταγράφεται και στα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα) είναι η τάση που προβληματίζει περισσότερο την Ευρώπη και για τους αυτονόητους λόγους.
Δεύτερον, μια άλλη ανάγνωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου λέγει ότι ο πόλεμος αυτός προέκυψε ως αποτέλεσμα της «θουκυδίδειας παγίδευσης». Η άνοδος δηλαδή μιας νέας δύναμης – Γερμανίας – που απείλησε την πρωτοκαθεδρία μιας ήδη κυρίαρχης δύναμης – Μ. Βρετανίας (όπως ακριβώς ερμήνευσε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ο Θουκυδίδης – άνοδος Αθήνας εις βάρος της Σπάρτης) κατέληξε στον πόλεμο. Ο καθηγητής Graham Allison (στο πολυσυζητημένο βιβλίο του Destined for War, Can America and China Escape Thucydide’s Trap?) βλέπει μια εφιαλτική αναλογία σήμερα, καθώς η ανερχόμενη υπερδύναμη Κίνα φαίνεται να απειλεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στην οποία πολλοί μιλούν ήδη για την ανάγκη αναχαίτισής της. Θα αποφευχθεί η σύγκρουση; Εάν η ανθρωπότητα διδάσκεται κάτι από την Ιστορία και ιδιαίτερα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα (πρέπει να) αποφευχθεί. Αν όχι τίποτα άλλο, τα πυρηνικά όπλα έχουν προστεθεί στην ολέθρια εξίσωση των συγκρούσεων. Αλλά διδάσκεται;
Τρίτον, η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 σήμανε και την αρχή του τέλους του πρώτου μεγάλου κύματος παγκοσμιοποίησης. Ο τερματισμός όμως του πολέμου το 1918 δεν ανέκοψε τη διαδικασία αποπαγκοσμιοποίησης. Αντίθετα, η διαδικασία συνεχίστηκε στα αμέσως επόμενα χρόνια, και κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1930. Οπως γράφει ο καθηγητής Harold James (The End of Globalization – Lessons from the Great Depression), το τέλος της παγκοσμιοποίησης στη δεκαετία του 1930 με την επικράτηση του προστατευτισμού συνοδεύθηκε από την άνοδο των ακραίων πολιτικών ρευμάτων, φασισμού, ναζισμού κ.ά., με τελική κατάληξη τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάτι παρόμοιο δεν αποκλείει δε να επαναληφθεί και σήμερα, καθώς έχουμε μπει σε μια νέα διαδικασία αποπαγκοσμιοποίησης και προστατευτισμού με όλα τα άλλα δυσάρεστα ακραία συνοδευτικά φαινόμενα (εθνικισμός, αυταρχισμός, κ.ά.) και με βασικό πρωταγωνιστή τις Ην. Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ.
Συνοπτικά, οι δυσοίωνες αναλογίες του σήμερα με το σκοτεινό ευρωπαϊκό παρελθόν είναι δυστυχώς υπαρκτές. Αλλά τίποτα δεν είναι και αναπόφευκτο. Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται εάν τα μαθήματά της βεβαίως στοιχειωδώς διδάσκουν κάτι…
Και η ειρωνεία της ημέρας: η επέτειος της Ανακωχής τιμάται με ξεχωριστό τρόπο στο Ην. Βασίλειο, με όλους σχεδόν τους πολίτες, από τη βασίλισσα μέχρι τον απλό άνθρωπο του δρόμου, να φορούν στο πέτο την παπαρούνα ως σύμβολο της φριχτής αιματοχυσίας του Μεγάλου Πολέμου. Και με σειρά εκδηλώσεων, κυρίως συναυλιών (Armistice Day Concerts). Σε μια από αυτές θα είναι και ο γράφων ακούγοντας το «War Requiem» του Benjamin Britten, το κοντσέρτο για τσέλο του Edward Elgar και το «Dona Nobis Pacem» του Ralph Vaughan Williams, μουσικά έργα-κραυγή, έκκληση για ειρήνη, ενότητα, αρμονία στην Ευρώπη και στον κόσμο, ελάχιστους μήνες πριν από τον παραλογισμό και την έσχατη ειρωνεία του Brexit! Ενώ η Βρετανία θυμάται, ταυτόχρονα ξεχνά…
Τίποτα δεν είναι τελικά αναπόφευκτο, ακόμα και μια νέα υπνοβασία της Ευρώπης…
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS.