Η περασμένη Δευτέρα δεν ήταν μια συνηθισμένη ημέρα. Είχε προηγηθεί η Κυριακή των εκλογών και ένα αποτέλεσμα που περιλάμβανε έναν θρίαμβο και μια πανωλεθρία μαζί, το οποίο κανένας δεν είχε προβλέψει.

Μια ημέρα παραδόξως κανονική…

Κι όμως, ήταν μια ημέρα παραδόξως κανονική. Εκλογές βράδυ. Αλλά Δευτέρα πρωί. Κανένας δεν φάνηκε να ξενύχτησε για να πανηγυρίσει. Αλλά και κανένας δεν φαίνεται να έχασε τον ύπνο του για να μοιρολογήσει. Οι πολίτες άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα τη μία ημέρα αλλά την επομένη είχαν ήδη κλείσει τους λογαριασμούς τους με τις κάλπες. Είχαν ήδη αφήσει τον ψηφοφόρο για να επιστρέψει ο καθένας στη δική του κανονικότητα ως εργαζόμενος, συνταξιούχος, φοιτητής ή οτιδήποτε άλλο. Εντέλει, στη δική του ζωή.

Ενδεχομένως το αποτέλεσμα των εκλογών να εξηγείται από αυτό το πνεύμα των καιρών. Η Δευτέρα είχε τους συνήθεις θορύβους της καθημερινότητας, αλλά πολιτικά ήταν μάλλον βουβή. Μπορεί να μη γινόταν αλλιώς. Είχε ειπωθεί ήδη πως αυτές οι εκλογές ήταν βουβές, έμειναν μόνο κάποιοι να νοσταλγούν τα πάθη άλλων εποχών, τις πλαστικές σημαίες, τις μεγάλες συγκεντρώσεις, τα μονόχρωμα καφενεία.

Ακόμη όμως και ο εξωραϊσμός του παρελθόντος αποδείχθηκε ασύμμετρος με το παρόν – πολλώ δε μάλλον η επανάληψή του. Κι αυτός που το κατάλαβε κέρδισε. Ακόμη περισσότερο, θριάμβευσε. Και θριάμβευσε επειδή απέναντι σε αυτόν που δεν ήθελε να ταράξει κανέναν προκρίνοντας το καθησυχαστικό αφήγημα της σταθερότητας βρέθηκε κάποιος που έκανε διαρκή θόρυβο, μια συνεχή βαβούρα με κυβερνήσεις ηττημένων, ανοχής, ειδικού σκοπού και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο νους.

Κραδασμοί, ρωγμές και αντοχές

Αυτή είναι η εξήγηση για έναν πολιτικό σεισμό που όλοι ένιωσαν, αλλά ελάχιστους ταρακούνησε. Ο σεισμός όμως δεν παύει να είναι σεισμός. Να προκαλεί κραδασμούς, να αφήνει ρωγμές, να δοκιμάζει αντοχές, να απαιτεί αυτοψίες όχι μόνο στα οικοδομήματα που κατέρρευσαν αλλά και σε εκείνα που βγήκαν πιο ενισχυμένα από τη δοκιμασία της δόνησης. Και ασφαλώς να γεννά ερωτήματα.

Αξίζει να απαντηθεί, για παράδειγμα, εάν ο θρίαμβος της ΝΔ δημιουργεί συνθήκες «απόλυτης ηγεμονίας» για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όπως θέλει το μετεκλογικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ. Οπως επίσης εάν έδυσε το άστρο του Αλέξη Τσίπρα, αν μπορεί να υπάρξει ένας ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον «μεσσία» του ή εάν για το ΠαΣοΚ του Νίκου Ανδρουλάκη διαφαίνεται στον ορίζοντα η προοπτική της ολικής επαναφοράς. Οπως και εάν το ΚΚΕ του Δημήτρη Κουτσούμπα, ο οποίος είδε τα ποσοστά του να αυξάνονται, δημιουργεί μια βάση ψηφοφόρων πέραν των πιστών της κομματικής ορθοδοξίας.

Τα ερωτήματα, ωστόσο, δεν περιορίζονται στην περιοχή της λεγόμενης σκληρής πολιτικής. Στις εκλογές αυτές μπήκαν στο μικροσκόπιο, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, πρώτα οι δημοσκόποι που, όπως κατήγγειλαν, μετρούσαν σε συνθήκες εκφοβισμού τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. Επειτα, οι πάσης φύσεως διασημότητες που δοκίμασαν την τύχη τους στην κάλπη και δεν βρήκαν για πρώτη φορά τη θέση τους στη Βουλή, αλλά «μαυρίστηκαν» και αποδόθηκαν πίσω στην ψυχαγωγία. Και, τέλος, οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που επέμεναν να καλλιεργούν ένα κλίμα εχθροπάθειας.

Το τέλος(;) των διχασμών

Εχει νόημα επομένως να αναρωτηθεί κανείς γιατί τα σόσιαλ μίντια, παρά την υποτιθέμενη απήχησή τους, λειτούργησαν περισσότερο σαν ένα γαλατικό χωριό τοξικότητας παρά σαν ένα μαζικό μέσο επηρεασμού της κοινής γνώμης. Ή – μιας και τα σόσιαλ μίντια είναι ο εποχικός κυρίαρχος του παιχνιδιού της επικοινωνίας – γιατί το Τwitter έμεινε μόνο του με το δηλητήριό του, ενώ το TikTok με τα χαλαρά του βιντεάκια αποδείχθηκε πολύ πιο επιδραστικό.

Ισως και αυτή η απάντηση να βρίσκεται σε αυτή τη νέα κανονικότητα μιας κοινωνίας που θυμάται πια τον τελευταίο της διχασμό, όχι και πολύ μακρινό, σαν μια πικρή εμπειρία. Ισως να βρίσκεται σε αυτή την ασυνήθιστη ημέρα που όμως δεν ήταν παρά Δευτέρα πρωί.