Στον Κάμπο, σε ένα πανέμορφο αρχοντικό, στεγάζεται το Μουσείο Citrus – Αρωμα μνήμης. Αυτό αναδεικνύει τον ρόλο των εσπεριδοειδών στην εμπορική άνθηση της Χίου τους προηγούμενους αιώνες. Αποτελεί έναν εκθεσιακό χώρο όπου ο επισκέπτης μπορεί να ενημερωθεί για την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, τις μεθόδους παραγωγής, τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν, τις ποικιλίες και τα ιδιαίτερα στοιχεία που κάνουν τα μανταρίνια και τα άλλα φρούτα ξεχωριστά. Ακόμη, μπορεί κανείς να πληροφορηθεί για τους ανθρώπους που αποτέλεσαν τον κεντρικό παράγοντα για την άνθηση του μοναδικού μύθου των μανταρινιών και πορτοκαλιών και τις εμπορικές συναλλαγές από τις αρχές του 15ου αιώνα προς τη Μικρά Ασία.
Επιπρόσθετα, το πιο εντυπωσιακό από όλη τη διαδικασία παραγωγής ήταν η συσκευασία που γινόταν στις αποθήκες των εμπόρων. Κάθε μανταρίνι τυλιγόταν με χαρτί περιτυλίγματος και στη συνέχεια τοποθετούνταν σε ειδικά ξύλινα καφάσια. Το χάρτωμα ήταν μια ανακάλυψη των καμπούσων καλλιεργητών, προκειμένου να συντηρηθούν τα φρούτα. Η συγκεκριμένη μέθοδος δεν αξιοποιήθηκε σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδος.Τώρα πλέον τα εσπεριδοειδή της Χίου, δηλαδή πορτοκάλια, μανταρίνια και λεμόνια, έχουν χάσει την αξία τους, οι τιμές που δίνονται είναι εξευτελιστικές και δεν συμφέρει κανέναν να καλλιεργήσει. Ακόμη και τα ονομαστά μανταρίνια με την απίθανη μυρωδιά και γεύση δεν πωλούνται. Πιθανόν να ευθύνεται η ιδιομορφία των κτημάτων που δεν μπορούν να καλλιεργηθούν μαζικά για να μειωθεί το κόστος, αλλά και οι καμπούσοι ιδιοκτήτες που δεν θέλουν να βάλουν ξένους ανθρώπους μες στα σπίτια τους, όπως μια εταιρεία που να αναλάβει την καλλιέργεια, τη συγκομιδή και την εξαγωγή. Βέβαια, παίζει ρόλο και το ότι τα περισσότερα δέντρα είναι πορτοκαλιές, όπου το κόστος συγκομιδής, λόγω του ύψους των δέντρων και της μεταφοράς, είναι ασύμφορο και επιπλέον στην ηπειρωτική Ελλάδα καλλιεργούνται καλύτερες ποικιλίες, όπως τα μέρλιν.