Αντιμέτωπος με το ύστατο υπαρξιακό δίλημμα για τον ίδιο και την κυβέρνησή του θα βρεθεί τις επόμενες εβδομάδες ο Αλέξης Τσίπρας.
Με την τέταρτη αξιολόγηση σε εξέλιξη και ένα εκρηκτικό πολιτικό κλίμα στο εσωτερικό της χώρας, ο Πρωθυπουργός καλείται να λάβει αποφάσεις για τους τρόπους με τους οποίους θα επιτύχει όσα φιλόδοξα έχει περιγράψει.
Ο κ. Τσίπρας και η ομάδα περί αυτόν θα πρέπει πολύ σύντομα να έχουν αποφασίσει: είτε θα υπηρετήσουν στο έπακρο και θα υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, προκειμένου έως το Eurogroup της 21ης Ιουνίου να έχουν ολοκληρωθεί όλα τα προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης και να προχωρήσουν στην έξοδο από το Μνημόνιο, είτε θα υποχωρήσουν υπό τον φόβο της πολιτικής φθοράς και θα επιχειρήσουν να καταστρώσουν ένα σχέδιο Β, αρνούμενοι να λάβουν νέες επιζήμιες αποφάσεις και θα επιλέξουν το γνωστό παιχνίδι της καθυστέρησης και της μικροκομματικής διαχείρισης.
Οριστικές αποφάσεις έως και τη στιγμή αυτή δεν έχουν ληφθεί. Ομως οι τάσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης είναι ορατές εδώ και εβδομάδες και αρχίζουν να αποκαλύπτονται τόσο σε επίπεδο συζητήσεων όσο και ενεργειών.

Η σιωπή του Τσακαλώτου

Πολλοί έχουν επισημάνει κατά το πρόσφατο διάστημα την απουσία του υπουργού Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτου από τη δημόσια αντιπαράθεση. Από την επιλογή του να μην παραστεί στο Συνέδριο των Δελφών έως και τη σιωπή του όσο φούντωνε η συζήτηση περί καθαρής ή μη εξόδου από το Μνημόνιο, πολλοί ήταν εκείνοι που διέκριναν μια αποστασιοποίηση από τις πολιτικές της ομάδας του Μεγάρου Μαξίμου.
Η στάση αυτή συνέπεσε με τη στρατηγική απόφαση της ομάδας περί τον κ. Τσίπρα να επενδύσει πολιτικά στο σενάριο της μετωπικής σύγκρουσης με την αντιπολίτευση, με όπλο την υπόθεση Novartis. Τα πολιτικά πάθη υποδαυλίστηκαν, τα σενάρια αποσταθεροποίησης επανήλθαν στη συζήτηση εντός και εκτός χώρας και η ομαλή πορεία έως την έξοδο από το πρόγραμμα και την ευκαιρία της κυβέρνησης να χτίσει μια επιχειρηματολογία επιστροφής στην κανονικότητα υπονομεύτηκε.
Ολα αυτά συνέπεσαν με την εκδήλωση επιφυλάξεων εκ μέρους των πιστωτών και της τρόικας ως προς τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης. Η αντίληψη ότι στόχος του κ. Τσίπρα είναι για μία ακόμη φορά να ροκανίσει τον χρόνο υποσχόμενος παροχές, αυξήσεις και αξιοποίηση των πλεονασμάτων και των «μαξιλαριών» για εξυπηρέτηση εκλογικών σκοπιμοτήτων άρχισε να κυριαρχεί και να εκφράζεται. Οι πλέον πρόσφατες ενδείξεις ήταν οι απαιτήσεις του ΔΝΤ για επίσπευση των μειώσεων του αφορολογήτου και των συντάξεων από 1/1/2019 και η ανεπίσημη διαρροή διά του Τύπου των διαθέσεων της Επιτροπής, σύμφωνα με τις οποίες «έχουμε μιλήσει για ολοκλήρωση του προγράμματος, όχι για καθαρή έξοδο». Υπό αυτές τις συνθήκες, οι επιδιώξεις του κ. Τσακαλώτου έχουν αρχίσει να απειλούνται, με τους σχεδιασμούς του Πρωθυπουργού να παραμένουν ασαφείς.
Το μεγάλο ερώτημα στο σημείο που έχουν περιέλθει η χώρα και η κυβέρνηση είναι τι πραγματικά επιδιώκει η ομάδα Τσίπρα, με ποιον τρόπο θα το επιτύχει και ποια ιεράρχηση προτεραιοτήτων υπηρετεί. Η σκανδαλολογία και η ποινικοποίηση κάθε πολιτικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας των προηγούμενων περιόδων είναι κατά προφανή τρόπο το πρώτο θέμα στην καθημερινή δράση των κυβερνητικών στελεχών.
Κατά τις εκτιμήσεις κομματικών παραγόντων, πρόκειται για έναν σχεδιασμό τον οποίο ο κ. Τσίπρας πιστεύει και είναι διατεθειμένος να τον φτάσει μέχρι τέλους, με την παραίνεση και τη συμβολή του διδύμου Δ. ΠαπαγγελόπουλουΒασιλικής Θάνου.
Παρά ταύτα, η επιλογή αυτή έχει ήδη προκαλέσει αμηχανία και επιφυλάξεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης και της ΚΟ, ενώ μετά και την αποχώρηση της αντιπολίτευσης από την Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης της υπόθεσης Novartis τείνει να εξελιχθεί σε φιάσκο και μάλιστα πολύ νωρίτερα από ό,τι κάποιοι υπολόγιζαν.

«Αδύνατον να μειώσουμε συντάξεις το ’19»

Οι εξελίξεις αυτές συνδυάζονται με την ευκαιρία που αναζητούν κομματικά στελέχη προκειμένου να πείσουν τον κ. Τσίπρα να καταστρώσει μια διαφορετική στρατηγική εν όψει εκλογών, ακόμη και αν αυτές γίνονταν με την ολοκλήρωση της θητείας της κυβέρνησης το φθινόπωρο του 2019.
Εμπειροι κομματικοί παράγοντες επισημαίνουν τις τελευταίες ημέρες κάτι το οποίο διαφαίνεται ότι θα εκδηλωθεί όσο θα προχωρεί η τέταρτη αξιολόγηση. Οπως λένε: «Είναι δυνατόν να ψηφίσουμε μειώσεις συντάξεων από το ’19; Ή μήπως είναι δυνατόν να αποδεχθούμε πλεονάσματα 3,5% έως το 2022; Αυτά πρέπει να τεθούν στη διαπραγμάτευση, μόνο έτσι μπορούμε να κερδίσουμε κάτι».
Από τα λόγια αυτά γίνεται αντιληπτό ότι κάποιοι στον στενό κομματικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ οραματίζονται μια νέα διαπραγμάτευση προτού λήξει το τρέχον πρόγραμμα. Και σε αυτή την κατεύθυνση θα ασκηθούν πιέσεις προς την πλευρά του κ. Τσίπρα, ο οποίος ήδη έχει δώσει ένα πρώτο δείγμα γραφής στην πρόσφατη ομιλία του στους Δελφούς. Εκεί, μεταξύ άλλων, μίλησε για «τη δυνατότητα να θέτουμε τα δικά μας μεταρρυθμιστικά προτάγματα με βάση τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και με βάση τις απόψεις που κάθε φορά διαμορφώνονται στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο και κερδίζουν την πλειοψηφία της προτίμησης του ελληνικού λαού».

Η «σχετικά καθαρή έξοδος» και το χρέος

Με επόμενο σταθμό την 21η Ιουνίου και την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης, στο εσωτερικό της κυβέρνησης αναζητούνται απαντήσεις για τις στρατηγικές επιλογές εν όψει εκλογών. Με τις εκκρεμότητες ανοιχτές, ο κ. Τσίπρας έχει να επιλέξει μεταξύ απαρέγκλιτης εφαρμογής όσων έχουν συμφωνηθεί ή όσων ενδεχομένως ζητηθούν και μιας νέας διαπραγμάτευσης.

Από τους υπαινιγμούς των δανειστών αρχίζει να γίνεται σαφές ότι όσο η κυβέρνηση θα αρνείται την πιστοληπτική γραμμή τόσο θα αυξάνεται η επιφυλακτικότητα για τις πραγματικές της διαθέσεις να προωθήσει μεταρρυθμίσεις. Και όσο θα συμβαίνει αυτό, τόσο θα υπονομεύεται η πιθανότητα μιας συζήτησης για την ελάφρυνση του χρέους.
Τις τελευταίες ημέρες έχει ήδη επιχειρηθεί να μετριαστεί η ένταση της συζήτησης περί καθαρής εξόδου (για «σχετικά καθαρή έξοδο» μίλησε η υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου την προηγούμενη εβδομάδα σε τηλεοπτική της εμφάνιση), όμως στο τραπέζι βρίσκονται και άλλες επιλογές. Μία από αυτές προβλέπει και τη διαπραγμάτευση για παράταση του προγράμματος, προκειμένου να μετατεθούν χρονικά οι πολιτικά επώδυνες αποφάσεις και μαζί το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών. Μια άλλη οδηγεί στην επιμονή της «καθαρής εξόδου», προκειμένου να διευκολυνθούν προεκλογικές παροχές. Οπως όμως σημειώνουν πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, ένας τέτοιος συνδυασμός θα προσέκρουε στη δυσπιστία των αγορών, από τις οποίες η χώρα θα ζητήσει χρηματοδότηση, και θα προκαλούσε περισσότερα αδιέξοδα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ