«Διπλή» αυστηρή επιτήρηση, η οποία θα τεθεί σε ισχύ μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο, σχεδιάζεται σε Βρυξέλλες και Φρανγκφούρτη φέροντας σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση. Το σχέδιο βασίζεται σε ενισχυμένη εποπτεία από την Κομισιόν και τον ESM με δημοσιονομικούς όρους, η οποία θα συνδεθεί τόσο με τα κεφάλαια που θα μας δώσει ο ESM για να ενισχύσουν το «μαξιλάρι» ρευστότητας του Ελληνικού Δημοσίου όσο και με τις παρεμβάσεις ελάφρυνσης του χρέους που θα εφαρμόζονται με ρήτρα μεταρρυθμίσεων. Η δε επισημοποίησή του θα ακυρώσει σε μεγάλο βαθμό το κυβερνητικό αφήγημα για… καθαρή έξοδο.

Το αφήγημα δεν βγαίνει

Το τελευταίο διάστημα Μαξίμου και υπουργείο Οικονομικών έχουν ρίξει τους τόνους όσον αφορά την ευχέρεια κινήσεων που θα έχει η Αθήνα την επόμενη (της εξόδου από το πρόγραμμα) ημέρα. Και αυτό καθώς έχουν λάβει σαφή μηνύματα πως σε τεχνοκρατικό επίπεδο οι εταίροι ετοιμάζουν ένα νέο μοντέλο επιτήρησης… κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Ελλάδας, πέρα από τους κανόνες που ισχύουν ακόμα και για τις χώρες που βγήκαν από μνημόνια. Η χώρα μας θα συνεχίσει να αντιμετωπίζεται ως ειδική περίπτωση για τρεις βασικούς λόγους:
Ο πρώτος έχει να κάνει με το «βεβαρημένο παρελθόν» της, καθώς κατ’ επανάληψη τα προηγούμενα χρόνια μεταρρυθμίσεις καθυστέρησαν ή δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Στις Βρυξέλλες φοβούνται μια «οπισθοδρόμηση» και έχουν θορυβηθεί από τις εξαγγελίες για φοροελαφρύνσεις πολύ προτού υπάρξει καθαρή εικόνα για τη δημοσιονομική πορεία του 2018. Ανησυχούν για το κατά πόσον η κυβέρνηση θα παραμείνει πιστή στο μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων και υπενθυμίζουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να παραμείνει στα επίπεδα του 3,5% ως το 2022.
Ο δεύτερος σχετίζεται με το ενδεχόμενο εισόδου της Ελλάδας σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο με βουλευτικές το 2019 ή και νωρίτερα αν ο Αλέξης Τσίπρας επιλέξει την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες και εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2020.
Ο τρίτος έχει να κάνει με το υπέρογκο δημόσιο χρέος, η εξυπηρέτηση του οποίου σε ενδεχόμενη αρνητική συγκυρία αύξησης επιτοκίων μπορεί να οδηγήσει σε νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Γι’ αυτό και οι εταίροι ετοιμάζουν ένα νέο «πακέτο» με μακροχρόνιο χρονοδιάγραμμα μεταρρυθμίσεων και αυστηρούς κανόνες επιτήρησης που θα σχετίζεται τόσο με το ταμειακό «μαξιλάρι» όσο και με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Στο υπουργείο Οικονομικών γνωρίζουν πλέον πως οποιαδήποτε λύση για το χρέος κι αν επιλεγεί θα συνοδευθεί από προαπαιτούμενα με την υλοποίηση των οποίων θα συνδεθούν τα μέτρα ελάφρυνσης.

Σενάριο για «έξοδο» του ΔΝΤ

Δύσκολη κάνει τη… ζωή του Ευκλείδη Τσακαλώτου το ΔΝΤ, το οποίο επιμένει να έλθει έναν χρόνο νωρίτερα (τον Ιανουάριο του 2019) η μείωση του αφορολογήτου ώστε να εφαρμοστεί ταυτόχρονα με τις περικοπές στις συντάξεις. Επειδή όμως οι αποφάσεις για το αφορολόγητο και τα άλλα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής του επόμενου έτους αναμένεται να ληφθούν μετά το Eurogroup της 21ης Ιουνίου, η Αθήνα ευελπιστεί ότι και με τη σύμφωνη γνώμη της ευρωζώνης το Ταμείο δεν θα μπει ποτέ στο ελληνικό πρόγραμμα.

«Δεν θα έχει νόημα η συμμετοχή του στο πρόγραμμα για κάτι παραπάνω από έναν μήνα»
ανέφερε μιλώντας προς «Το Βήμα» ευρωπαίος αξιωματούχος. Αλλωστε και ο επίτροπος Μοσκοβισί την προηγούμενη εβδομάδα έστειλε μήνυμα στο ΔΝΤ ζητώντας απ’ όλες τις πλευρές «να βλέπουν τα πραγματικά οικονομικά στοιχεία όταν θα κοιτάζουν την Ελλάδα».
Στην Κομισιόν εκτιμούν ότι μακροοικονομικές προβλέψεις του Ταμείου τις περισσότερες φορές έχουν διαψευστεί.
Το ζήτημα συμμετοχής ή όχι του ΔΝΤ αναμένεται να ξεκαθαρίσει όταν εκφραστεί και η θέση της νέας γερμανικής κυβέρνησης, η οποία κατά το παρελθόν έχει συστρατευθεί με το Ταμείο τουλάχιστον ως προς το σκέλος των δημοσιονομικών μέτρων, ενώ έχει διαφωνήσει ανοιχτά για τη βιωσιμότητα του χρέους. Σε κάθε περίπτωση πάντως (με ή χωρίς το ΔΝΤ), η κυβέρνηση διαμηνύει ότι δεν προτίθεται να συναινέσει σε πρόωρη συρρίκνωση του αφορολόγητου ορίου ενώ δεν κρύβει ότι στους σχεδιασμούς της για τη μεταμνημονιακή εποχή είναι το μέτρο αυτό να μην τεθεί σε εφαρμογή ούτε το 2020.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ