«Η χρηματοδότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από τον έκτακτο μηχανισμό ELA θα συνεχισθεί όσο οι ελληνικές τράπεζες είναι φερέγγυες και παρέχουν τα κατάλληλα ενέχυρα» δήλωσε την περασμένη Τετάρτη από τη Φρανκφούρτη ο Μάριο Ντράγκι κατά την επεισοδιακή συνέντευξη Τύπου. Βεβαίως ο πρόεδρος της ΕΚΤ είπε το αυτονόητο, διότι από το καταστατικό της η Ευρωτράπεζα χρηματοδοτεί μόνο φερέγγυες τράπεζες. Ομως επειδή κάθε λέξη στις δηλώσεις του έχει σημασία και είναι προσεκτικά επιλεγμένη –άλλωστε για τον λόγο αυτόν διαβάζει τις δηλώσεις του, όπως όταν δέχθηκε την επίθεση με κομφετί από την 21χρονη ακτιβίστρια Γιοζεφίνε Βιτ – η αγορά εκτιμά ότι ήθελε να στείλει ένα μήνυμα.
Σύμφωνα με κορυφαίο τραπεζίτη, ο Μάριο Ντράγκι δεν αναφερόταν στην παρούσα κατάσταση, ούτε στην περίπτωση που τα πράγματα παραμείνουν ως έχουν. «Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες είναι φερέγγυες και θα παραμείνουν αν δεν αλλάξει κάτι προς το χειρότερο» αναφέρει. Σύμφωνα με τον ίδιο, αναφερόταν στο ενδεχόμενο, που συζητείται πλέον ευρέως, πτώχευσης εντός του ευρώ. Διότι σε περίπτωση πτώχευσης εκτός ευρώ «δεν τίθεται θέμα φερεγγυότητας». Οι τράπεζες θα πτωχεύσουν μαζί με το Δημόσιο.
Ο Μάριο Ντράγκι λοιπόν με τη δήλωσή του θεωρείται ότι έστειλε μήνυμα ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί τις τράπεζες ακόμη και αν το Δημόσιο προσωρινά δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις δανειακές του υποχρεώσεις. Αφησε δηλαδή ανοικτό το ενδεχόμενο να πτωχεύσουμε εντός ευρώ. Το θέμα έφερε στο προσκήνιο την περασμένη εβδομάδα η γερμανική εφημερίδα «Die Zeit», όταν δημοσίευσε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες το Βερολίνο επεξεργάζεται σχέδιο για πιθανή πτώχευση της Ελλάδας εντός ευρώ με προϋποθέσεις. Η ανησυχία αυτή προκαλείται από την περιορισμένη ρευστότητα, η οποία ίσως υποχρεώσει την κυβέρνηση να σταματήσει την εξυπηρέτηση των διεθνών υποχρεώσεών της.
Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών πάντως αρνήθηκε να σχολιάσει το δημοσίευμα, δηλαδή ούτε το διέψευσε ούτε το επιβεβαίωσε. Από την άλλη, πηγές της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρουν ότι «δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
Ο εγκλωβισμός της κυβέρνησης


Το ενδεχόμενο η Ελλάδα να βρεθεί σε σημείο που να μην μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στο εξωτερικό προέρχεται από την πολιτική της κυβέρνησης που έχει εγκλωβίσει τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα μεταξύ των προεκλογικών του υποσχέσεων και των σκληροπυρηνικών του κόμματός του και των πιστωτών. Η άρνηση της κυβέρνησης να ολοκληρώσει την πέμπτη αξιολόγηση και η εμμονή στην πολιτική διαπραγμάτευση απέκλεισαν το ενδεχόμενο επιστροφής στις αγορές και χρηματοδότησης μέσω της βοηθητικής γραμμής ECCL. Με τη χώρα αποκλεισμένη από τις αγορές, η μόνη πηγή χρηματοδότησης τα επόμενα χρόνια είναι ένα νέο πακέτο βοήθειας από τους πιστωτές. Με δεδομένη την επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας από την προκήρυξη της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας τον περασμένο Νοέμβριο και όσων ακολούθησαν, η προσαρμογή που πρέπει να κάνει τώρα η χώρα και ο συνολικός λογαριασμός είναι πολύ μεγαλύτερα από τους αρχικούς υπολογισμούς. Εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί ένα νέο πακέτο ύψους 35-40 δισ. ευρώ ή και ακόμη μεγαλύτερο για τα επόμενα τρία-τέσσερα χρόνια.
Στην παρούσα συγκυρία είναι πολύ δύσκολο για τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να πάρουν σχετική έγκριση από τα κοινοβούλιά τους. Οπως επισημαίνει σε ανάλυσή της για την Ελλάδα η Nomura, με δεδομένο ότι το 2015 υπάρχουν εκλογές σε Ισπανία (περιφερειακές και εθνικές), Πορτογαλία (εθνικές), Φινλανδία (εθνικές), Ολλανδία (Γερουσία), Γερμανία (εκλογές στο κρατίδιο της Βρέμης) και στην Ιρλανδία (εθνικές) στις αρχές του 2016, αλλά και με δεδομένα τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν Γαλλία και Ιταλία είναι πολύ δύσκολο τα κοινοβούλια των χωρών αυτών να συναινέσουν σε νέα χρηματοδοτική βοήθεια για την Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, οι Ευρωπαίοι έχουν κουραστεί από το ελληνικό ζήτημα. Αρχικά με τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος «έσκιζε» τα μνημόνια, και τώρα με την κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία «παίζει κρυφτό» με τα τεχνικά κλιμάκια και καταθέτει ανεπαρκή και ατεκμηρίωτα μέτρα, έχουν φτάσει στα όριά τους.
Αυτό έγινε ιδιαίτερα σαφές την περασμένη εβδομάδα κατά την οποία είχαμε μπαράζ δηλώσεων και δημοσιευμάτων, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ην. Πολιτείες, όπου λαμβάνει χώρα στην Ουάσιγκτον η εαρινή σύνοδος του ΔΝΤ. Οσοι βρίσκονται στην αμερικανική πρωτεύουσα επιβεβαιώνουν το βαρύ κλίμα για τη χώρα, το οποίο άλλωστε εξέφρασε και ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα με τις δηλώσεις του μετά τη συνάντηση με τον Γιάνη Βαρουφάκη με αφορμή τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου στον Λευκό Οίκο.
Η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες για να επιτευχθεί μια νέα συμφωνία οι πιστωτές θα ζητήσουν εξασφαλίσεις και υποχωρήσεις που είναι αδύνατον να προσφέρει. «Αν τις προηγούμενες φορές ζητούσαν υπερβολικά πράγματα, τώρα θα ζητήσουν εξωπραγματικά» αναφέρουν κοινοτικές πηγές.
Σύμφωνα με ορισμένους, αυτό εξηγεί την τακτική της κυβέρνησης να προσπαθεί συνεχώς να κερδίσει χρόνο. Αλλωστε, περιμένει και αυτή τα αποτελέσματα των διαφόρων ευρωπαϊκών εκλογών, καθώς σε όλη την Ευρώπη τα μικρά κόμματα, στα οποία συγκαταλέγονται και πολλά αντιευρωπαϊκά, αναμένεται να βγουν κερδισμένα, ανατρέποντας το δίπολο των κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων που κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια και έχουν διαμορφώσει τη σημερινή πολιτική που εφαρμόζεται στην ευρωζώνη. Ευελπιστεί ότι από αυτή την αλλαγή και τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη θα ενισχυθεί η θέση της για πολιτική διαπραγμάτευση.
Στο μεταξύ συνεχίζει να παίζει με τη φωτιά. Δηλαδή να ακροβατεί στο ασφυκτικό πλαίσιο ρευστότητας που πορεύεται το Ελληνικό Δημόσιο και να φλερτάρει με το ατύχημα. Διότι τα αποθέματα των Ταμείων και των οργανισμών εξαντλούνται και το ενδεχόμενο κάποια στιγμή να φθάσει σε αδυναμία πληρωμών είναι πλέον πολύ πιθανό.