Να προσαρμόσουν την πολιτική τους και τις επιδιώξεις τους στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στην Ευρώπη καλούνται τα πολιτικά κόμματα, τα οποία τη στιγμή που το ευρωπαϊκό περιβάλλον αλλάζει δραματικά προς το χειρότερο, παραμένουν αμετακίνητα στα… χαρακώματα. Στην πολιτική αβεβαιότητα που δημιουργεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, έρχεται τώρα να προστεθεί ενδεχόμενη κρίση στην ευρωζώνη και η αρνητική στάση αγορών και επενδυτών, στοιχεία που εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν σε σκλήρυνση της θέσης των πιστωτών απέναντι στη χώρα.
Πολιτικοί αναλυτές συγκλίνουν στην άποψη ότι η ευρωζώνη εισέρχεται σε περίοδο κρίσης εξαιτίας της διαμάχης μεταξύ των Γερμανών που επιμένουν στην κατά γράμμα τήρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και των Γάλλων και Ιταλών, οι οποίοι ζητούν ως αντάλλαγμα να «ρίξει» η ΕΚΤ χρήμα στην αγορά. Και οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται ανυποχώρητοι στη μεταξύ τους διαμάχη, πιέζοντας την κατάσταση στα όρια. Το ζήτημα για την ΕΕ περιπλέκεται με τη στάση της Βρετανίας που αρνείται να πληρώσει την πρόσθετη εισφορά της απειλεί με αποχώρηση.
Οι αγορές από την πλευρά τους θεωρούν πολύ πιθανή μια νέα οικονομική κρίση στην ευρωζώνη, καθώς βλέπουν ότι ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, δεν μπορεί να υλοποιήσει τις υποσχέσεις του και να προχωρήσει σε ουσιαστικά μέτρα τόνωσης της ρευστότητας. Ετσι, προεξοφλούν ότι η Ευρώπη θα ξανακυλήσει σε ύφεση και μεταφέρουν τα χρήματά τους σε άλλες αγορές και κυρίως στις ΗΠΑ. Εκεί, η πολιτική της νομισματικής χαλάρωσης που εφάρμοσε η αμερικανική κεντρική τράπεζα (Fed) αποδίδει καρπούς και την περασμένη εβδομάδα η επικεφαλής της Fed, Τζάνετ Γέλεν, ανακοίνωσε ότι σταματάει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, μέσω του οποίου τύπωνε και έριχνε φθηνό χρήμα στην οικονομία.
Ενδοευρωπαϊκές διαμάχες


Ομως ο Μάριο Ντράγκι δεν μπορεί να προχωρήσει σε ανάλογα μέτρα εξαιτίας της άρνησης του Βερολίνου. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές «η Γερμανία δεν δίνει το ΟΚ διότι ευελπιστεί ότι η αποχώρηση των επενδυτών από τη Γηραιά Ηπειρο θα οδηγήσει σε άνοδο των spreads και του κόστους δανεισμού σε Γαλλία και Ιταλία και έτσι οι δύο αυτές χώρες θα εξαναγκαστούν να εφαρμόσουν τις πολιτικές λιτότητας και τις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί το Βερολίνο».
Κορυφαία κυβερνητική πηγή αναφέρει ότι «οι Γερμανοί πιέζουν για την εφαρμογή του Συμφώνου και την πληρώνει η Ελλάδα, η οποία άνοιξε τον χορό των υψηλών ελλειμμάτων». Παρά τα βήματα που έχει κάνει η χώρα προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, το στίγμα των τεραστίων ελλειμμάτων του παρελθόντος παραμένει. Σωστά ή λάθος, στην Ευρώπη θεωρούν ότι οι μηχανισμοί παραγωγής ελλειμμάτων που συνδέονται με τις πελατειακές σχέσεις κομμάτων, κοινωνίας και επιχειρήσεων, παραμένουν ισχυροί.
Η αλλαγή του κλίματος για τη χώρα αποτυπώνεται στις τιμές των ελληνικών ομολόγων. Από τις αρχές Οκτωβρίου, όταν έγινε σαφές ότι το Βερολίνο δεν θα επέτρεπε στον Μάριο Ντράγκι να υλοποιήσει τις εξαγγελίες του για ενίσχυση της ρευστότητας, η στάση των αγορών άλλαξε απέναντι στην Ευρώπη. Η Ελλάδα, που είναι ευάλωτη, ήταν η πρώτη που επλήγη και μάλιστα χειρότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Στο σημερινό περιβάλλον, με τις αγορές να κλείνουν για την Ελλάδα και την αντιπαράθεση μεταξύ των ισχυρών της ευρωζώνης στο «κόκκινο», η προσέγγιση της κατάστασης από τα πολιτικά κόμματα εξακολουθεί να γίνεται κοντόφθαλμα, μέσα από το πρίσμα της προεδρικής εκλογής και των ισορροπιών που διαμορφώνονται από αυτή. Από τη μία ο Αντώνης Σαμαράς επιχειρεί την έξοδο από το Μνημόνιο με τη χρηματοδότηση της χώρας από τις αγορές ώστε να έχει κάτι να επιδείξει στην προεδρική αναμέτρηση και από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας προσβλέποντας σε εκλογικά οφέλη από πρόωρη προσφυγή στις κάλπες ζητάει π.χ. τα 11,4 δισ. ευρώ του ΤΧΣ να μη χρησιμοποιηθούν για μια προληπτική πιστωτική γραμμή, αλλά για το κούρεμα των «κόκκινων» δανείων.
Η στάση των δανειστών


Οι δανειστές πάντως δεν προτίθενται να μεταβάλουν τη στάση τους ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Βλέπουν με ενιαίο τρόπο το ελληνικό πολιτικό σύστημα και σκληραίνουν τη στάση τους. Αυτό φάνηκε την περασμένη εβδομάδα από τη στάση του Βερολίνου σε δημοσιεύματα που έφεραν τον γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να έχει συμφωνήσει με τον έλληνα ομόλογό του κ. Γκίκα Χαρδούβελη για την έξοδο από το Μνημόνιο. Το γερμανικό υπουργείο εξέδωσε άμεσα διάψευση, κάτι που με τον τρόπο που έγινε δεν είχε συμβεί στο παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις. «Δεχόμαστε δημόσια χτυπήματα που δείχνουν τη θέση που βρίσκεται σήμερα η χώρα και αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από τα πολιτικά κόμματα» αναφέρουν διπλωματικοί κύκλοι.
Πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν επισημαίνουν ότι «ακόμα και αν η κυβέρνηση περάσει τον σκόπελο της προεδρικής εκλογής, οι ανησυχίες του Βερολίνου για το αν θα μπορέσει να υλοποιήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές θα παραμείνουν. Για να καμφθούν, θα πρέπει να υπάρξει μεγάλη διαφορά στην προεδρική εκλογή που να αποτυπώνει μια στροφή της στάσης των πολιτικών κομμάτων και πρόοδος στις διαρθρωτικές αλλαγές, κάτι που δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα» προσθέτουν.
Ο ρόλος του Ταμείου


Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η στάση του ΔΝΤ. «Το Ταμείο δεν βοηθάει αυτή τη στιγμή τη χώρα» αναφέρουν παράγοντες της αγοράς. Ενώ στο πρόσφατο παρελθόν ο Πόουλ Τόμσεν δήλωνε ότι «θα βοηθήσουμε την Ελλάδα να βγει στις αγορές», ο εκπρόσωπος του Ταμείου Τζέρι Ράις δήλωσε την περασμένη Πέμπτη ότι «μια προληπτική συμφωνία στήριξης θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να προχωρήσει η Ελλάδα» προσθέτοντας ότι το ΔΝΤ είναι έτοιμο να υποστηρίξει την Ελλάδα με κάθε τρόπο.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, το Ταμείο, που έχει να δώσει τα περισσότερα χρήματα (16 δισ. ευρώ ως το 2016), «διεκδικεί κάποιο ρόλο», στο πλαίσιο για την επόμενη ημέρα. Εμφανίζεται μάλιστα να «θέλει να μείνει έναν χρόνο ακόμα». Τραπεζικοί κύκλοι συνδέουν τη στάση του Ταμείου με τις ανησυχίες των ΗΠΑ για τις εξελίξεις στην ευρωζώνη. «Φοβούνται ότι μπορούν να μολυνθούν από πιθανή κρίση στην Ευρώπη» αναφέρουν και προσθέτουν ότι «για την Ελλάδα, που αποτελεί ή τουλάχιστον είναι εύκολο να εμφανιστεί ως πρόβλημα, θεωρούν ότι ο ασφαλέστερος τρόπος είναι να βρίσκεται υπό στενή εποπτεία».
Σε κάθε περίπτωση, οδεύοντας προς τη λήξη του Μνημονίου και τη διαμόρφωση του πλαισίου της επόμενης ημέρας, το περιβάλλον γίνεται δυσμενέστερο. Με την Ευρώπη να οδηγείται σε κρίση, τις αγορές να κλείνουν και την έξοδο από το Μνημόνιο να συμπίπτει με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, κοινοτικές πηγές θεωρούν ότι «οι δανειστές θα πιέσουν την όποια κυβέρνηση διαπραγματευθεί μαζί τους με στόχο να αποσπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα και να δώσουν όσο το δυνατόν λιγότερα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ