Το 1993 ο Κ. Μητσοτάκης εισήγαγε στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο έναν καινούργιο όρο, τη διαπλοκή ­ όρο που είχε λαμπρή σταδιοδρομία τα χρόνια που πέρασαν. Σύμφωνα με τον Κ. Μητσοτάκη «διαπλεκόμενα οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα» είχαν συνωμοτήσει εναντίον του και, χρησιμοποιώντας ως όργανο τον Αντ. Σαμαρά, είχαν στερήσει από τη ΝΔ την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και από τον ίδιο προσωπικά την πρωθυπουργία. Ο επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ είχε καταγγείλει ρητά στις 5 Οκτωβρίου του 1993 ότι ο εκδότης της Καθημερινής Αρ. Αλαφούζος είχε «χρηματοδοτήσει» με ένα δισεκατομμύριο δραχμές την ανατροπή του και την επομένη είχε προσθέσει στον κατάλογο των διαπλεκομένων συνωμοτών τον εκδότη του Εθνους Γ. Μπόμπολα και τον επιχειρηματία Σ. Κόκκαλη ­ αυτοί είχαν οργανώσει την ανεξαρτητοποίηση των βουλευτών Στ. Στεφανόπουλου και Γ. Συμπιλίδη (που προσχώρησαν μετά στην «Πολιτική Ανοιξη»), με αποτέλεσμα να χάσει η ΝΔ στις 9 Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς την αναιμική πλειοψηφία των 152 βουλευτών που είχε.


Εκτοτε ο όρος «διαπλοκή» έχει γίνει συνώνυμος της «διαφθοράς» και της «σκοτεινής εξουσίας»· γνωρίζει την ίδια δόξα που είχε γνωρίσει στις δεκαετίες του 1950 και 1960 ο όρος «στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα» που είχε χρησιμοποιήσει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντ. Αϊζενχάουερ για να κατονομάσει τα αόρατα κέντρα εξουσίας στη χώρα του ­ αν ζούσε σήμερα ο Κ. Καραμανλής και έθετε ξανά το ερώτημα που είχε θέσει μετά τη δολοφονία του βουλευτή Γρ. Λαμπράκη «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο», αυθορμήτως οι τηλεπαρουσιαστές των 7.30 αλλά και πλήθος αρθρογράφων εφημερίδων θα απαντούσαν αυθόρμητα «τα διαπλεκόμενα συμφέροντα». Ούτε λίγο ούτε πολύ, στην κοινή συνείδηση οι μεντιατικοί οργανισμοί, οι μεγάλες επιχειρήσεις μέσων επικοινωνίας δηλαδή, έχουν αντικαταστήσει τα προδικτατορικά ανάκτορα στον ρόλο του υπονομευτή της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. «Η Δημοκρατία κινδυνεύει από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης» είχε δηλώσει ρητά ο Κ. Μητσοτάκης στη Βουλή, κατά τη συζήτηση του νόμου 2328 του 1995 που θα μας απασχολήσει παρακάτω.


* Οι δηλώσεις των πολιτικών


Με παρόμοιο τρόπο αναφέρονται στα μέσα και οι εισηγητές των κομμάτων, απευθυνόμενοι προς τη Βουλή εν όψει της συνταγματικής αναθεώρησης: «Εχουμε να αντιμετωπίσουμε τον ισχυρότερο ίσως θύλακο εξουσίας, που είναι η λεγόμενη επικοινωνιακή εξουσία, η εξουσία των ΜΜΕ» αναφέρει ο Ευ. Βενιζέλος, εκ μέρους του ΠαΣοΚ. «Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νοσηρό φαινόμενο. Τα διαπλεκόμενα αποτελούν ένα απόστημα, το οποίο πρέπει να ανοίξει» υπερθεματίζει από την πλευρά του ο Ι. Βαρβιτσιώτης εκφράζοντας τη ΝΔ. «Στα Μέσα Ενημέρωσης υπάρχει σοβαρό ζήτημα δημοκρατίας» τονίζει ο Αντ. Σκυλλάκος του ΚΚΕ. «Η τυραννία [των Μέσων] απειλεί ευθέως τη δημοκρατία και τον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος» αναφέρει ο Γ. Κουβέλης του Συνασπισμού. Ανάλογες δηλώσεις έχουν γίνει από τους περισσότερους πολιτικούς μας ­ μόνο ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης έχει αποφύγει να τοποθετηθεί με δριμύτητα απέναντι στα μέσα και, αντιθέτως, έχει κατά καιρούς κατηγορήσει τους αντιπάλους του, κυρίως τον Κ. Καραμανλή και τον Ν. Κωνσταντόπουλο για αθεμελίωτη «διαπλοκολογία».


Δεν είναι βέβαια εντελώς καινούργια όλα αυτά ­ έχουν περάσει πάνω από διακόσια χρόνια από τότε που ο Τύπος ονομάστηκε «Τέταρτη Εξουσία» και σε όλον τον κόσμο σήμερα γίνεται συζήτηση για τους κινδύνους που εγκυμονεί η συγκέντρωση τεράστιας επικοινωνιακής δύναμης στα χέρια λίγων μεγιστάνων. Φαίνεται σαν να έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή που ο Τύπος θεωρούνταν δημοκρατική, απελευθερωτική δύναμη, ο φόβος των απολυταρχικών συστημάτων. Σήμερα, ιδιαίτερα στη χώρα μας, τα μέντια καταγγέλλονται ως η μεγάλη απειλή, κυρίως επειδή υποτίθεται ότι η εικόνα της τηλεόρασης υποδουλώνει το πνεύμα, ενώ ο έντυπος λόγος ελευθέρωνε τον κριτικό λόγο. Θα επανέλθω αργότερα στη ζήτημα αυτό, εδώ πρέπει να τονιστεί μια ελληνική ιδιομορφία: μόνο στη χώρα μας τα μέσα καταγγέλλονται ως ο βασικός τόπος της διαφθοράς, ο κατ’ εξοχήν δίαυλος μέσω του οποίου τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα καταφέρνουν να επιβάλουν τη θέλησή τους στις κυβερνήσεις. Η τρέχουσα πολιτική θεωρία στην Ελλάδα είναι ότι οι Αρ. Αλαφούζος, Β. Βαρδινογιάννης, Σωκ. Κόκκαλης, Μ. Κυριακού, Χρ. Λαμπράκης, Γ. Μπόμπολας, Χρ. Τεγόπουλος δεν ενδιαφέρονται για τις μεντιατικές επιχειρήσεις που διευθύνουν επειδή τους επιτρέπουν να έχουν λόγο για τα δημόσια πράγματα, τους αφήνουν κέρδη, τους προσδίδουν κύρος και αίγλη ­ αλλά διότι μέσω αυτών μπορούν να ασκούν πίεση στις κυβερνήσεις ώστε να κλείνουν προσοδοφόρες οικονομικές συμφωνίες με το Δημόσιο. Ο Γ. Μπόμπολας αποτελούσε το πρότυπο του «διαπλεκόμενου εργολάβου – εκδότη» της δεκαετίας του ’80 (αν και ο όρος «διαπλεκόμενος» δεν υπήρχε τότε), ο Σωκ. Κόκκαλης το πρότυπο του «προμηθευτή διαπλεκόμενου» της δεκαετίας του ’90, με την οικογένεια Βαρδινογιάννη πάντα παρούσα, ενώ είναι αυτονόητο ότι «ο Λαμπράκης κυβερνά την Ελλάδα», ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, σε συνεργασία/ανταγωνισμό με τη μακαρίτισσα διευθύντρια και ιδιοκτήτρια της Καθημερινής Ελ. Βλάχου, όταν αυτή ζούσε. Ολα αυτά είναι πασίγνωστα, κοινοί τόποι που εκφωνούνται στις παρέες και στις οθόνες ή γράφονται στις εφημερίδες καθημερινά: τα μέντια υπάρχουν στην Ελλάδα για να ληστεύουν οι ιδιοκτήτες τους τον δημόσιο πλούτο. Τελεία και παύλα.


Αυτή την ελληνική σχολή ανάλυσης του φαινομένου της μαζικής επικοινωνίας ήρθε να επικυρώσει ο νόμος 2328/95, που εισηγήθηκε ο τότε υπουργός Τύπου Ευ. Βενιζέλος και υπερψηφίστηκε από τα τότε εν τη Βουλή κόμματα (ΠαΣοΚ, ΝΔ, Πολιτική Ανοιξη), ενώ το ΚΚΕ είχε αποχωρήσει για διαδικαστικούς λόγους. Παράλληλα προς την προσπάθεια να μπει κάποια τάξη στο άναρχο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, ο νόμος προσπαθούσε να εξοντώσει τη διαπλοκή με την περίφημη ρύθμιση:


Οσοι συμμετέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο ή στη διοίκηση εταιρείας ή ασκούν ατομική επιχείρηση που αναλαμβάνει έργα ή προμήθειες από το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή συμμετέχουν σε εταιρείες που συμμετέχουν σε παρόμοιες εταιρείες δεν μπορούν να κατέχουν ατομική επιχείρηση ή να συμμετέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο ή τη διοίκηση εταιρείας που κατέχει άδεια τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού σταθμού ή εκδίδει ημερήσια ή εβδομαδιαία εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας ή ημερήσια ή μη ημερήσια επαρχιακή εφημερίδα ή σε εταιρεία που συμμετέχει σε παρόμοια εταιρεία. Στα έργα ή τις προμήθειες περιλαμβάνεται και η παροχή υπηρεσιών.


* Οι πρωτοτυπίες του νόμου


Επρόκειτο για παγκοσμίως πρωτότυπη διάταξη που προέκυπτε από την παγκοσμίως πρωτότυπη κυρίαρχη άποψη για τον ρόλο των μέσων στην ελληνική κοινωνία. Παγκόσμια πρωτοτυπία αποτελούσε και η διάταξη που απαγόρευε σε οποιονδήποτε να είναι μέτοχος σε περισσότερες από μία τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές επιχειρήσεις. Κατά τα άλλα ο νόμος έχει και σειρά άλλων λιγότερο πρωτότυπων αλλά μάλλον περισσότερο αποτελεσματικών διατάξεων (αν εφαρμοστούν) που προσπαθούν να εμποδίσουν τη συγκέντρωση των μέσων σε λίγα χέρια και να καθιερώσουν τη διαφάνεια για την προέλευση των κεφαλαίων των μεντιατικών επιχειρήσεων. Αλλά και αυτές έχουν το πρόβλημα ότι είναι γενικές και απόλυτες: ουδόλως λαμβάνουν υπόψη τους το μέγεθος των επιχειρήσεων ή το μέγεθος του ακροατηρίου που συγκεντρώνουν. Ο μικρός τοπικός σταθμός και ο σταθμός εθνικής εμβέλειας αντιμετωπίζονται με ίδια κριτήρια, όπως και η μη ημερήσια (πιθανότατα ερασιτεχνική) εφημερίδα αντιμετωπίζεται ως εξίσου ύποπτη για διαπλοκή με τη μεγάλη ημερήσια εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας. Ολα βλάπτουν το ίδιο τη δημοκρατία.


Η αντιδιαπλοκική πρόβλεψη του νόμου 2328 που παρατίθεται παραπάνω κάνει ρητή μνεία και στις εφημερίδες αλλά δεν έγινε ποτέ καμιά προσπάθεια να εφαρμοστεί προς αυτήν την κατεύθυνση καίτοι το σύνταγμα του 1975 προβλέπει την ψήφιση νόμου ώστε να γίνονται γνωστά τα μέσα χρηματοδότησής τους. Για τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης έπρεπε να αναλάβει το τιτάνιο έργο να ελέγξει αν οι ιδιοκτήτες, οι μέτοχοι, τα στελέχη των 2.000 περίπου ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών σταθμών έχουν οποιαδήποτε σχέση με τις δεκάδες χιλιάδες μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν έργα, προμηθεύουν, παρέχουν υπηρεσίες στο Δημόσιο.


* Ο χώρος των μετόχων


Μόνο το «Mega» (Τηλέτυπος) έχει 15.000 μετόχους, άλλους τόσους υποθέτω το «Alter», η «Καθημερινή», ο ΔΟΛ, ο «Πήγασος» (Εθνος), η «Χ. Κ. Τεγόπουλος». Με βάση τον νόμο απαγορεύεται κάποιος να έχει έστω και μία μετοχή του «Alter» και ταυτοχρόνως μία του «Τηλέτυπου» ­ ούτε καν μία του ΔΟΛ, του «Πήγασου», της «Χ. Κ. Τεγόπουλος» ή της «Καθημερινής» διότι αυτές είναι μέτοχοι του «Mega», έστω και αν η συμμετοχή της «Καθημερινής» είναι μηδαμινή. Ούτε καν της «Ιντεραμέρικαν» δεν δικαιούται να έχει μετοχές ο μέτοχος του «Mega», διότι αυτή είναι μέτοχος του «Alpha». Επιπλέον, κανείς από τους δεκάδες χιλιάδες μετόχους των παραπάνω εταιρειών δεν δικαιούται να έχει μετοχές οποιασδήποτε τεχνικής εταιρείας ή εταιρείας πληροφορικής ή τράπεζας ή οποιασδήποτε άλλης έχει πάρε-δώσε με το κράτος, τον ΟΤΕ, τη ΔΕΗ, νοσοκομεία, σχολεία. Και όλοι αυτοί οι έλεγχοι έπρεπε να γίνουν και για τις 2.000 ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις σε όλη τη χώρα. Με βάση τον νόμο 2328, για να καταπολεμήσει τη διαπλοκή και τη συγκέντρωση, για να επιτευχθεί η διαφάνεια, το ΕΣΡ θα έπρεπε να πραγματοποιήσει τον οργουελιανό εφιάλτη: να έχει περιουσιακά στοιχεία για όλους σχεδόν τους Ελληνες και να μπορεί να τα διασταυρώσει.


Φυσικά, από όσους κατήγγελλαν τη «διαπλοκή», κανείς δεν ενδιαφερόταν αν ο τάδε μικρομέτοχος είχε 100 μετοχές του «Τηλέτυπου» και 100 της «Πίστεως» ­ όλοι ενδιαφέρονταν τι κάνει ο ΔΟΛ, ο «Πήγασος», η «Ιντρακόμ», ο Μ. Κυριακού. Αλλά τότε θα έπρεπε να φροντίσουν τα ίδια τα μέσα ή οι πολιτικοί που κατήγγελλαν τη «διαπλοκή» να προτείνουν να αφορούν οι έλεγχοι τους «βασικούς μετόχους» των «μεγάλων εταιρειών» και να προσδιοριστεί τι είναι «βασικός» και «μεγάλος». Ουδείς όμως είχε το θάρρος να αναλάβει τέτοια πρωτοβουλία ­ θα καταγγελλόταν ότι προσπαθεί να «κουκουλώσει τη διαπλοκή». Τα ιδεολογήματα είναι πολύ ισχυρότερα από τη λογική.


Αναγκαστικά λοιπόν το ΕΣΡ κινήθηκε επιλεκτικά, με αφορμή τον δημοσιογραφικό θόρυβο για τις συμβάσεις για προμήθεια εισιτηρίων που είχε υπογράψει το Travel Plan του ΔΟΛ με το υπουργείο Εξωτερικών και τον ΟΤΕ. Καίτοι το Travel Plan είχε αναλάβει μετά από μειοδοτικό διαγωνισμό τις σχετικές εργασίες, η «διαπλοκή» ήταν φανερή, αφού ο ΔΟΛ είναι μέτοχος του «Τηλέτυπου». Το ΕΣΡ επέβαλε, λοιπόν, πρόστιμο 100.000.000 το οποίο όμως, σύμφωνα με τον νόμο, πρέπει να πληρώσουν οι μέτοχοι του «Τηλέτυπου»! Και έτσι ο νόμος 2328 που ψηφίστηκε για να καταστείλει τη «σκοτεινή δύναμη» των μέντια, τιμωρεί για μια διαφανέστατη συναλλαγή του ΔΟΛ με το Δημόσιο τους μετόχους άλλης εταιρείας που δεν είχαν κανένα όφελος.


* Περιπτώσεις παραβάσεων


Με αφορμή όμως την υπόθεση ΔΟΛ, η έρευνα του ΕΣΡ επεκτάθηκε, όσο ήταν δυνατόν, και στους υπόλοιπους μετόχους του «Τηλέτυπου» αλλά και στους άλλους τηλεοπτικούς σταθμούς και προέκυψε πλήθος αντίστοιχων «παρανομιών»:


* Μέτοχοι του «Τηλέτυπου» είναι επίσης τράπεζες (Εθνική, Πίστεως, ΕΤΒΑ, Eurobank) που συνεχώς αναλαμβάνουν εργασίες από φορείς του Δημοσίου.


* Μέτοχοί του επίσης είναι διάφορα αμοιβαία κεφάλαια και εταιρείες επενδύσεων, θεσμικοί δηλαδή επενδυτές που οπωσδήποτε θα έχουν μετοχές κατασκευαστικών εταιρειών ή εταιρειών πληροφορικής που αναλαμβάνουν έργα του Δημοσίου ­ ούτε αυτό το επιτρέπει ο νόμος.


* Η μέτοχος του «Τηλέτυπου» εταιρεία «Χ. Κ. Τεγόπουλος» έχει συστήσει μαζί με την Εμπορική Τράπεζα την εταιρεία Mediaphone, εταιρεία παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στην τράπεζα.


* Μέτοχος του «Alpha» είναι η Ιντεραμέρικαν, η οποία επίσης είναι μέτοχος του «Τηλέτυπου» και φαίνεται ότι υπάρχουν θυγατρικές της που συναλλάσσονται με το Δημόσιο.


* Υπάρχει περίεργο μετοχικό σύμπλεγμα μεταξύ «Antenna», των «Αθηναϊκών Συμμετοχών Κεφαλαίου» και της εταιρείας «Μοσχολιός». Τουλάχιστον η τελευταία συναλλάσσεται με την «Πυρκάλ» και την ΕΒΟ.


* Οι βασικοί μέτοχοι του «Antenna» είναι εταιρείες «χόλντιν» της οικογένειας Κυριακού, όλες με έδρα την Ιρλανδία ­ ενώ θα πρέπει να διερευνηθεί και σε ποιους ανήκουν οι μετοχές που βρίσκονται στην Αμερική, με θεματοφύλακες την Bank of New York.


* Μέτοχος του «Star», μέσω του Ιδρύματος Τύπου, είναι ο επιχειρηματίας Θ. Λιακουνάκος, από τους γνωστότερους προμηθευτές του υπουργείου Εθνικής Αμυνας.


* Μέτοχοι τόσο του «Star» όσο και του «Τηλέτυπου» εμφανίζονται άσχετες υποτίθεται μεταξύ τους κυπριακές εταιρείες «χόλντιν» ­ που όμως η εν Αθήναις έδρα τους βρίσκεται στα κτίρια των επιχειρήσεων Βαρδινογιάννη στο Μαρούσι.


* Μέλος του ΔΣ του «Antenna» εμφανίζεται αιφνιδίως στη «Μακεδονία TV» αλλά τυπικά οι δύο σταθμοί δεν φαίνονται να συνδέονται με οποιαδήποτε σχέση.


* Γενικά, οι δικηγόροι των εταιρειών που ανήκουν σε οικογένειες έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους: έχουν φροντίσει να ταξινομήσουν τις συμμετοχές σε εταιρείες των γονέων, συζύγων και παιδιών με τρόπο που να μην προκύπτουν ασυμβίβαστα.


Οι παραπάνω είναι μερικές μόνο από τις παραβάσεις που εντοπίστηκαν στον ολιγοήμερο έλεγχο που πραγματοποίησα στα μετοχολόγια των εταιρειών και σε ηλεκτρονικές βάσεις οικονομικών δεδομένων μετά από εντολή του ΕΣΡ. Ενδελεχέστερος έλεγχος, που θα προσπαθούσε να εντοπίσει ποιοι βρίσκονται πίσω από διάφορες υπεράκτιες εταιρείες και αν τα μέλη των οικογενειών που εμφανίζονται ως μέτοχοι έχουν πραγματικά δικά τους περιουσιακά στοιχεία, θα τις πολλαπλασίαζε ­ και ο αριθμός των «παραβάσεων» θα αυξανόταν πολλαπλασιαστικά αν επεκτεινόταν στους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής ή περιφερειακής εμβέλειας. Αλλά αν αυτές οι παραβάσεις, κυρίως όσες αφορούν τις εταιρείες που αναλαμβάνουν έργα με το Δημόσιο, προκύπτουν επειδή οι εταιρείες τα ανέλαβαν μετά από διαγωνισμούς, όπως π.χ. οι τεχνικές – κατασκευαστικές εταιρείες, αυτό αποτελεί «διαπλοκή»; Είναι δυνατόν να καταδικάζονται οι νόμιμες και διαφανείς συναλλαγές οποιασδήποτε ιδιωτικής επιχείρησης με το Δημόσιο επειδή υποπτευόμαστε ότι υπάρχουν και άλλες, κρυφές και «διαπλεκόμενες»;


Φυσικά, φαινόμενα διαφθοράς υπάρχουν δυστυχώς στον δημόσιο βίο· αλλά γιατί τα μέσα επικοινωνίας θεωρείται ότι αποτελούν το επίκεντρο αυτής της διαφθοράς; Αν θυμηθούμε το μεγαλύτερο πρόσφατο σκάνδαλο στην ιστορία μας, το «σκάνδαλο Κοσκωτά», θα διαπιστώσουμε πως οι εφημερίδες το απεκάλυψαν, αυτές έδωσαν τον αγώνα για την αποκάλυψή του, διότι αφορούσε τα του οίκου τους: κάποιος νεόφερτος, ύποπτος, έχτιζε απειλητική μεντιατική αυτοκρατορία απειλώντας όλα τα άλλα μέντια. Ο Γ. Κοσκωτάς χρησιμοποιούσε την οικονομική δύναμη που ήδη είχε για να επεκταθεί στον χώρο των μέσων, δεν χρησιμοποίησε τις εφημερίδες που ήλεγχε για να «πάρει δουλειές» από το Δημόσιο.


Είναι αυτονόητο επίσης ότι «τα μέσα δεν είναι σαν όλες τις άλλες επιχειρήσεις» ­ χωρίς μέσα επικοινωνίας στην εποχή μας δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν ούτε πολιτική ούτε πολιτισμός. Η πολυφωνία είναι αναγκαίος όρος για τη λειτουργία της δημοκρατίας, η ποικιλομορφία των διαύλων είναι απαραίτητη για να υπάρχει πλούσια πολιτιστική ζωή. Οι περισσότερες χώρες στον κόσμο αυτά τα αγαθά προσπαθούν να προστατεύσουν και για τούτο θέτουν όρους στα μέντια που αφορούν όχι μόνο την οικονομική συγκέντρωση (όπως συμβαίνει με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις) αλλά και τη συγκέντρωση ακροατηρίου, δηλαδή τα ποσοστά τηλεθεατών ή αναγνωστών που κατέχουν σε συγκεκριμένες αγορές οι μεντιατικές επιχειρήσεις ­ με στόχο τη διαφύλαξη και ανάπτυξη των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων. Στη χώρα μας οι ρυθμίσεις αδιαφορούν για τα σχετικά μεγέθη ακροατηρίου (όπως και για τα οικονομικά) και επιπλέον απαγορεύουν όχι μόνο να έχει κανείς ιδιοκτησία αλλά ακόμη και μερίδιο π.χ. σε δύο μικρούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ομως αν υπάρχει επιπλέον και ανεξαρτησία περιεχομένου, δηλαδή πρόκειται για έναν σταθμό μουσικό και έναν σταθμό ενημερωτικό, τι ενοχλεί αυτό το γεγονός το δημόσιο συμφέρον; Πώς θα επιβιώσουν οι μικρές επιχειρήσεις στις αδύναμες επαρχιακές αγορές αν δεν είναι σε θέση να επιτύχουν κάποιες οικονομίες κλίμακας;


Σε ό,τι δε αφορά το «αντιδιαπλοκικό τείχος» που ορθώνεται ανάμεσα στα μέσα και τον, πανίσχυρο στην Ελλάδα, δημόσιο τομέα ­ πώς θα καταφέρουν να προσελκύσουν νέα επενδυτικά κεφάλαια εφημερίδες και σταθμοί, εντός ή εκτός Χρηματιστηρίου, όταν θα γίνει σαφές από τις ποινές που αρχίζουν να επιβάλλονται ότι οι θεσμικοί επενδυτές δεν δικαιούνται να έχουν μετοχές μέσων και μετοχές πληροφορικής, επειδή οι τελευταίες συναλλάσσονται με το Δημόσιο; Και τι θα γίνει στο Χρηματιστήριο αν αρχίσουν να «ξεφορτώνονται» τις μετοχές του «Τηλέτυπου», του ΔΟΛ, της «Χ. Κ. Τεγόπουλος», του «Alter», όσοι οφείλουν να το πράξουν επειδή υπάρχουν τα ασυμβίβαστα που ορίζει ο νόμος; Τουλάχιστον ας αναλάβει το κράτος να επιδοτεί τα ασθενέστερα μέντια ­ όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Ας σκεφθούμε επιπλέον ότι οι δικές μας «μεγάλες εφημερίδες» με 50.000-80.000 ημερήσια κυκλοφορία θεωρούνται μικρές, «προστατευόμενα είδη» σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ­ μια μπουκιά θα τις κάνει οποιοδήποτε μεγάλο συγκρότημα αποφασίσει ότι το ενδιαφέρει η ελληνική αγορά.


Δυστυχώς, οι ατελέσφορες ρυθμίσεις κατά της συγκέντρωσης και οι ανεφάρμοστες (και άδικες για τα μέσα) ρυθμίσεις του νόμου 2328 εντάχθηκαν ομοθύμως ξανά και στο υπό αναθεώρησιν σύνταγμα ­ και τώρα πλέον περιλαμβάνονται και οι εφημερίδες στις «αντιδιαπλοκικές» απαγορεύσεις. Φαίνεται όμως ότι την τελευταία στιγμή έγινε φανερό το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούμασταν οπότε προτάθηκε τα ασυμβίβαστα να ισχύσουν για τον «βασικό μέτοχο». Εδώ που έχουμε φθάσει τούτο αποτελεί κάποια πρόοδο και θα ήταν ακόμη καλύτερα αν οριζόταν ότι οι περιορισμοί αφορούν τα «μεγάλα μέσα επικοινωνίας» ­ και ας αφεθεί στον κοινό νομοθέτη να ορίσει τα κατώφλια για το «βασικό» και το «μεγάλο», ώστε να λαμβάνουν υπόψη τους οι περιορισμοί το οικονομικό μέγεθος των επιχειρήσεων και τον βαθμό διείσδυσής τους στα ακροατήρια.


Το ζήτημα είναι ότι τα ίδια τα μέσα συντηρούν την εντύπωση ότι αποτελούν το μέγα απόστημα, το επίκεντρο της δημόσιας διαφθοράς, κατηγορώντας συνεχώς το ένα το άλλο για «διαπλοκή». Τούτο γίνεται είτε για λόγους ενδο-μεντιακής ανταγωνιστικότητας είτε για λόγους κομματικούς – πολιτικούς είτε επειδή τα μέσα γίνονται φορείς ανταγωνιστικών επιχειρηματικών συμφερόντων, εκτός του χώρου της επικοινωνίας. Και οι τρεις αυτοί τύποι συγκρούσεων είναι θεμιτοί, αν όχι αναγκαίοι, σε κάθε ανοιχτή, δημοκρατική κοινωνία. Ανεξαρτήτως όμως του ποιος είναι κάθε φορά ο νικητής υπάρχει πάντα ο ίδιος ηττημένος: τα ίδια τα μέσα επικοινωνίας στο σύνολό τους, που έχουν καταφέρει να αυτοχαρακτηρισθούν ως διαφθορεία. Η κυκλοφορία των εξ ορισμού «διαπλεκόμενων» αθηναϊκών εφημερίδων είναι η μικρότερη εδώ και σαράντα χρόνια, παρά τον συνεχώς αυξανόμενο πλούτο περιεχομένου που προσφέρουν. Λογικό: γιατί να αγοράσει κανείς αυτά τα αναξιόπιστα, διαπλεκόμενα φύλλα που αλληλοκαταγγέλλονται συνεχώς ότι βυσσοδομούν κατά της δημοκρατίας; Για να ενισχύσει με τις 300 δραχμές του το ξεχαρβάλωμά της; Οι τηλεοπτικοί σταθμοί κατανόησαν εγκαίρως το πρόβλημα και για να συγχωρεθούν από το αμάρτημα της «διαπλοκής» ασχολούνται ειδησεογραφικά με μη διαπλεκόμενα θέματα ­ ληστείες, μοιχείες, πυρκαϊές, ατυχήματα, πορνεία. Φαίνεται ότι και το μέλλον του Τύπου εκεί βρίσκεται: σε υπεράνω υποψίας διαπλοκής έντυπα με αθώο περιεχόμενο που δεν διαφθείρουν τον δημόσιο βίο, τύπου Espresso. Οσοι αναρωτιούνται για τον εκπεσμό της δημοσιογραφίας σε σκανδαλοθηρικά «κοινωνικά» θέματα, ας αναρωτηθούν κατά πόσο ευθύνεται για αυτό και η υπονόμευση της πολιτικής λειτουργίας των μέσων λόγω της άκρατης διαπλοκολογίας.


ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Τι συμβαίνει στις άλλες χώρες


ΑΥΣΤΡΙΑ: Εφαρμόζεται και στα μέσα η γενική αντιμονοπωλιακή νομοθεσία. Λόγω της πτώσης της κυκλοφορίας τους, οι μικρότερες εφημερίδες επιχορηγούνται από το κράτος.


ΒΕΛΓΙΟ: Εφαρμόζεται ομοίως η γενική αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, ενισχύονται οι μικρότερες εφημερίδες ακόμη και αν ανήκουν σε «αλυσίδες», αρκεί να έχουν ανεξαρτησία.


ΒΡΕΤΑΝΙΑ: Απαιτείται έγκριση για συγχωνεύσεις εφημερίδων με κυκλοφορία άνω των 500.000 φύλλων. Σε επιχειρήσεις εφημερίδων που έχουν κυκλοφορία άνω του 20% της συνολικής εθνικής, δεν επιτρέπεται να έχουν τηλεοπτικούς σταθμούς που συγκεντρώνουν περισσότερο από 15% της τηλεθέασης. Δεν επιτρέπεται σε οποιονδήποτε να ελέγχει περισσότερο από 15% της συνολικής ραδιοφωνικής ακρόασης. Δεν επιτρέπεται σε τοπικές εφημερίδες με δεσπόζουσα θέση στην αγορά τους να ελέγχουν και τοπικούς ραδιοσταθμούς.


ΓΑΛΛΙΑ: Δεν επιτρέπεται έλεγχος εφημερίδων που συγκεντρώνουν συνολικά άνω του 30% της κυκλοφορίας. Επιχορηγούνται οι ημερήσιες πολιτικές εφημερίδες. Δεν επιτρέπεται συμμετοχή άνω του 25% σε έναν σταθμό ή άνω του 15% σε δύο. Υπάρχουν περιορισμοί ως προς την ταυτόχρονη συμμετοχή σε εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλεόραση.


ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Δεν επιτρέπεται συμμετοχή άνω του 50% σε σταθμούς εθνικής εμβέλειας. Εταιρεία ή πρόσωπο που έχει συμμετοχή 25%-50% επιτρέπεται να έχει σε άλλους δύο σταθμούς ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 25%. Μια εταιρεία μπορεί να έχει ως δύο ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας, εκ των οποίων μόνο το ένα μπορεί να είναι ενημερωτικό.


ΙΤΑΛΙΑ: Δεν επιτρέπεται ιδιοκτησία περισσοτέρων των τριών τηλεοπτικών σταθμών εθνικής εμβέλειας ­ απορρίφθηκε με δημοψήφισμα η πρόταση να μειωθεί αυτός ο αριθμός. Οσοι έχουν τρεις τέτοιους σταθμούς δεν επιτρέπεται να έχουν εφημερίδες. Ιδιοκτήτες δύο σταθμών μπορούν να έχουν εφημερίδες με ποσοστό κυκλοφορίας ως 8% της συνολικής, ιδιοκτήτες ενός σταθμού επιτρέπεται να έχουν εφημερίδες με κυκλοφορία ως 16%. Δεν επιτρέπεται σε μη μεντιατικές επιχειρήσεις να έχουν σταθμούς, μπορούν όμως να έχουν εφημερίδες με κυκλοφορία ως 25% της συνολικής.


ΙΣΠΑΝΙΑ: Ισχύει η γενική αντιμονοπωλιακή νομοθεσία αλλά δεν επιτρέπεται συμμετοχή άνω του 25% σε τηλεοπτικούς σταθμούς.


ΟΛΛΑΝΔΙΑ: Ισχύει η γενική αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, επιχορηγούνται οι εφημερίδες που βρίσκονται σε κρίσιμη οικονομική κατάσταση.


ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ: Δεν υπάρχει ειδική νομοθεσία, επιχορηγούνται εφημερίδες για να εισαγάγουν τις νέες τεχνολογίες.


ΣΟΥΗΔΙΑ: Ισχύει η γενική αντιμονοπωλιακή νομοθεσία. Επιχορηγούνται περιφερειακές και τοπικές εφημερίδες, κυρίως όσες δεν έχουν δεσπόζουσα θέση στην αντίστοιχη αγορά.


* Από το βιβλίο του Emm. Ε. Paraschos, Media Law and Regulation in the European Union, Iowa State University Press, 1998.


Ο κ. Δημήτρης Κ. Ψυχογιός είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης.