Ο μήνας που άλλαξε την πολιτική ιστορία * Πώς χαρακτήριζε η Αυλή τον πρωθυπουργό του 53% * Ποιον ρόλο έπαιξαν οι «ομαδάρχες» Ανδρέας Παπανδρέου και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης * Πού στόχευε η δημαγωγία της ΕΡΕ


Για πολλούς όχι μόνο η λέξη «Ιουλιανά» αλλά και η εποχή, η σημασία της είναι κάτι το εντελώς άγνωστο. Σε αρκετούς «θυμίζει κάτι» ­ ένα ακαθόριστο κυβερνητικό σχήμα ή κάτι τέτοιο. Μόνο για λίγους, σχετικώς, η λέξη «Ιουλιανά» προσδιορίζει μια συγκεκριμένη πολιτική ανωμαλία που διεπράχθη πριν από 35 χρόνια ακριβώς. Και όμως αυτά που συνέβησαν στην Ελλάδα στις 15 Ιουλίου 1965 και τις αμέσως επόμενες ημέρες αποτελούν ένα από τα μεγάλα ορόσημα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας μας. Τα γεγονότα εκείνων των ημερών, ομόσαρκα συνδεδεμένα με αυτό που έμεινε γνωστό ως «αποστασία», δημιούργησαν το πολιτικό, το φιλοσοφικό και το ηθικό περίγραμμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν όλες οι παρασιτικές κυβερνητικές ζυμώσεις που έκτοτε έφεραν μια στρατιωτική δικτατορία, ανέτρεψαν τη μοναρχία ανεπιστρεπτί, φαλκίδευσαν την εθνική έκταση του Ελληνισμού, αλλά τελικώς άνοιξαν τον δρόμο για μια Ελλάδα πιο δημοκρατική, έναν πολιτικό κόσμο πιο νηφάλιο και μια ελληνική κοινή γνώμη λιγότερο συναισθηματική και περισσότερο προσγειωμένη. «Το Βήμα», η εφημερίδα που έπαιξε ουσιαστικό, κύριο ρόλο στην υποστήριξη των συνταγματικών σταθερών και στην καταγγελία ατόμων και καταστάσεων που τις παρεβίασαν, επιχειρεί σήμερα, 35 χρόνια μετά το «βασιλικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου», να θυμίσει ­ να πληροφορήσει τους νεότερους αναγνώστες του ­ τις ημέρες εκείνες του Ιουλίου του 1965, σε ημερολογιακή βάση, με στοιχεία της εποχής και άλλα που έγιναν έκτοτε γνωστά.


Πέμπτη 15 Ιουλίου 1965. Ωρα 7.23 μ.μ. Ανάκτορα Ηρώδου Αττικού



Η κεντρική δίφυλλη πόρτα της μικρής, δεξιάς, αίθουσας που χρησιμεύει για καθημερινό επίσημο γραφείο του νεαρού βασιλιά Κωνσταντίνου ­ το μεγάλο γραφείο του πατέρα του το χρησιμοποιεί μόνο για επίσημες συναντήσεις με ξένους ­ ανοίγει από μέσα, ο ένστολος φρουρός που βρίσκεται ακριβώς απέναντι, στο μικρό χολ, ελέγχοντας όλο τον μακρύ διάδρομο, χαιρετά, ένας της ασφαλείας δίνει ψιθυριστά και με νοήματα σε κάποιους «σήμα για το αυτοκίνητο του κυρίου προέδρου», η πόρτα είναι ανοικτή τώρα, ακούγεται η φωνή του Γεωργίου Παπανδρέου, καθώς στο άνοιγμά της προβάλλει η σιλουέτα του ­ σκούρο μπλε κοστούμι, άσπρο πουκάμισο, και γραβάτα γκρι-μπλε, μαλλιά γκριζόλευκα και (περιέργως) στρωμένα. «Μεγαλειότατε, αύριον θα σας υποβάλω και εγγράφως την παραίτησίν μου».


Παραίτηση; Ο λαοπρόβλητος πρωθυπουργός της κυβέρνησης του 53% των εκλογών του Φεβρουαρίου 1964 παραιτείται; Δεν είναι δυνατόν!


Τώρα στην πόρτα προβάλλει και ο Κωνσταντίνος. Ανέμελο όπως πάντοτε ύφος, κρατά με το χέρι το πόμολο της πόρτας, σημάδι ότι εκείνος την άνοιξε στον πρωθυπουργό «του». «Είναι δεδομένη η παραίτησις» ακούγεται να λέει. Ο Γεώργιος Παπανδρέου έχει ήδη απομακρυνθεί δύο βήματα, γυρίζει όμως και εις επήκοον και των φρουρών απαντά: «Καταλαβαίνω τι έχετε κατά νουν, μεγαλειότατε».


Πολλοί ως σήμερα αμφιβάλλουν αν εκείνη την ώρα ο Γεώργιος Παπανδρέου καταλάβαινε τι είχε «κατά νουν» ο Κωνσταντίνος. Το κατάλαβε όμως μία ώρα αργότερα.


Ο πρωθυπουργός απέφυγε τους πολιτικούς συντάκτες που είχαν συγκεντρωθεί στην έξοδο των ανακτόρων επί της Γεωργίου Β’, πράγμα ασυνήθιστο για εκείνον, και κατευθύνθηκε στο σπίτι του στο Καστρί, όπου βρίσκονταν ήδη αρκετοί βουλευτές της Ενωσης Κέντρου και στενοί συνεργάτες του. Πέρασαν σε σύσκεψη και ο πρωθυπουργός άρχισε να τους ενημερώνει για την συνάντησή του με τον Κωνσταντίνο. Ξαφνικά, στις 8.40 μ.μ. ανοίγει η πόρτα και με κομμένη ανάσα ένας από τους γραμματικούς λέει: «Ο Κωνσταντίνος έκανε κυβέρνηση με τον Νόβα».


Εκανε κυβέρνηση; Με τον Νόβα! Αδύνατον.


Τι δεν ήξερε ο Γέρος


Και όμως ήταν γεγονός. Ο νεαρός βασιλιάς, αυτός για τον οποίο ο Γεώργιος Παπανδρέου έλεγε πριν από λίγους μήνες πως «είναι καλό παιδί, θα τον εγγράψουμε και στην Ενωση Κέντρου», αυτός για τον οποίο μόλις τον περασμένο Νοέμβριο είχε δηλώσει στη Βουλή ότι «τηρεί εις το ακέραιον το γράμμα και το πνεύμα του πολιτεύματος» είχε αγνοήσει και το γράμμα και το πνεύμα του και είχε ορκίσει πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, τον τότε πρόεδρο της Βουλής.


Εκείνο που δεν γνώριζε τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ότι, μισή και πλέον ώρα προτού συναντηθεί με τον βασιλιά το απόγευμα εκείνης της Πέμπτης στα ανάκτορα, είχε κληθεί ο συνταγματικός σύμβουλος του βασιλιά καθηγητής Χρ. Σγουρίτσας, ότι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος είχε ενωρίτερα επικοινωνήσει με τον Νόβα και ότι ο υπασπιστής του βασιλιά ταγματάρχης Μ. Αρναούτης είχε μεταβεί στην Αρχιεπισκοπή και είχε «συνομιλία με τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο κατ’ επιταγήν της Α. Μεγαλειότητος». Και οπωσδήποτε ο πρωθυπουργός δεν είχε προσέξει, όταν έπρεπε, τον Ιανουάριο, τότε που η «Καθημερινή», εκφράζοντας εκείνη την εποχή τις απόψεις και τις προθέσεις των Ανακτόρων, είχε γράψει ότι «ετέθη [σε λειτουργία] ο μηχανισμός προς διάλυσιν της Ενώσεως Κέντρου».


Και πραγματικά. Η απομάκρυνση του Γεωργίου Παπανδρέου από την εξουσία ήταν από πολύ ενωρίτερα στις προθέσεις και στους σκοπούς των Ανακτόρων και όσων ακολουθούσαν τη βασιλική γραμμή. Σήμερα, που λειτουργεί η δημοκρατία στη χώρα μας, είναι αδιανόητο ακόμη και για εκείνους που έζησαν τα «σκληρά χρόνια» της δεκαετίας του ’60 να συνειδητοποιήσουν πώς ήταν δυνατόν ένας συνταγματικός ανώτατος άρχων να ερμηνεύει το σύνταγμα όπως εκείνος (και οι περί εκείνον) ήθελε ­ όταν δεν το ποδοπατούσε και δεν το αγνοούσε εντελώς. Ηταν όμως κάτι το συνηθισμένο, ήταν η «επικρατούσα κατάσταση», αν και η επέμβαση του Κωνσταντίνου στην ενεργό πολιτική με την ορκωμοσία της κυβέρνησης Νόβα, προτού ακόμη ο πρωθυπουργός υποβάλει επισήμως και τυπικώς την παραίτησή του, ήταν κάτι που ξεπερνούσε όλες τις ως εκείνη τη στιγμή παρεμβάσεις, επεμβάσεις και αυθαιρεσίες της Αυλής και του ίδιου του βασιλιά.


Είναι αδύνατον να κατανοήσουμε σήμερα τα Ιουλιανά αν δεν λάβουμε υπόψη ότι ο βασιλιάς δεν ήταν ο τυπικός ανώτατος άρχων, αλλά ήταν ένας κομματάρχης. Μάλιστα ο Κωνσταντίνος ήταν και κακός κομματάρχης. Το κόμμα του δεν ήταν η συντηρητική ΕΡΕ, όπως δεν ήταν ο προγενέστερος αυτής Εθνικός Συναγερμός του Παπάγου ή το Κόμμα των Προοδευτικών του Μαρκεζίνη. Το κόμμα του βασιλιά και της Αυλής του ήταν η Δεξιά γενικώς. Γι’ αυτό ήταν μεγάλο σοκ για τα Ανάκτορα η ήττα της και η εκλογική επιτυχία της Ενωσης Κέντρου ­ πρώτα τον Νοέμβριο του 1963 και κατόπιν ο θρίαμβος του Φεβρουαρίου του 1964. Ο Μαρκεζίνης, ο Αβέρωφ αλλά και άλλες προσωπικότητες της εποχής αποκάλυψαν αργότερα ότι η Αυλή «άρχισε να σκέπτεται τα χειρότερα» όταν διεπίστωσε ότι «αυτός ο ελεεινός [Γεώργιος] Παπανδρέου» συγκέντρωσε το 53% των ψήφων. Ευτυχώς που έσπευσε ο «ξένος παράγων», στον οποίο απευθύνθηκαν αμέσως και εμμέσως τα Ανάκτορα, να τους διαβεβαιώσει ότι δεν έχουν να φοβούνται τίποτε.


Εκείνος ο Ιούλιος του 1965 άρχισε περίεργα. Επιφανειακά «όλη η Ελλάδα αναμένει το ευτυχές γεγονός». Η Αννα-Μαρία, η δανέζα πριγκίπισσα την οποία νυμφεύθηκε ο Κωνσταντίνος τον Σεπτέμβριο, ήταν έγκυος, το βασιλικό ζεύγος είχε εγκατασταθεί στα ανάκτορά του στην Κέρκυρα και ο τοκετός ανεμένετο από ημέρα σε ημέρα. Το θερμόμετρο δεν είχε ξεπεράσει τους 30 βαθμούς στην Αθήνα, φωτιές δασών δεν αναφέρονταν, αλλά το πολιτικό θερμόμετρο ήταν στα ύψη και μια πολιτική φωτιά έκαιγε και πυρπολούσε το κυβερνητικό κόμμα της Ενωσης Κέντρου, τη Βουλή και, εμμέσως τουλάχιστον, τα άλλα κόμματα.


Η οξύτητα στη Βουλή


Η πολιτική κατάσταση είναι τεταμένη στο έπακρο. Στη Βουλή οι σχέσεις του κυβερνητικού κόμματος (ΕΚ) και ΕΡΕ βρίσκονται στο χειρότερο σημείο, ύστερα από την υποστήριξη της ΕΚ σε πρόταση της ΕΔΑ για παραπομπή σε Ειδικό Δικαστήριο ευθύνης υπουργών του Κωνσταντίνου Καραμανλή, τριών υπουργών του και λειτουργών δημοσίων επιχειρήσεων με την κατηγορία ότι δεν υποστήριξαν, ως ώφειλαν, το εθνικό συμφέρον και ότι χρηματίστηκαν σε συναλλαγές με ξένους οίκους. Η οξύτητα συντηρείται από αλληλοκατηγορίες των κομμάτων για παράνομες οργανώσεις και σχέδια ανατροπής του πολιτεύματος, με την ΕΚ να φέρνει στη δημοσιότητα το Σχέδιο «Περικλής» κατηγορώντας τη Δεξιά ότι «με βία και νοθεία» επεκράτησε στις εκλογές του 1961 και την ΕΡΕ να «αποκαλύπτει» το σχέδιο «ΑΣΠΙΔΑ» ως μέσο για «κομμουνιστικοποίηση» του Στρατού και να κατηγορεί ευθέως τον Ανδρέα Παπανδρέου ως αρχηγό του.


Μέσα στην ίδια την ΕΚ το «βαρύ τραύμα» που προκάλεσε στις αρχές του χρόνου η «στιγμιαία αποστασία» 13 βουλευτών, που σχημάτισαν ανεξάρτητη ομάδα υπό τον Σάββα Παπαπολίτη ­ και εντός 24ώρου… μετάνιωσαν και επανήλθαν στην ΕΚ ­, δεν έκλεισε και η υπόθεση του «ΑΣΠΙΔΑ» έδινε το πρόσχημα σε αρκετούς δεξιόστροφους βουλευτές να διαφωνούν. Υπέφωσκε γενικώς η αποσύνθεση, καθώς σχηματίζονταν μικροομάδες, που συνήθως αυτοδιαλύονταν αργότερα, γύρω από πιθανούς και μη διαδόχους του Γεωργίου Παπανδρέου, με περισσότερο προβεβλημένους ομαδάρχες τους Κώστα Μητσοτάκη και Ανδρέα Παπανδρέου.


Το «ρήγμα» στην ΕΚ αναθερμαινόταν από τη δημαγωγία της ΕΡΕ, η οποία υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και με πρόσχημα τη δραστηριότητα της Νεολαίας Λαμπράκη (αρχηγός της ο Μίκης Θεοδωράκης), με επερωτήσεις για τον «άμεσον κομμουνιστικόν κίνδυνον» και με ψευδή συνθηματολογία που διοχέτευε στον φιλικό της Τύπο συντηρούσε και όξυνε μια κατάσταση την οποία μερικά χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Κανελλόπουλος θα χαρακτήριζε «ανωμαλία» και θα αναγνώριζε την ευθύνη του για τη δημιουργία της. Ηταν ωστόσο ο ίδιος ο (τότε) αρχηγός της ΕΡΕ ο οποίος, μιλώντας στην πλατεία Κλαυθμώνος σε ογκώδη συγκέντρωση, ζήτησε από τους βουλευτές της ΕΚ να αποκηρύξουν τον πρωθυπουργό αρχηγό τους και δήλωσε πως η ΕΡΕ θα υποστηρίξει μια κυβέρνηση αποστατών.


Σ’ αυτό το βαρύ κλίμα ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφασίζει, και ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο εγκρίνει, να αντικαταστήσει τον αρχηγό του ΓΕΣ Γεννηματά, του οποίου η γενικότερη αντιδημοκρατική δράση και η συμπεριφορά είχε στιγματιστεί από πολλού τόσο από τον δημοκρατικό Τύπο όσο και από σημαίνοντες βουλευτές της ΕΚ. Ηταν μια απόφαση γεναία ­ ο πρωθυπουργός για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας «απεμάκρυνε» τον ηγέτη του Στρατού, που βεβαίως ήταν πρωτίστως ο τοποτηρητής του βασιλιά στις Ενοπλες Δυνάμεις. Ηταν όμως και μια απόφαση χρονικώς λανθασμένη. Απορεί κανείς πώς και γιατί ο πρωθυπουργός δεν απεμάκρυνε τον Γεννηματά και άλλους ακροδεξιούς αξιωματικούς στις αρχές του 1964, όταν είχε πρόσφατο το 53% της λαϊκής ετυμηγορίας, και το απεφάσισε σε μια στιγμή που το κόμμα του ήταν σε ημιδιάλυση.


Οπως ήταν επόμενο, ο Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε αμέσως την απόφαση για «αλλαγές στην ηγεσία του στρατεύματος» και το πληροφορήθηκε από εκείνον που ο πρωθυπουργός δεν περίμενε ­ από τον «πιο πιστό του φίλο», όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου χαρακτήριζε τον Πέτρο Γαρουφαλιά, τον υπουργό Αμύνης. Και του ήταν τόσο «πιστός» που, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, στις αρχές Ιουλίου ο Γαρουφαλιάς είχε συγκεντρώσει σπίτι του μερικούς βουλευτές της ΕΚ, στους οποίους δήλωσε ότι έπρεπε να ανατραπεί εσωκομματικά ο Γεώργιος Παπανδρέου και ότι ενδιαφερόταν να γίνει ο ίδιος πρωθυπουργός.


Η στάση των ΗΠΑ


Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος έφερε βαρέως το ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου έριξε το γάντι στα Ανάκτορα και στη μητέρα του Φρειδερίκη με την αγόρευσή του στη Βουλή για το Σχέδιο «Περικλής», «πολύ ενοχλήθηκε» από τα νέα που του έφερε ο Γαρουφαλιάς, λέει ο τότε υπασπιστής του Αρναούτης. Και «απεφάσισε ευθύς αμέσως να κάνει τούτο γνωστό εις τον πρωθυπουργόν του». Προηγουμένως όμως «επεκοινώνησε» γι’ αυτό το θέμα με τους Αμερικανούς της πρεσβείας, όπως έγινε γνωστό πολλά χρόνια αργότερα.


Η στάση των Αμερικανών ήταν εκ των προτέρων δεδομένη και τα Ανάκτορα το γνώριζαν. Στα μέσα Ιουνίου είχε συναντηθεί ο γραμματεύς του βασιλιά Κ. Χοϊδάς με τον επιτετραμμένο Ανσουτς και, μολονότι αυτός ήταν επιφυλακτικός, στη βολιδοσκόπηση που του έγινε δεν δυσκολεύθηκε να δώσει το μήνυμα: Η ασφάλεια των αμερικανικών και ελληνικών συμφερόντων στην περιοχή απαιτεί ισχυρή ελληνική στρατιωτική συγκρότηση και καλή συνεργασία των δύο χωρών στον στρατιωτικό τομέα.


Οι Αμερικανοί δεν ήταν αρνητικοί στην κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου. Οταν σχηματίστηκε, το 1964, ο τότε πρεσβευτής στην Αθήνα Λαμπουίς είχε προδιαθέσει μάλλον ευνοϊκά την Ουάσιγκτον υπογραμμίζοντας ότι «ο ένας στους δύο ψηφοφόρους ετάχθη υπέρ της πολυμερικής ΕΚ» και σημειώνοντας ότι μετέχει σ’ αυτήν και ο Ανδρέας με τον οποίο ο ίδιος ο πρέσβης είχε «επανειλημμένως συζητήσει» και τον έβρισκε «αρκετά επηρεασμένο από τον αμερικανικό πολιτικό ρεαλισμό». Η Ουάσιγκτον όμως, ιδιαίτερα ο Λευκός Οίκος, πήραν αναφανδόν εχθρική στάση προσωπικώς εναντίον του Γεωργίου Παπανδρέου όταν αυτός επισκέφθηκε, τον Ιούνιο του 1964, την αμερικανική πρωτεύουσα και απέρριψε εκεί τα σχέδια για την «οριστική και μόνιμη λύση» του Κυπριακού τα οποία του πρότεινε ο πρόεδρος Τζόνσον. Τότε, όπως αναφέρουν επίσημες ελληνικές πηγές, ο πρωθυπουργός «έφυγε για να γυρίσει στην Ελλάδα με την αίσθηση ότι οι ημέρες του στην εξουσία ήταν μετρημένες».


Οι αλλαγές στον Στρατό


Φυσικά τα Ανάκτορα ήταν ενήμερα των διαθέσεων της Ουάσιγκτον. Ετσι στις 23 Ιουνίου ο βασιλικός γραμματεύς Κ. Χοϊδάς πληροφορεί τον πρωθυπουργό ότι «ο Ρυθμιστής του Πολιτεύματος», ο Κωνσταντίνος δηλαδή, είναι αντίθετος στις κυοφορούμενες αλλαγές στον Στρατό. Ο Παπανδρέου δίνει την απάντησή του σε 24 ώρες.


Και είναι η απάντηση αυτή που προκαλεί ευθύς εξ αρχής αντιδράσεις μέσα στην κυβέρνηση και σε ορισμένο κύκλο βουλευτών της ΕΚ και έκτοτε δικαιολόγησε ­ ή έστω εξήγησε ­ τη στάση ορισμένων στενών συνεργατών του Γεωργίου Παπανδρέου. Διότι ο πρωθυπουργός έκανε πίσω με την απάντησή του. Ούτε λίγο ούτε πολύ βεβαιώνει τον Κωνσταντίνο ότι «ούτε διενοήθη» να προχωρήσει σε αλλαγές στο στράτευμα δίχως προηγουμένως «να επικοινωνήση» μαζί του! Ας σημειωθεί ότι και ο Παπανδρέου είχε συζητήσει προηγουμένως γι’ αυτές τις αλλαγές με τον Ανσουτς παρουσία του διπλωματικού συμβούλου του Τζων Σωσσίδη και, κατά τους Αμερικανούς τουλάχιστον, «ο πρωθυπουργός δεν φαίνεται να επιθυμεί σύγκρουση» με τον βασιλιά. Αντιθέτως, είναι αποφασισμένος να απαλλαγεί από τον Γαρουφαλιά, αφού, έστω και αργά, αντιλαμβάνεται ότι δεν του είναι και τόσο «πιστός». Του παραγγέλλει, πράγματι, να υποβάλει παραίτηση και μάλιστα τον διαβεβαιώνει, μέσω του Προέδρου της Βουλής Νόβα και του διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου του Ιω. Μανουσάκη ότι, για να μην τον θίξει, θα αναλάβει ο ίδιος ο πρωθυπουργός το υπουργείο Αμύνης.


Και εδώ έχουμε μια πλήρη παρεξήγηση που ερμηνεύτηκε διαφορετικά από κάθε ψηφίδα του πολιτικού μωσαϊκού της εποχής. Ο πρωθυπουργός πιστεύει ότι το να αναλάβει υπουργός Αμύνης ­ και, ας σημειωθεί, έχει κάθε συνταγματικό δικαίωμα να το κάνει ­ είναι πράξη στοιχειώδους ευπρέπειας προς έναν παλαιό φίλο (και γενναίο οικονομικό ενισχυτή, ας προσθέσουμε). Ομως όλοι οι άλλοι παράγοντες της πολιτικής και κομματικής ζωής το εκλαμβάνουν ως προσπάθεια του πατέρα Παπανδρέου να διασώσει τον γιο Παπανδρέου από τις κατηγορίες για συμμετοχή στον «ΑΣΠΙΔΑ». Διότι στο μεταξύ η υπόθεση έχει οδηγηθεί σε τακτική ανάκριση και ο Τύπος της Δεξιάς όπως και στελέχη της ΕΡΕ αλλά και εφημερίδες που κάποτε υποστήριζαν την ΕΚ μιλούσαν και έγραφαν για «βεβαία ανάμιξη» του Ανδρέα, προεξοφλώντας μάλιστα την καταδίκη του ως συνωμότη.