Πολλά ακούγονται και γράφονται τελευταία για το δημόσιο με αφορμή την πιθανότητα απολύσεων. Ο διάλογος επικεντρώνεται στο μισθολογικό κόστος του αναμφίβολα υπερτροφικού και δυσλειτουργικού δημοσίου, αλλά και στο πολιτικό και κοινωνικό κόστος που θα έχει μία πιθανή διάλυση του.

Ουδείς φαίνεται να προβληματίζεται για το κόστος που, το σοβιετικού τύπου ελληνικό δημόσιο, έχει για την ποιότητα της δημοκρατίας στη χώρα μας.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι, μαζί με την άμεση οικογένεια τους, αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι του εκλογικού σώματος. Ασχέτως με το αν έχουν διοριστεί αξιοκρατικά ή όχι, με την ψήφο τους μπορούν να καθορίζουν την εκλογή κυβέρνησης.

Εδώ δημιουργείται και το παράδοξο για τη δημοκρατία, η εκάστοτε κυβέρνηση διορίζει τους υπαλλήλους στο δημόσιο, αλλά οι υπάλληλοι αυτοί «διορίζουν» την εκάστοτε κυβέρνηση στην εξουσία και μέσα από αυτή τη συμβιωτική σχέση, καθορίζουν ποιος θα είναι ο εργοδότης τους.

Εντούτοις το εκλογικό αποτέλεσμα δεν είναι ο μόνος μοχλός χειραγώγησης των αποφάσεων της κυβέρνησης. Ελέγχοντας νευραλγικούς τομείς του κράτους όπως την είσπραξη φόρων, συγκοινωνίες, ενέργεια, υγεία, παιδεία, δικαιοσύνη και δημόσια τάξη, τα αντίστοιχα συνδικαλιστικά όργανα μπορούν να απαιτούν και να παίρνουν εργασιακά και μισθολογικά προνόμια, αδιανόητα για τους υπόλοιπους έλληνες. Ένα καθεστώς καλοπληρωμένης, χωρίς άνωθεν έλεγχο, μονιμότητας.

Με διασφαλισμένες δια βίου υψηλές αποδοχές, οι δημόσιοι υπάλληλοι κατάφεραν να έχουν μεγαλύτερη αγοραστική και δανειοληπτική δυνατότητα από την πλειοψηφία των υπολοίπων ελλήνων εργαζομένων. Έχοντας πρόσβαση σε περισσότερα χρήματα, αυτομάτως αποκτούν περισσότερη κοινωνική επιρροή, αφού σε μεγάλο βαθμό η εμπορική δραστηριότητα εξαρτάται από αυτούς. Χάρη στην αποταμιευτική και δανειοληπτική υπεροχή, έχουν εξασφαλίσει την στήριξη του τραπεζιτικού κλάδου, αλλά και τη δυνατότητα απόκτησης περισσοτέρων περιουσιακών στοιχείων των υπολοίπων ελλήνων, ενισχύοντας το καθεστώς νεοφεουδαρχίας που ως ψηφοφόροι και συνδικαλιζόμενοι έχουν δημιουργήσει.

Γνωρίζοντας πως οι χώρες με ελλειμματική δημοκρατία είναι κατά κανόνα φτωχές και με περιορισμένη διεθνή επιρροή, δεν απορούμε πως μία χώρα σαν τη δική μας, τόσο πλούσια σε πλουτοπαραγωγικές πηγές και σε αξιοζήλευτη γεωπολιτική θέση, έχει βρεθεί να επαιτεί για την επιβίωση της.

Διότι το μισθολογικό κόστος του διεφθαρμένου δημοσίου δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου. Απανωτές απεργιακές κινητοποιήσεις, συνήθως με παράλογα αιτήματα όπως αυξήσεις μισθών μέσα στην κρίση, έπληξαν τους παραγωγικούς τομείς της χώρας. Από ματαιώσεις αεροπορικών πτήσεων, μέχρι διακοπές ρεύματος και συσσώρευση απορριμμάτων στους δρόμους των πόλεων, η εικόνα της διαλυμένης Ελλάδας ζημίωσε σημαντικά τον τουρισμό και τις εξαγωγές, αλλά και κάθε άλλη ιδιωτική πρωτοβουλία.

Το σημαντικότερο όμως κόστος για την οικονομία είναι οι υποδομές που δεν δημιουργήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, όπως οι σύνδεση των λιμανιών με το σιδηρόδρομο, αλλά ακόμα και ιδιωτικές επενδύσεις που εμποδίστηκαν, όπως π.χ. τα κοινοτικά κονδύλια που ουδέποτε εκταμιεύτηκαν γιατί, όπως διαβάσαμε πρόσφατα στις εφημερίδες, «οι φάκελοι δεν είχαν κίνητρο να προχωρήσουν».

Πέραν όμως της οικονομίας το αδηφάγο δημόσιο έχει καταφέρει βαθύτατη πληγή στην ελληνική κοινωνία, ενισχύοντας το μοντέλο του πολίτη-ραγιά, που υπομένει τη βαρβαρότητα των δημοσίων υπαλλήλων, την οποία εξευμενίζει πότε με «φακελάκι» και πότε με «γρηγορόσημο», αποκόπτοντας την κοινωνία από το δυτικό εργασιακό ήθος, καταδικάζοντας την σε μία οθωμανικού τύπου ρουσφετολογική αναξιοκρατία.

Ακόμα και αν είχαμε τη δυνατότητα να πληρώνουμε όχι ένα, αλλά δύο εκατομμύρια υπαλλήλους, δεν έχουμε πια τα περιθώρια να συντηρούμε τις παθογένειες που κάνουν μία δημοκρατία δυσλειτουργική. Το βαθύτερο πρόβλημα τις Ελλάδας δεν είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα της οικονομίας, αλλά το πολιτικό έλλειμμα της δημοκρατίας.

Ελένη Δ. Τσέλιγκα, υποψήφια διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών, Staffordshire University