Διαβάζοντας, εδώ και χρόνια, εκατοντάδες δημοσιεύματα (άρθρα, συνεντεύξεις, ρεπορτάζ, αφιερώματα) με θέμα «Γιατί αγαπώ τη γειτονιά μου», όπου διάφοροι (συνήθως) επώνυμοι Αθηναίοι αποκαλύπτουν ότι από ένα διαμέρισμα που βλέπει στα κανάλια του Αμστερνταμ, από ένα καλοσυντηρημένο σπίτι στις ιστορικές γειτονιές του Παρισιού ή από ένα loft στο λιμάνι του Οσλο, της Κοπεγχάγης ή της Στοκχόλμης προτιμούν ένα ανήλιαγο τριάρι στον δεύτερο όροφο αθηναϊκής πολυκατοικίας της δεκαετίας του ’80 με θέα σε έναν αποψιλωμένο ακάλυπτο, αποφάσισα να κάνω αντίσταση.
Εγώ θα γράψω γιατί δεν αγαπώ τη γειτονιά μου. Για έναν κυρίως λόγο. Επειδή είναι χάλια, με την κατάστασή της να επιδεινώνεται διαρκώς. Επειδή από τα παλαιά ωραία σπίτια έχουν απομείνει ελάχιστα, τα οποία είτε είναι κακοσυντηρημένα είτε καταρρέουν. Oλα τα άλλα είναι κακόγουστες πολυκατοικίες που φτιάχτηκαν από τις αρχές του ’70 μέχρι σήμερα. Πεζοδρόμια, δρόμοι, πλατείες είναι γεμάτα φθορές, σπανίως γίνονται επιδιορθώσεις. Οι ίδιες και οι ίδιες λακκούβες εδώ και χρόνια. Μου είναι πλέον τόσο γνώριμες που νομίζω πως αν γίνει κανένα θαύμα και τις κλείσουν θα μου λείψει κάτι… πολύ δικό μου. Το πάρκινγκ είναι ένα τεράστιο πρόβλημα και οι περισσότεροι πεζόδρομοι είναι γεμάτοι σταθμευμένα αυτοκίνητα και μηχανές. Δηλαδή δεν είναι πεζόδρομοι. Το δασάκι που περιβάλλει τα Δικαστήρια έχει τα ίδια χάλια από τότε που ήμουν παιδί, ποτέ κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για να το περιποιηθεί και να το συντηρήσει. Τον γειτονικό λόφο τον θυμάμαι σε κάπως καλύτερη κατάσταση, τώρα είναι στα χειρότερά του.
Για το άλσος στο Πεδίον του Αρεως ό,τι και να πω (έχω γράψει πολλά μέχρι σήμερα) είναι λίγο. Από μόνο του, μέσα στην εγκατάλειψη, και εξαιτίας της μετατροπής του στη μεγαλύτερη αγορά πρέζας στην Ελλάδα, θα ήταν λόγος να πέσει η κυβέρνηση οποιασδήποτε πολιτισμένης χώρας. Η πλατεία Πρωτομαγιάς παραμένει διαχρονικό ρημαδιό. Σιχαίνεσαι να τη βλέπεις, κακοφτιαγμένη, φθαρμένη και παμβρώμικη. Τουλάχιστον πρόσφατα (μετά από πολύ πολύ καιρό) βελτίωσαν τον φωτισμό της και δεν τρέμει η ψυχή σου τα βράδια που υποχρεώνεσαι να τη διασχίσεις.
Η λεωφόρος Αλεξάνδρας επίσης παρατημένη, με πολλά μαγαζιά κλειστά. Παντού μια θλίψη. Και εμείς, στριμωγμένοι σε διαμερίσματα που βλέπουν τα απέναντι διαμερίσματα, σε δρόμους στενούς, τόσο στενούς που συχνά δεν τους ζεσταίνει ο ήλιος, αναρωτιόμαστε αν πρέπει να πάμε σε γιατρό για να μας γράψει αντικαταθλιπτικά ή αν θα πρέπει να μιμηθούμε εκείνους τους φίλους που από τότε που τα καταπίνουν με τις χούφτες, χωρίς συνταγή, βλέπουν την πλατεία Γκύζη ίδια και απαράλλακτη με την Place Vendôme.
Κάτι ακόμη: Για να φτάσω στο σπίτι μου από το κέντρο της πόλης πρέπει να πάρω ένα μικρό λεωφορείο που ακριβώς επειδή είναι μικρό και επειδή δεν φτάνει σχεδόν ποτέ στην ώρα του, είναι πάντα τόσο γεμάτο που συχνά επιλέγω να πάω με τα πόδια παρά να υποστώ αυτό το, στα όρια της κακοποίησης, στρίμωγμα. Εχω, όπως καταλαβαίνετε, άπειρους λόγους για τους οποίους δεν αγαπώ καθόλου τη γειτονιά μου, όπως και πολλές άλλες γειτονιές της Αθήνας. Περιοχές που αν τις προσέχαμε, τις φροντίζαμε και τις εξελίσσαμε, θα μπορούσαν να είναι από χαριτωμένες έως αξιαγάπητες. Oμως είναι άθλιες.
Και αν σήµερα νιώθω την ανάγκη να το γράψω, δεν είναι επειδή ξύπνησα με διάθεση να γεμίσω με γκρίνια και μιζέρια την Κυριακή σας. Είναι επειδή, διαβάζοντας για άλλον έναν γνωστό Αθηναίο που όχι μόνο δεν μπορεί να απαρνηθεί τον βρώμικο δρόμο όπου μεγάλωσε αλλά και τον θεωρεί τον ομορφότερο δρόμο του κόσμου, σκέφτηκα πως αν δεν αναγνωρίσουμε και αν δεν παραδεχθούμε τα προβλήματα και την ασχήμια του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούμε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να το αλλάξουμε. Οσο εξακολουθούμε να υποκρινόμαστε πως ζούμε σε έναν Παράδεισο, ελπίδα δεν έχουμε. Και επειδή Παράδεισος δεν υπάρχει πουθενά γύρω μας στην Αθήνα του 2018, είναι νομίζω έως και βλαπτικές αυτές οι «λαϊφσταϊλίστικες» εξάρσεις όλων εκείνων που δεν μπορούν να ζήσουν μακριά από την Κυψέλη, από το Παγκράτι, από τη Νεάπολη. Αν πράγματι δεν μπορούν, θα πρέπει φοβάμαι να το κοιτάξουν ιατρικά το θέμα. Εμείς που μπορούμε, ας ξεκινήσουμε από την παραδοχή πως ζούμε σε μια χωματερή και ας κάνουμε επιτέλους κάτι. Εκτός αν μας αρέσει το χάος.

kvidos@tovima.gr, kosmasvidos@gmail.com

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Απριλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ