Τις προηγούμενες εβδομάδες ο κερκυραϊκός Τύπος φιλοξενούσε μικρές αγγελίες αναζήτησης περίπου 600 εργαζομένων για μεγάλη ξενοδοχειακή αλυσίδα, η οποία στα μέσα Μαΐου πρόκειται να εγκαινιάσει δύο μεγάλες τουριστικές μονάδες.
Προς μεγάλη έκπληξη των υπευθύνων της αλυσίδας η ανταπόκριση ήταν περιορισμένη. Μόλις 120 από τις 600 διαθέσιμες θέσεις εργασίας καλύφθηκαν, με αποτέλεσμα να αναγκασθούν οι αρμόδιοι να απευθυνθούν σε άλλες χώρες και ήδη προχωρούν σε ταχύρρυθμη εκπαίδευση τσέχων και ρουμάνων εργαζομένων για την κάλυψη των αναγκών τους. Αντιστοίχως παραγωγική μονάδα ζυμαρικών αναζητούσε ματαίως όλο το προηγούμενο διάστημα μικρό αριθμό εργαζομένων για απασχόληση στη βιομηχανική ζώνη του Κιλκίς.
Πολλοί υποθέτουν ότι σε κάθε τοπική αγορά εργασίας υπάρχουν ιδιαιτερότητες. Πιθανώς η Κέρκυρα να αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση καθώς υπάρχει πλήθος αυτοαπασχολουμένων στον τουριστικό τομέα και το τοπικό εργατικό δυναμικό όντως να μην επαρκεί. Για το Κιλκίς ωστόσο δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο.
Το παράδοξο είναι ότι δεν πρόκειται για μοναδικά παραδείγματα. Οπως και να έχει πάντως, τίποτε δεν δικαιολογεί αδυναμία κάλυψης κενών θέσεων εργασίας σε μια χώρα με ανεργία υψηλότερη του 20%!
Ορισμένοι αποδίδουν την παρατηρούμενη απροθυμία κάλυψης κενών θέσεων εργασίας στη διαμορφούμενη κουλτούρα αεργίας εξαιτίας της πολιτικής των επιδομάτων που εισήχθη συστηματικά τα τελευταία χρόνια.
Με άλλα λόγια, είναι αρκετοί αυτοί που «βολεύονται» και προτιμούν την ιδιότητα του άεργου επιδοματούχου από εκείνη του μισθωτού.
Αυτή τη στιγμή οι καλυπτόμενοι στην Ελλάδα από πολιτικές επιδομάτων υπολογίζονται σε περίπου 800.000. Αριθμός ικανός να διαμορφώσει συγκεκριμένη κουλτούρα και συμπεριφορά. Και μαζί να αναπτύξει νοοτροπίες, να διαμορφώσει συνειδήσεις και να συγκροτήσει αντιστάσεις απέναντι στις επενδύσεις και στην οικονομική ανασυγκρότηση.
Πολύ περισσότερο μάλιστα αν συνυπολογιστεί και η επίδραση που φαίνεται να ασκεί σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού η τρέχουσα κυβερνητική πολιτική, η οποία πέραν των άλλων συστηματικά καλλιεργεί το τελευταίο διάστημα προσδοκίες προσλήψεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί την ανάγκη συγκρότησης πολιτικών κοινωνικής προστασίας για εκείνους που πραγματικά έχουν ανάγκη. Οπως επίσης και μπορεί να αντιληφθεί τους πολιτικούς στόχους και τις εκλογικές επιδιώξεις από τυχόν γενικευμένη καλλιέργεια επιδοματικών νοοτροπιών και προσδοκιών τακτοποίησης και κάλυψης από το κράτος.
Ωστόσο, η ζημιά που προκαλείται από πολιτικά οργανωμένη επικράτηση τέτοιων πρακτικών είναι τεράστια και αναδεικνύει πλήρως τα διλήμματα της μεταμνημονιακής εποχής.
Επειτα από τόσες πικρές εμπειρίες και ακόμη περισσότερες διαρθρωτικού τύπου μεταβολές στο σώμα της οικονομίας και της κοινωνίας, η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία να αλλάξει πραγματικά και να βαδίσει συνειδητά και οργανωμένα σε δρόμο παραγωγής και δημιουργίας.
Είναι αλήθεια πως πρόκειται για δύσκολο και απαιτητικό δρόμο. Ομως ο άλλος δρόμος, αυτός της επιστροφής στις διαρθρωτικές αμαρτίες των προηγούμενων δεκαετιών, το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί είναι την εθνική καταστροφή.
Θα ισοδυναμεί με έγκλημα κατά της πατρίδας οποιαδήποτε διολίσθηση στις πρακτικές του παρελθόντος.
Αυτό είναι και το μεγάλο δίλημμα που τίθεται τώρα και θα τεθεί στις προσεχείς εκλογές.
Ποιον δρόμο θα βαδίσει η Ελλάδα; Αυτόν της δημιουργίας και της εθνικής αναγέννησης ή αυτόν της επιστροφής στον δρόμο της ευκολίας, του λαϊκισμού, της επιδοτούμενης αεργίας και της δήθεν «ενόπλου επαιτείας»;



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ