Στους Ολυμπιακούς Αγώνες (ΟΑ) του Ρίο το σύνθημα που επικρατεί είναι «Ολυμπιακοί Αγώνες για ποιους;». Από το 2012 για οικονομικούς κυρίως λόγους πολλές πόλεις αποσύρουν τις υποψηφιότητές τους για τη διοργάνωση μελλοντικών ΟΑ. Ετσι η Ρώμη αποσύρθηκε το 2012 για τους Θερινούς Αγώνες 2020, αν και είναι ξανά υποψήφια για τους Αγώνες 2024. Το 2014 η Στοκχόλμη απέσυρε την υποψηφιότητά της για τους Χειμερινούς ΟΑ του 2022 και ακολούθησαν η Κρακοβία (Πολωνία), το Λβιβ (Ουκρανία), το Οσλο, το Μόναχο και το Σεν Μόριτζ – Νταβός. Το 2015 ματαιώθηκε η υποψηφιότητα της Βοστώνης και κατόπιν δημοψηφίσματος και του Αμβούργου για την Ολυμπιάδα του 2024. Ας τεκμηριώσουμε πολύ συνοπτικά τους κυριότερους λόγους για τους οποίους οι σημερινοί ΟΑ έπαψαν να είναι το μήλον της Εριδος και με δυσκολία πλέον αναλαμβάνεται η διοργάνωσή τους.

Το δυσθεώρητο κόστος
διοργάνωσης και ο φόβος τρομοκρατικών επιθέσεων είναι οι βασικοί λόγοι που κάνουν ασύμφορη και μη ελκυστική την ανάληψη των ΟΑ ακόμη και από πόλεις πλουσίων χωρών όπως οι σκανδιναβικές, η Γερμανία και η Ελβετία. Απαιτούνται πολλά δισεκατομμύρια για τη διοργάνωση της μεγαλύτερης αθλητικής φιέστας του πλανήτη: οι Αγώνες της Αθήνας το 2004 κόστισαν γύρω στα 13 δισ. ευρώ, χωρίς αυτό να έχει ακόμη επίσημα εκτιμηθεί. Μόνο η ασφάλεια κόστισε 1,5 δισ. δολάρια, εξαπλάσια από τους Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000. Βέβαια το κόστος αυτό εξακοντίστηκε όχι μόνο λόγω τρομοκρατικής απειλής αλλά και από τις μίζες της Siemens προς τα κυβερνητικά πολιτικά κόμματα για την εξασφάλιση του συμβολαίου του περιβόητου συστήματος ασφάλειας C4I που δεν λειτούργησε, αν και κόστισε γύρω στα 260 εκατ. ευρώ, καθώς επίσης και από τους «λευκούς ελέφαντες», δηλαδή «βαριά» ολυμπιακά έργα που αποδείχθηκαν άχρηστα μετά τους Αγώνες. Οι επόμενοι ΟΑ του Πεκίνου κόστισαν περίπου 12 δισ. δολάρια, του Λονδίνου 16,5 δισ. δολάρια και στο Σότσι της Ρωσίας το εκπληκτικό 51 δισ. δολάρια. Εφέτος στο Ρίο έχει προβλεφθεί ένα αρχικό κόστος 14,4 δισ. δολαρίων που έχει ήδη ξεπεραστεί έχοντας προκαλέσει κοινωνική αναταραχή.

Το λεγόμενο «Βιομηχανικό Σύμπλεγμα Ασφαλείας και Παρακολούθησης»
εκμεταλλεύεται τον πανικό και την ανασφάλεια μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις 11.9.2001 στις ΗΠΑ. Εκτοτε οι ΟΑ κυριαρχούνται από τα συμφέροντα ενός μεγάλου συνασπισμού δυτικών κυβερνητικών και στρατιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας, με συνεργασία ερευνητικών πανεπιστημιακών κέντρων και διακυβερνητικών οργανισμών, μαζί με εταιρείες κατασκευής οπλικών και ηλεκτρονικών συστημάτων, καθώς και ΜΜΕ παγκόσμιας εμβέλειας. Οι ΟΑ συνιστούν ευκαιρία και βιτρίνα προώθησης των τελευταίων πολεμικών τεχνολογιών για καθημερινή ασφάλεια και παρακολούθηση με τεράστια κέρδη, όπως π.χ. προηγμένες κάμερες CCTV, τηλεκατευθυνόμενα αεροχήματα drones, συστήματα υποκλοπών κ.τ.λ. Ασχετα αν όλα αυτά αποδεικνύονται αναποτελεσματικά στην αποτροπή της τρομοκρατίας και συνήθως βοηθούν μόνο στην εκ των υστέρων ταυτοποίηση των δραστών, αποτελούν πλέον αναγκαία «τεχνο-ασφάλεια» κάθε μεγάλης διοργάνωσης.

Η στρατιωτικοποίηση των ΟΑ
έχει γίνει αναγκαστική με δεδομένη την αναποτελεσματικότητα της «τεχνο-ασφάλειας», όπως έδειξε το φιάσκο του C4I στην Αθήνα 2004. Η πραγματική ολυμπιακή ασφάλεια με χιλιάδες αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις και τη διάθεση ακόμη και πυραύλων μετατρέπει τους ΟΑ στη μεγαλύτερη εν καιρώ ειρήνης επιχείρηση ασφαλείας. Τους ΟΑ στο Ρίο φρουρούν 70.000 στρατιώτες, όπως έγινε και στην Αθήνα, στο Πεκίνο και στο Λονδίνο μετά το εκεί φιάσκο της εταιρείας security G4S.

Η μεγάλη εμπορευματοποίηση των ΟΑ έχει προκαλέσει τη «μακντοναλντοποίησή» τους,
αφού αποτελούν χρυσή κερδοφόρα επένδυση για τις μεγάλες εταιρείες. Από τους Αγώνες της Ατλάντας το 1996 αμερικανικές εταιρείες πλήρωσαν το 60% όλων των εξόδων των ΟΑ. Η NBC υπέγραψε το 2014 συμβόλαιο 7,75 δισ. δολαρίων αποκλειστικής τηλεοπτικής κάλυψης όλων των ΟΑ ως το 2032. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) προσπορίζεται το 70% σχεδόν των τηλεοπτικών δικαιωμάτων των Αγώνων και θεωρείται η πιο αδιαφανής και ανεξέλεγκτη διεθνής οργάνωση. Η ΔΟΕ εισέπραξε 957 εκατ. δολάρια για τους ΟΑ του Λονδίνου 2012 από 11 ιδιωτικές εταιρείες όπως η Coca-Cola, η Visa και η McDonald’s.

H διαφθορά και τα σκάνδαλα.
Οπως έχει επισημάνει ο Christopher Shaw (2008), «δεν υπάρχουν ΟΑ χωρίς ένα ή δύο… ή περισσότερα σκάνδαλα». Εκτός από τον χρηματισμό κάποιων «αθανάτων» και τις μίζες εταιρειών για επικερδή συμβόλαια, τα πλέον συνήθη ολυμπιακά σκάνδαλα είναι η φαρμακοδιέγερση (ντόπινγκ) των αθλητών αλλά και η οικονομική εκμετάλλευση γης και ανθρώπων, όπως η αναγκαστική εκτόπιση πληθυσμών από τις εστίες τους ώστε να χτιστούν ολυμπιακές εγκαταστάσεις για μελλοντική εμπορική εκμετάλλευση.

Το «ολυμπιακό χάσμα» δαπανών
που προκαλούν όλοι οι σύγχρονοι ΟΑ ανάμεσα στις τεράστιες συνολικές δαπάνες διοργάνωσης και στη μείωση των κοινωνικών δαπανών πλήττει τους οικονομικά ασθενέστερους. Το χάσμα αυτό έχει προκαλέσει μαζική κοινωνική δυσαρέσκεια, ιδίως στο Ρίο, όπου δάσκαλοι, αστυνομικοί και άλλοι απλήρωτοι δημόσιοι υπάλληλοι διαδηλώνουν συνεχώς εναντίον των Αγώνων και πριν από λίγες ημέρες προσπάθησαν να σβήσουν την Ολυμπιακή Φλόγα.

Ευκαιρία για μια εναλλακτική επανίδρυση καθαρών ερασιτεχνικών ΟΑ.
Οι ολυμπιακοί «πέντε δακτύλιοι» που συμβολίζουν τις πέντε ηπείρους ενωμένες με τα ολυμπιακά ιδανικά της αδελφοσύνης, της ειρήνης και της ευγενούς άμιλλας έχασαν τη λάμψη τους αφού σταδιακά ταυτίστηκαν με τον εθνικισμό, τον μιλιταρισμό, το ντόπινγκ, την οικολογική καταστροφή και την άκρατη εμπορευματοποίηση. Γι’ αυτό καλλιεργείται διεθνώς ένας ολυμπιακός σκεπτικισμός για την αναζήτηση εναλλακτικών ΟΑ και στην Ελλάδα γίνονται προτάσεις για τη μόνιμη επιστροφή τους. Υπάρχουν επίσης προτάσεις επιμερισμού του κόστους σε κάθε συμμετέχουσα χώρα ανάλογα με το ΑΕΠ της ώστε να μπορούν να διοργανωθούν ΟΑ και από οικονομικά αδύναμες χώρες.
Με βάση όμως τα όσα προαναφέραμε, οι σημερινοί ΟΑ είναι συνυφασμένοι με πάρα πολύ ισχυρά οικονομικά συμφέρονται και είναι αδύνατον να εξαγνιστούν από αυτά. Γι’ αυτό θεωρούμε μάταιη κάθε πρόταση κατάργησης των ΟΑ ως έχουν για να τελούνται μόνιμα και λιτά στη χώρα μας, όταν μάλιστα η σημερινή Ελλάδα δεν έχει δυστυχώς το κύρος για μια τέτοια διεκδίκηση. Και βέβαια μια ελληνική επίκληση, σύμφωνα και με την Christine Lagarde, οικονομικών / αναπτυξιακών λόγων θα ήταν μια καιροσκοπική, ιδιοτελής και εθνοκεντρική πρόταση η οποία το λιγότερο θα προκαλούσε ειρωνικά σχόλια. Διότι βέβαια το ηθικό μας χρέος ως Ελλήνων στην παρακαταθήκη των κλασικών ΟΑ δεν είναι να διεκδικούμε τη μόνιμη τέλεσή τους στην Ελλάδα για να ξεπληρώσουμε το τεράστιο δημοσιονομικό μας χρέος!
Η όποια πρότασή μας θα εισακουστεί διεθνώς μόνο αν είναι ανιδιοτελής και σύμφωνη με τα ολυμπιακά ιδανικά, όπως π.χ. αν προτείνουμε μια εναλλακτική επανίδρυση ερασιτεχνικών ΟΑ αθλητισμού, πνεύματος και πολιτισμού με πλανητική οικολογική και φιλειρηνική εμβέλεια. Να διεξάγονται, δηλαδή, εναλλασσόμενοι Αγώνες κοντά σε ιερές οικολογικά τοποθεσίες της γης, με έντονο φιλειρηνικό και οικολογικό μήνυμα για τη σωτηρία του πλανήτη και του πολιτισμού και με μοναδικό βραβείο για τους νικητές το στεφάνι ελληνικής αγριελιάς, τον κότινο. Αν υιοθετηθεί και υλοποιηθεί μια τέτοια πρόταση από τη διεθνή κοινωνία πολιτών, αυτοί οι πραγματικά καθαροί ερασιτεχνικοί ΟΑ αργά ή γρήγορα θα υπερισχύσουν των σημερινών αγώνων της (αν)ασφάλειας και του κέρδους.
Ο κ. Μηνάς Σαματάς είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, συγγραφέας του βιβλίου Το «σούπερ πανοπτικό» σκάνδαλο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας 2004 και η παρακαταθήκη του, που θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο από τις εκδόσεις Παπαζήση, μετάφραση από την αγγλική του ομότιτλου βιβλίου (Pella, ΝΥ, 2014).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ