Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κάποιος την ώρα που γράφεται το κείμενο αυτό το τι ακριβώς επιδιώκει η κυβέρνηση με τη σύγκρουση που έχει καλλιεργήσει με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Ορισμένα πράγματα γίνονται με τόσο κυνικά σκοτεινό τρόπο και τόσο απαράδεκτα για ευρωπαϊκή χώρα (υποκλοπή συνομιλίας μεταξύ του επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του Ταμείου Πόουλ Τόμσεν και του στελέχους για την παρακολούθηση/αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος Ντέλια Βελκουλέσκου) και άλλα με τόσο εμφανώς άστοχο που μόνο καθαρά συμπεράσματα δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν. Μόνο υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν. Και μία από τις υποθέσεις είναι ότι η κυβέρνηση θα ήθελε διακαώς να απαλλαγεί από την παρουσία του Ταμείου στο Πρόγραμμα έστω και στον ρόλο του τεχνικού συμβούλου. Επομένως αξιοποίησε την υποκλοπή και το περιεχόμενό της προκειμένου να ενοχοποιήσει το ΔΝΤ (σκοπεύοντας και στον διχασμό της Ευρώπης) μέσα από μια ορισμένη ανάγνωση του περιεχομένου αυτού. Γιατί η υποκλαπείσα συνομιλία επιτρέπει πολλές αναγνώσεις, όχι κατ’ ανάγκην όλες αρνητικές για την Ελλάδα, πέρα από το γεγονός ότι από την εν λόγω συνομιλία δεν προκύπτουν και τόσο σημαντικά πράγματα τα οποία δεν ήσαν γνωστά. Ανεξάρτητα όμως από την οποιαδήποτε ανάγνωση και τις οποιεσδήποτε προθέσεις της κυβέρνησης, θα ήθελα να διατυπώσω εδώ δύο κυρίως σημεία-υποθέσεις:
Πρώτον, η έξοδος του Ταμείου από το Πρόγραμμα δεν φαίνεται να συμφέρει αυτή τη δεδομένη στιγμή την Ελλάδα. Καλό θα ήταν το Ταμείο να μην είχε συμμετάσχει ευθύς εξ αρχής, το 2010, στο Πρόγραμμα. Και η Ευρωπαϊκή Ενωση να είχε αναλάβει συνολικά την ευθύνη για τη συγκρότηση, παρακολούθηση, αξιολόγηση, χρηματοδότηση του Προγράμματος. Αυτό ατυχώς δεν έγινε. Δεν έγινε και με ευθύνη της ελληνικής πλευράς, καθώς στις αρχές του 2010 η Ελλάδα είχε ως γνωστόν «απειλήσει» τους Ευρωπαίους ότι θα καταφύγει στο ΔΝΤ για την αναζήτηση στήριξης. Δεν είχε, με άλλα λόγια, διατυπώσει την κάθετη αντίθεσή της στη συμμετοχή του Ταμείου, όπως θα όφειλε τότε να κάνει. Αντίθετα, θεωρούσε χρήσιμη τη συμμετοχή του και είχε προχωρήσει σε ανεπίσημες σχετικές συνομιλίες. Με βάση αυτό ακόμη και οι πλέον επιφυλακτικοί Ευρωπαίοι υποστήριξαν τη συμμετοχή του Ταμείου στο Πρόγραμμα. Βεβαίως τη συμμετοχή του Ταμείου έθεσε κυρίως ως όρο για το Πρόγραμμα η Γερμανία και ειδικότερα ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ο τελευταίος και η γραφειοκρατία του υπουργείου Οικονομικών (όχι τόσο η Καγκελαρία) δεν είχαν εμπιστοσύνη στις τεχνοκρατικές ικανότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Commission), καθώς δεν είχε και καμιά σχετική προηγούμενη εμπειρία, να σχεδιάσει, αξιολογήσει και εφαρμόσει πρόγραμμα προσαρμογής. Οθεν η εμμονή για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο Πρόγραμμα με την πλούσια εμπειρία που είχε (έστω και αρνητική, αποτυχημένη εμπειρία σε ορισμένες περιπτώσεις). Και ως εκ τούτου προέκυψε η συμμετοχή του ΔΝΤ τόσο στη συγκρότηση, εφαρμογή, αξιολόγηση του Προγράμματος όσο και στην αρχική χρηματοδότησή του.
Οπως σήμερα ανοιχτά ομολογείται, το Ταμείο διέπραξε κολοσσιαία λάθη στον χειρισμό της ελληνικής περίπτωσης (περίπτωση πολλαπλασιαστών, κ.λπ.). Αλλά όπως εξελίχθηκε η διαλεκτική του ελληνικού Προγράμματος στην εξαετία που διέρρευσε, το Ταμείο έφθασε αυτή τη στιγμή πλησιέστερα προς την ελληνική θέση τουλάχιστον σε ό,τι αφορά μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες, την ελάφρυνση του χρέους, και μάλιστα το Ταμείο θα προτιμούσε μείωση/κούρεμα (στο μέτρο που το ζήτημα αυτό μπορεί να θεωρηθεί σήμερα κορυφαία προτεραιότητα, ανεξάρτητα απ’ αυτά που λέει η κυβέρνηση). Η ενδεχόμενη αποχώρηση του Ταμείου από το Πρόγραμμα θα εξασθένιζε καίρια το ελληνικό αίτημα. Καμιά ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα ενθουσιώδης στην προοπτική σοβαρής ελάφρυνσης του χρέους έστω κι αν έχουν αναληφθεί σχετικές δεσμεύσεις (Νοέμβριος 2012), ιδιαίτερα καθώς το χρέος ουσιαστικά βρίσκεται σήμερα στα χέρια των κυβερνήσεων και όχι ιδιωτικών φορέων.
Δεύτερον, η αποχώρηση του Ταμείου από τις ευρωπαϊκές διαδικασίες, όσο επιθυμητή κι αν είναι, δεν εμφανίζεται πολιτικά ρεαλιστική στην τρέχουσα συγκυρία. Ορισμένες χώρες της ευρωζώνης (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία και χώρες-μέλη από την πρώην Ανατολική Ευρώπη) θα εμμείνουν στην παρουσία του Ταμείου τουλάχιστον στον ρόλο του τεχνικού εταίρου. Η εμπιστοσύνη στην επάρκεια της Επιτροπής να αναλάβει από μόνη της τη διαχείριση του Προγράμματος κάθε άλλο παρά έχει ενισχυθεί. Μάλλον το αντίθετο. Από την άλλη μεριά, η συμμετοχή του Ταμείου στις διαδικασίες έχει εμμέσως θεσμοποιηθεί. Η (διακυβερνητική) Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) προβλέπει τη συνεργασία με το Ταμείο για την εκτίμηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους «εφόσον κρίνεται χρήσιμο και εφικτό» αλλά και την «από κοινού με το ΔΝΤ» κατάρτιση των μνημονίων «εφόσον είναι εφικτό» (άρθρο 13 ESM). Και οι περισσότερες χώρες-μέλη του ESM, δηλαδή οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης, την κρίνουν «χρήσιμη και εφικτή», καθώς εκτιμούν ότι ο ESM δεν έχει τις προϋποθέσεις για να ασκήσει από μόνος του τις παραπάνω λειτουργίες. Η εκτίμηση είναι ότι προτού ο ESM μετεξελιχθεί σε ένα γνήσιο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, όπως προτείνεται από πολλές πλευρές, δεν θα είναι εύκολη η πλήρης αποχώρηση του ΔΝΤ από τις ευρωπαϊκές διαδικασίες.
Πάντως οποιαδήποτε ερμηνεία κι αν υιοθετήσει κάποιος για τις ελληνικές αντιδράσεις (από την πλέον αθώα ως την πλέον ακραία), αυτό που προκύπτει με σαφήνεια είναι ότι δεν διαφαίνεται μια ξεκάθαρη, σταθερά επεξεργασμένη στρατηγική απέναντι στο ΔΝΤ. Εάν σοβαρά ήθελε η κυβέρνηση να απαλλαγεί από την παρουσία του, θα έπρεπε να εστιάσει τις προσπάθειές της στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που στηρίζουν τη σύμπραξή του. Διαφορετικά ενδεχόμενη ρήξη με το ΔΝΤ ενώ η Ευρώπη το στηρίζει ενεργά μόνο κινδύνους και περιπέτειες εγκυμονεί και φέρει ακριβώς τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα…
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ