Η άνοδος και η πολιτική κυριαρχία της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα δεν μπορεί να κατανοηθούν έξω από το πλαίσιο του εθνικολαϊκισμού που εγκαινίασε η κοινωνική κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» το καλοκαίρι του 2011. Γεγονός-τομή, το οποίο ενεργοποίησε τον νοοτροπιακό λαϊκισμό της ελληνικής κουλτούρας. Και ταυτόχρονα εκσυγχρόνισε και εμπλούτισε τη δομική θυματολογία της, αναμόρφωσε τα μοιραία αντιδυτικά μοτίβα της, τους εθνικούς αντιιμπεριαλιστικούς της μύθους, την αντισυστημική της φορά. Ως προς την αριστερή της εκβολή, τούτη η κινητοποιητική έκφραση απολιτικής απόρριψης του «κατεστημένου», ιδιοποιούμενη όλα τα κλισέ του μεταπολιτευτικού λαϊκισμού, προθύμως υπέκυψε στον δημαγωγικό λόγο λειτουργώντας ως ηχείο της κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Αλλά η ριζοσπαστική Αριστερά δεν περιορίστηκε μόνον σε αυτόν τον ρόλο. Μερίμνησε επίσης για τη διευρυμένη αναπαραγωγή της κοινωνικής δυσφορίας, καθιστώντας τη γενέθλια πράξη της δικής της αναμόρφωσης, του μετασχηματισμού της σε εθνική δύναμη κοινωνικοπολιτικής διαμαρτυρίας. Ανήγαγε το κοινωνικό παράπονο, αυτήν την αποσυντεθειμένη μορφή της εξέγερσης, την οιμωγή, την καταγγελία, την οργή, την εκδίκηση, ακόμα και την εθνική κυριαρχία, μια ιδιότυπη και παράδοξη για αριστερό πολιτικό σχηματισμό εθνική επαναπνευμάτωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, σε αποκλειστικά μέσα για την κατάκτηση της εξουσίας. Δεν διαμεσολάβησε την κοινωνική αμφισβήτηση, δεν την «εξέφρασε» απαλύνοντάς την, αντίθετα, ενίσχυσε τις ψευδαισθήσεις της, πολιτικοποίησε τα αδιέξοδά της. Αν ο λαϊκισμός εν γένει εδράζεται σε μια πολιτική της πεποίθησης και, εξ αυτής, διακηρύττει ότι αρκεί μια απλή αλλαγή στην κορυφή της πολιτικής εξουσίας προκειμένου να αλλάξει ριζικά η φορά των πραγμάτων, το επαγγελλόμενο μέτωπο «κοινωνικής σωτηρίας» επανεισήγαγε τη μαγεία στην πολιτική: όλα είναι εφικτά.
Η νικηφόρα ψευδαίσθηση των πραγματικά ή φανταστικά αποταγμένων της κρίσης απευθυνοποίησε τους κοινωνικούς δρώντες και, από θέσεις εξουσίας, όταν ήρθε αντιμέτωπη με την πραγματικότητα, ανακάλυψε στην air-bag πολιτική, τέτοια ήταν η στιγμή του δημοψηφίσματος, έναν συμπυκνωμένο, στιγμιαίο, χρόνο για την απορρόφηση των ματαιωμένων προσδοκιών, που αυτή η ίδια η ψευδαίσθηση κυοφόρησε και πολλαπλασίασε. Αναμφισβήτητα, ευφυής επινόηση, συνώνυμη του λαϊκιστικού τακτικισμού, του τακτικισμού χωρίς αρχές, θα έλεγαν εδώ οι παραδοσιακοί μαρξιστές, που ταιριάζει σε εκείνη τη μορφή της πολιτικής διεύθυνσης που αρνείται να αναλάβει το κόστος των επιλογών της. Διότι, αν, όπως έχει χαρακτηριστικά ειπωθεί, η ευτυχία είναι αδιαχώριστη της άμεσης δημοκρατίας, γιατί να μη δοκιμαστεί η δεύτερη με στόχο αν όχι τη «ζερό δυστυχία», τουλάχιστον τον εξορκισμό της;
Αυτό δεν ήταν καθόλου μικρό πράγμα, για τους διαχειριστές της κρίσης του συμβολικού, γιατί τέτοια ήταν και εξακολουθεί να είναι η περίοδος της κρίσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η διαχείριση του δικαιώματος στην ευτυχία υπήρξε το μείζον διακύβευμα, οι κοινωνιακοί φορείς του οποίου αναγνωρίστηκαν στη φιγούρα του μεγάλου παιδιού, αυτού που δεν μπορεί παρά να είναι εξ ορισμού αθώο, ενώ οι πολιτικοί του εκφραστές ενσαρκώνουν όχι την ιεραρχική προσταγή του πατέρα αλλά μια μητριαρχική μέριμνα. Ο εθνικολαϊκισμός της ριζοσπαστικής Αριστεράς ύφανε τον κοινωνικό δεσμό ως μητρικό δεσμό και γείωσε την πολιτική στον παροντικό χρόνο, εντός του οποίου, για να θυμηθούμε την Αρεντ, προεξέχει το παρελθόν. Η πολιτική ορίστηκε ως παρακολούθημα και εκπλήρωση ιδιωτικών προσδοκιών, σωματειακών αιτημάτων, αποκομμένη της διάρκειας του δημόσιου, του κοινού, που θεμελιώνει την προοπτική της.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, το ερώτημα που τίθεται από ορισμένες πλευρές το τελευταίο διάστημα για το αν η «στροφή» της ριζοσπαστικής Αριστεράς προς τη Σοσιαλδημοκρατία είναι αξιόπιστη επιδέχεται αρνητική απάντηση. Γιατί η Σοσιαλδημοκρατία (παλιά ή νέα, εθνική ή τριτοδρομική) δεν υπέταξε ποτέ τη δημόσια σφαίρα στις αξίες της ιδιωτικής σφαίρας. Η Σοσιαλδημοκρατία δεν ήταν «απλώς» ένα οικονομικό πρόγραμμα, δεν ήταν «απλώς» το διάσημο κράτος πρόνοιας (το οποίο πιστά εξάλλου υπηρέτησε και η Χριστιανοδημοκρατία), αλλά ήταν και θέλει να είναι (παρά την κρίση της) ένα μοντέλο διακυβέρνησης. Μοντέλο ταξικού συμβιβασμού και, επομένως, διαλόγου, μεταποίηση της εξουσιαστικής σχέσης, αποσυστηματοποίηση και αποδαιμονοποίηση της εξουσίας, ένας συγκροτημένος τρόπος θέασης του «συλλογικού» ως ενός μέλλοντος που νοηματοδοτεί το παρόν. Η Σοσιαλδημοκρατία δεν απευθύνεται σε «παιδιά» τα οποία, όπως ακριβώς και τα «θύματα», δεν έχουν χρέη, δεν μεταμφιέζει την αρχή της πραγματικότητας με την αρχή της απόλαυσης. Η Σοσιαλδημοκρατία δεν είναι η big mother του λαϊκισμού που εξαναγκάζεται να ανακαλύψει το ανήθικο πραγματικό, δεν είναι, ακόμα, οικονομία, ούτε «πρόγραμμα», αλλά τρόπος λήψης αποφάσεων, κουλτούρα συμμετοχής που δεν διασπά το «κοινό», ούτε επινοεί φανταστικά πεδία συγκρούσεων και υπαρξιακούς εχθρούς.
Αραγε, και παρ’ όλα αυτά, η διαπιστούμενη ισχύς μιας βιωμένης εθνικολαϊκιστικής συνθήκης αποτελεί τον πραγματιστικό ορίζοντα της δημοκρατικής Αριστεράς; Το ερώτημα είναι βάσιμο, και δεν αφορά μόνον την ελληνική ιδιαιτερότητα. Υπό ποιες προϋποθέσεις η κρίση της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης οφείλει να κάνει και τους αριστερούς ρεαλιστές, με τη σειρά τους, λιγότερο ορθολογιστές, περισσότερο ανεκτικούς σε ανεξάλειπτες ίσως δημοκρατικές παθολογίες; Μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί «υπάρχουν», υπάρχουν με πολιτικό τρόπο, με προσίδια πολιτική ταυτότητα και κοινωνικές αναφορές. Επιπλέον, το χώνεμα του λαϊκισμού, η ενσωμάτωσή του, σε αντίθεση με την απευθείας μετωπική σύγκρουση μαζί του, ενδεχομένως επιβάλλεται, αλλά πρωτίστως δεν αφορά τόσο τις λαϊκιστικές ελίτ όσο, κυρίως, τον «λαϊκιστικό λαό», στο πλαίσιο όχι μιας συμφιλιωτικής, ειρηνικής διάθεσης που στην πράξη μεταπίπτει σε μαλθακή συναίνεση, αλλά ενός πολιτικού αγώνα ικανού να πείθει ότι ενδιαφέρεται για τον «λαό» χωρίς να τον κολακεύει. Αυτό το υπαρκτό έλλειμμα πειθούς δεν κερδίζεται διά μέσου τεχνητών πολιτικών συμμαχιών, ακόμα και στην περίπτωση που εξ ανάγκης οι λαϊκιστές μεταμορφώνονται σε πραγματιστές. Πάνω από όλα, γιατί μια τέτοια τακτική προσεταιρισμού του λαϊκισμού δεν διαπαιδαγωγεί και δεν διαμορφώνει πραγματικά κοινωνικά ερείσματα για τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό. Ο τελευταίος θα φαντάζει πάντα ως έξωθεν επιβολή και επιβουλή, τεχνικός συγκερασμός των ειδημόνων, των πολιτικών ελίτ.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ