Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει ξαναγνωρίσει την ανάγκη διαχείρισης τόσο πυκνής και κρίσιμης πολιτικής ύλης όπως αυτή που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει το 2015. Τη χρονιά που τελειώνει, η χώρα βρέθηκε στη δίνη της διαχείρισης δύο κρίσεων. Η ιστορική τύχη (ή ατυχία) έφερε μαζί το ζήτημα της ρύθμισης του ελληνικού δημοσίου χρέους υπό την απειλή της εξόδου της χώρας από το ευρώ και τη διαχείριση των προσφυγικών ροών υπό την απειλή της εξόδου από τον χώρο Σένγκεν.
Το Δημοσιονομικό και το Προσφυγικό είναι, εννοείται, άσχετα θέματα. Πλην όμως έχουν έναν κοινό παρονομαστή: τη διευθέτησή τους από αποφάσεις που λαμβάνονται από την ΕΕ. Υπό την έννοια αυτή, οι δύο κρίσεις αλληλοεπικαλύπτονται και ενοχικά συναντιούνται στη βαρετή διαδρομή Αθηνών – Βρυξελλών με πικρές στάσεις στο Βερολίνο.
Η αλλαγή της ελληνικής κυβέρνησης το 2015 και η φιλόδοξη σύσταση χαρτοφυλακίου Μεταναστευτικής Πολιτικής έδωσαν τον τόνο μιας σημειακής αναβάθμισης του Μεταναστευτικού και ριζικό αναπροσανατολισμό πολιτικής, σε σχέση με την κυβέρνηση Σαμαρά. Με βεβαιότητα, σήμερα, μπορούμε να υποθέσουμε πως με την προηγούμενη κυβέρνηση στο τιμόνι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα είχε βρει μια Ουγγαρία στο νοτιοανατολικό της άκρο: αυτόν τον ρόλο θα έπαιζε η Ελλάδα. Μιας χώρας η οποία, με τους ελάχιστους ηθικούς φραγμούς, θα φύλαγε τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ με βίαιες επαναπροωθήσεις μεταναστών και προσφύγων διά της ανάληψης της ευθύνης απώλειας ανθρώπινων ζωών. Στο εσωτερικό, θα συνεχιζόταν η πολιτική της παραδειγματικής κράτησης των ανθρώπων σε συνθήκες απαξίωσης προκειμένου να λάβουν το μήνυμα του «αβίωτου βίου». Η ΕΕ θα καταδίκαζε τις αγριότητες, αλλά πίσω από τις κλειστές πόρτες μάλλον θα επαναπαυόταν που βρέθηκε μια κυβέρνηση να κάνει τη βρώμικη δουλειά για τις άλλες. Και, μάλιστα, στην πιο νευραλγική τοποθεσία.
Το δυσάρεστο αυτό σενάριο δεν θα είχε ωστόσο τα αποτελέσματα που θα επιθυμούσαν οι εμπνευστές του. Υστερα από μια απάνθρωπη και άνιση μάχη απώθησης των ροών, η χώρα θα βρισκόταν, λίγο ως πολύ, στο σημείο που είναι σήμερα. Με πιθανώς ελαφρώς λιγότερους πρόσφυγες να έχουν διέλθει από τη χώρα (κάποιοι μπορεί να πέρναγαν από Βουλγαρία) αλλά με βαριές αμαρτίες στα σύνορα και στις συνειδήσεις μας. Το ιστορικό κεκτημένο λοιπόν –το μόνο, πλην όμως μείζον –της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (παρά τους) ΑΝΕΛ ήταν ότι εκ του αποτελέσματος έφερε αναπόδραστα την ΕΕ ενώπιον των ιστορικών της ευθυνών απέναντι στο Προσφυγικό. Η Ελλάδα δεν έγινε το μαντρόσκυλο της ευρωπαϊκής αυλής. Και καλά έκανε.
Το τέλος όμως του χρόνου φέρνει και το πλήρωμά του. Η Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 2015 αποδείχθηκε ανίκανη να αναλάβει άλλον ρόλο από αυτόν του να υποδέχεται και να αποχαιρετά τους ανθρώπους αυτούς. Είναι η διαβόητη «διαχειριστική ανεπάρκεια» και απειρία των κυβερνήσεών της; Είναι μήπως η εδραιωμένη πεποίθηση της ελληνικής διοίκησης ότι το χρέος της εξαντλείται στο να διασώζει, κακήν-κακώς να καταγράφει και μετά να λέει «καλό κατευόδιο»; Είναι όλα αυτά, πλαισιωμένα από τη δειλή, μικρόψυχη θολούρα μιας ΕΕ που δεν λέει να συμβιβάσει τους λαούς της με την ιδέα ότι θα πρέπει να μάθουν να ζουν με κάποιους πρόσφυγες; Και λέω με «κάποιους» πρόσφυγες διότι καλό είναι να έχουμε συναίσθηση πως ο ευρωπαϊκός ευφημισμός «προσφυγική κρίση» μόνο κατά μικρό μέρος της αφορά την Ευρώπη.
Το πλήρωμα λοιπόν του 2015 φέρνει, για τους παραπάνω λόγους, την ΕΕ να πραγματοποιεί την απολύτως αναμενόμενη απειλή να «κλείσει» τα σύνορά της σε ένα κομμάτι των ροών. Το επίσης αναμενόμενο αποτέλεσμα θα είναι ο εγκλωβισμός ενός αριθμού στην Ελλάδα. Επ’ αυτού ωστόσο θα ήθελα να θυμίσω πως η χώρα δεν βρίσκεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με το φαινόμενο του μεταναστευτικού εγκλωβισμού. Να θυμίσω και πως πολύ πριν από το 2015 στην Ελλάδα υπήρξε πολύ μεγάλος αριθμός διερχομένων από την επικράτειά μας που πάλευαν να ταξιδέψουν στη Δύση. Μήπως ξεχάσαμε ήδη τι συνέβαινε στα λιμάνια της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας; Μήπως ξεχάσαμε για ποιους φτιάχτηκε ο φράχτης στον Εβρο; Το ζήτημα του εγκλωβισμού λοιπόν δεν είναι καινοφανές, όπως περιφέρεται στον δημόσιο λόγο της χώρας. Ούτε να το υποβαθμίζουμε πρέπει, ούτε όμως να κινδυνολογούμε πάνω του. Χρειάζεται επιτέλους να ασχοληθούμε σοβαρά και αποτελεσματικά με δομές προσωρινής φιλοξενίας προκειμένου να μην ανοίξουμε πάλι τις Αμυγδαλέζες μας.
Η χρονιά τελειώνει με μία ακόμη κρίσιμη εκκρεμότητα που αφορά τις προτάσεις-πακέτο της Επιτροπής για τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων και τη μετεξέλιξη της Frontex σε σώμα συνοριοφυλακής και ακτοφυλακής. Συμμερίζομαι την ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης –και ευελπιστώ όχι μόνο της ελληνικής –ενώπιον της δυνατότητας του σώματος να επεμβαίνει στο έδαφος του κράτους-μέλους όταν αυτό «δεν δύναται ή είναι απρόθυμο να δράσει», όπως προβλέπει το σχέδιο. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη από την πρόταση πρέπει να απαλειφθεί. Κατά τα λοιπά, χρειάζεται ψυχραιμία. To (μη αναθεωρητέο) άρθρο 5 του Ελληνικού Συντάγματος προβλέπει πως «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους». Η σύσταση του νέου σώματος οφείλει αυστηρώς να επιτηρείται από αυτό και φυσικά να λογοδοτεί. Αντί λοιπόν να επιδοθούμε στο δημοφιλές σπορ του θρήνου για την απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, ας αποδεχθούμε τη νέα ευρωπαϊκή ακτοφυλακή για να δούμε τι δουλειά μπορεί να κάνει, χωρίς να πνίγει ή να απωθεί ανθρώπους. Εξάλλου, ας είμαστε ρεαλιστές: δεν μας ρωτάνε αν, γενικώς, θέλουμε το νέο σώμα: μας προτείνουν να διαλέξουμε ανάμεσα σε αυτό ή στην έξοδο από το Σένγκεν.
Ο μεγαλύτερος εχθρός στη διαχείριση του Προσφυγικού (και όχι μόνο) είναι η ενσωμάτωση της πεποίθησης της διοικητικής ματαίωσης στην ελληνική κυβέρνηση και στην ελληνική κοινωνία. Το ότι δηλαδή «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». Από αυτό κινδυνεύουμε πολύ περισσότερο για το 2016 παρά από τους πρόσφυγες, όπως πιστεύουν πολλοί, ή τους ευρωπαίους συνοριοφύλακες.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ