1. Το Πανεπιστήμιο ήταν πάντοτε θεσμός κριτικής της εξουσίας αλλά σήμερα κινδυνεύει να γίνει ή συμπαραγωγός εξουσίας ή παραγωγός καταναλωτικών αγαθών μιας χρήσης ή ερευνητικό ίδρυμα στην υπηρεσία του Μεγάλου Αδελφού ή Πανεπιστήμιο-καζίνο.
Κατά τη γνώμη μου το εκπαιδευτικό σύστημα δεν πρέπει –μέσω της στρέβλωσης της αξιοκρατίας –να ευνοεί τους ήδη ευνοημένους, αλλά οφείλει να διευκολύνει τη διάχυση της εκπαιδευτικής πληροφορίας, του εκπαιδευτικού υλικού, στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων, οι οποίοι στο μικρότερο δυνατό διάστημα θα μορφωθούν κατά τον πληρέστερο και τελειότερο τρόπο.
Δεν πρέπει επίσης να χρησιμοποιούμε την εκπαίδευση ως πρόσχημα διακίνησης κοινωνικών στερεοτύπων. Ούτε όμως να πιστεύουμε ότι εφόσον «όλα άνοιξαν» (παγκοσμιοποίηση) τότε και «όλα επιτρέπονται» (ανομική πρακτική).
2. Τι συνέβη και πρέπει να αλλάξει (και όχι οιονεί-δουλικά να «προσαρμοστεί») η Ανώτατη Εκπαίδευση; Ιδού τα νέα δεδομένα:
1) Παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, τεχνολογίας και επικοινωνίας με ταυτόχρονη διεθνοποίηση αγορών. (Αγοραία γνώση;)
2) Επιστημονική / τεχνολογική έκρηξη – Κοινωνία πληροφορίας – Θεοποίηση των managers κοινής κουλτούρας. (Πληροφορίες χωρίς ηθικό υπόβαθρο;)
3) Κοινωνικό αίτημα για πολιτική / δημοκρατική συμμετοχή και όχι διαχωρισμό / αποκλεισμό (έχοντες – μη έχοντες). (Ουτοπικός εξισωτισμός;)
4) Δομική / τοπική / τεχνολογική ανεργία και νέες μορφές εργασίας. (Απασχολήσιμος επιστήμονας;)
5) Αύξηση προσδοκιών / ζήτησης και κατ’ επέκτασιν εισαγομένων στα ΑΕΙ. (Να μπαίνουν όλοι, να μπαίνουν όπου θέλουν, να μπαίνουν όποτε και όπως θέλουν;)
Η τεχνο-επιστήμη ανατρέπει τις σχέσεις επιστήμης, τεχνολογίας και περιβάλλοντος, κοινωνικού ελέγχου και ομογενοποίησης πολιτισμικών προτύπων. Τα ερωτήματα «ποιος γνωρίζει, ποιος ελέγχει, ποιος ωφελείται, για ποια/ές κοινωνία/ες» τίθενται εκ νέου στην επικαιρότητα.
3. Επειδή το ήθος και το είδος της Παιδείας δεν φαίνεται να είναι έννοιες συμβατές με την αγοραία παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική απορρόφηση των παιδευτικών διαδικασιών, όλο το βάρος της πολιτείας (και το ενδιαφέρον της κοινωνίας) πέφτει στο «νομοθετητέον περί παιδείας», δηλαδή στα εκπαιδευτικά συστήματα.
Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση η ύπαρξη ενός Εθνικού Σχεδίου Παιδείας με βασικές αρχές και σταθερούς άξονες δράσης είναι αναγκαία. Στην κατάρτιση ενός τέτοιου σχεδίου φιλοδοξεί να συμβάλει το άρθρο αυτό «αυτονομώντας σχετικά» τους 4 συντελεστές της Τράπεζας της Γνώσης.
Το «πρώτο πόδι του τραπεζιού» αφορά στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είναι δωδεκαετής υποχρεωτική, να προβλέπονται δυνατότητες εναλλαγής μορφών (π.χ. κανονικό δημοτικό σχολείο, σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, διά βίου εκπαίδευση) και να μπορεί να συντμηθεί κατά δύο (το ανώτατο όριο) έτη εάν ο μαθητής συγκεντρώσει τις απαιτούμενες μονάδες (credits) νωρίτερα. Το στάδιο αυτό επικυρώνεται με το Πιστοποιητικό Ολοκλήρωσης της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και έχει ως αποκλειστικό υπεύθυνο τον δάσκαλο του σχολείου. Με το πιστοποιητικό ο απόφοιτος αποκτά ορισμένης έκτασης επαγγελματικά δικαιώματα έχοντας πάντοτε ανοικτή την πόρτα για την επόμενη βαθμίδα (εκπαίδευσης και επαγγέλματος).
Το πέρας του εξαταξίου αυτού συστήματος θα επικυρώνεται με πιστοποιητικό σχολικής επίδοσης (μέσος όρος των βαθμολογιών όλων των τάξεων, που θα στηρίζεται σε αξιολογήσεις και όχι μόνο σε εξετάσεις).
Το «δεύτερο πόδι του τραπεζιού» σχετίζεται με το Εθνικό Απολυτήριο. Πρόκειται για μια ετήσια πανελλαδική γραπτή διαδικασία, για έναν διαγωνισμό κρίσης και γνώσεων γενικής παιδείας, στον οποίο καλούνται να πάρουν μέρος όσοι θέλουν να ακολουθήσουν επιστημονική / ερευνητική σταδιοδρομία ή να στελεχώσουν τη δημόσια διοίκηση ως υψηλόβαθμα στελέχη. Την ευθύνη του διαγωνισμού αυτού έχει το ΥΠΕΠΘ μαζί με το ΕΣΥΠ, την Ακαδημία, το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, το Κέντρο Εκπαιδευτικής Ερευνας.
Ο βαθμός της σχολικής επίδοσης και ο βαθμός του Εθνικού Απολυτηρίου θα συνιστούν π.χ. τα 2/4 του ορίου για την πρόσβαση στα ΑΕΙ / ΤΕΙ. Τα άλλα 2/4 θα προσδιορίζονται από τα κριτήρια που θα θέτει το κάθε τμήμα με βάση την ιδιαιτερότητά του.
Μόνον έτσι ξεχωρίζουμε τη λειτουργία του λυκείου, αυτονομούμε το Εθνικό Απολυτήριο από τις εισαγωγικές εξετάσεις και επιτρέπουμε στα ΑΕΙ να αξιολογήσουν τις δυνατότητες των αποφοίτων να ακολουθήσουν το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο.
Το «τρίτο πόδι του τραπεζιού» αναφέρεται στην εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Θεωρώ σκόπιμο τα ΑΕΙ / ΤΕΙ να επιλέγουν με βάση δικά τους κριτήρια τους υποψήφιους φοιτητές (οι οποίοι θα καταθέτουν έναν φάκελο ενδιαφέροντος στο Τμήμα προτίμησής τους). Οι βαθμολογίες στο Πιστοποιητικό Ολοκλήρωσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και στο Εθνικό Απολυτήριο θα συνεκτιμώνται, αλλά θα λαμβάνονται επίσης υπόψη ειδικές δεξιότητες, ξένες γλώσσες κ.λπ.
Το σύστημα αυτό θα είναι πιο αξιόπιστο εάν οι προ-εγγραφόμενοι παρακολουθούσαν ένα δοκιμαστικό προπαρασκευαστικό εξάμηνο, στο τέλος του οποίου θα γίνεται η οριστική επιλογή των φοιτητών.
Αρα: α) Ο προσδιορισμός του αριθμού εισακτέων γίνεται από το ίδιο το ΑΕΙ. [Ετσι επιτυγχάνεται μια ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική πίεση και τις ακαδημαϊκές δυνατότητες χωρίς την παρέμβαση της πολιτικής σκοπιμότητας.]
β) Η εισαγωγή των φοιτητών γίνεται σε Σχολή και όχι σε Τμήμα και προβλέπεται η δυνατότητα «μετακίνησης» των φοιτητών (μετά τη λήψη του πτυχίου) στα Τμήματα της ίδιας Σχολής χωρίς εξετάσεις. [Ετσι ο νέος σπουδάζει την επιστήμη που έχει ήδη γνωρίσει και δεν συμπληρώνει το μηχανογραφικό δελτίο χωρίς να έχει εικόνα. Επίσης αποφεύγονται οι μαζικές «κατατακτήριες εξετάσεις».]
Βασικός κανόνας: Το σύστημα δεν κλείνει ποτέ αμετάκλητα αλλά αφήνει ανοιχτές πόρτες πρόσβασης από δεκάδες δρόμους και τρόπους (υπερβαίνοντας και τον «ρόλο» των φροντιστηρίων).
Το «τέταρτο πόδι του τραπεζιού» συνδέεται με αυτήν καθαυτήν την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και τις διεξόδους της. Εδώ πρέπει να γίνουν οι μεγάλες τομές. Κατ’ αρχάς να υιοθετηθεί «το συνολικό ίδρυμα της Περιφέρειας» που θα καλύπτει όλη τη μεταλυκειακή εκπαίδευση στην περιφέρειά του και θα είναι υπεύθυνο για την ίδρυση Σχολών ΑΕΙ, ΤΕΙ, ΙΕΚ, Κέντρων, Ερευνητικών Ινστιτούτων κ.λπ. Και κατά δεύτερο λόγο να υπερβούμε την άκαμπτη δομή του Τμήματος και να προχωρήσουμε στο σχήμα «Σχολή – Προγράμματα πολλαπλών κατευθύνσεων».
Μας χρειάζονται επίσης:

Πενταετές
για την πολιτεία εθνικό σχέδιο στρατηγικής ανάπτυξης και πενταετές για κάθε πανεπιστήμιο σχέδιο λειτουργίας.

Κώδικας δεοντολογίας
για όλους και κοινωνικός έλεγχος.

Αποκοπή του ομφάλιου
πελατειακού και πολιτικού λώρου των πανεπιστημίων με κράτος και κόμματα. Αλλαγή του μοντέλου διοίκησης και ελάχιστο όριο υποχρεωτικότητας παρακολούθησης των σπουδών. Δεν μπορείς να νομοθετείς το πολλαπλό σύγγραμμα όταν το Πανεπιστήμιο έχει γίνει εξεταστικό κέντρο.

Είμαι εναντίον του μονοκρατικού, μονοκεντρικού, μονοκαθηγητικού και μονοδρομικού πανεπιστημίου.
Είμαι υπέρ του πανεπιστημίου-δίκτυο. Δηλαδή, συνολικό ίδρυμα περιφέρειας, πολυεδρικό, σε πολλές πόλεις αλλά με σχέδιο. Πολυτασικό, να ιδρύει ΚΕΚ, ΙΕΚ, Τεχνολογικά Πάρκα. Πολυμορφικό, να ιδρύει, το συνολικό αυτό ίδρυμα της περιφέρειας, πανεπιστημιακά τμήματα, τμήματα ΤΕΙ.

Πολυγλωσσικό
. Να κάνει προγράμματα για ξένους και για Ελληνες. Πολυερευνητικό. Να ιδρύει ινστιτούτα, εργαστήρια, κέντρα αριστείας. Και θα έλεγα και πολυδομικό. Να λειτουργούν προγράμματα και όχι μόνο τμήματα, αλλά και προγράμματα e-learning, δεύτερης ευκαιρίας κ.λπ.
Το πτυχίο εξακολουθεί βέβαια να έχει κυρίως ακαδημαϊκή αξία.
Για να εισέλθει όμως κάποιος πλήρως σε ένα επάγγελμα, θα πρέπει να συμμετέχει σε πανελλήνιες εξετάσεις υπό την εποπτεία της πολιτείας, των οικείων επαγγελματικών οργανώσεων και των αντίστοιχων ΑΕΙ. Ετσι θα ολοκληρωθεί και θα στεριώσει το τραπέζι της εκπαίδευσης.
4. Τα πανεπιστήμια βρίσκονται εδώ και πολύ καιρό σε μετέωρο βηματισμό. Δεν είναι ούτε «κοινωνικές επιχειρήσεις» ούτε «αδελφότητες», αφού το προνομιακό status quo, η πολιτισμική αξία και το κοινωνικό γόητρό τους έχουν εκχωρηθεί σε άλλες δομές.
Το Πανεπιστήμιο δεν είναι πλέον ούτε «το καταφύγιο των σοφών», ούτε «το εργαστήρι των ερευνητών», ούτε η θεσμική εγγύηση για ένα προσδοκώμενο επάγγελμα. Επίσης τα ΑΕΙ δεν έχουν πλέον αναλάβει τον ρόλο της κατασκευής ηθικής και πολιτικής συνείδησης ή την προώθηση της πάλης των ιδεών. Αυτήν την αλήθεια ποιος θα την εντοπίσει επιτέλους;
Ο κ. Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ