Επαναλαμβανόμενο εφιάλτη των τελευταίων είκοσι ετών χαρακτήρισε ένας γάλλος διανοούμενος τη νίκη του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου (ΕΜ) στις περιφερειακές εκλογές της προηγούμενης Κυριακής στη Γαλλία, αλλά και τις αντιδράσεις που αυτό προκάλεσε. Από εκλογές σε εκλογές, η δύναμη της γαλλικής Ακροδεξιάς δεν παύει να ενισχύεται και, την ίδια στιγμή, η αντιμετώπιση του κινδύνου από τις δημοκρατικές δυνάμεις λιμνάζει στον συνήθη εξορκισμό: «να της φράξουμε τον δρόμο» συμπηγνύοντας εναντίον της «δημοκρατικό μέτωπο». Μόνο που αυτό το μέτωπο, από εκλογές σε εκλογές, πετυχαίνει όλο και λιγότερο τον στόχο του, για να μην πούμε ότι τελικά απέτυχε να αποτελέσει μέρος μιας πειστικής απάντησης στην ακροδεξιά επέλαση. Τα ποσοστά είναι ιδιαίτερα εύγλωττα. Από τους ψηφίσαντες, το 43% των εργατών και το 41% των ανέργων ψήφισαν ΕΜ. Νέοι και λαϊκά στρώματα, αγρότες και αυτοαπασχολούμενοι αναγνώρισαν τη Λεπέν ως «δύναμη αλλαγής». Αλλά όχι μόνον αυτοί. Οπως δείχνουν σχετικές έρευνες, το λεπενικό ακροατήριο διευρύνεται πλέον και προς τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα (γύρω στο 30%), τη μεσαία και ανώτερη τάξη (17% στα στελέχη επιχειρήσεων, 23% σε όσους έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση). Μόνον οι ηλικιακά άνω των 60 ετών αντιστέκονται ακόμα στις σειρήνες του δεξιού εθνικολαϊκισμού, εκεί για την ώρα το ΕΜ εξακολουθεί να παραμένει ανεπιθύμητο. Σε αντίθεση με προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, η πλειονότητα των ερευνητών συγκλίνει στο συμπέρασμα ότι η ψήφος προς την Ακροδεξιά είναι όλο και λιγότερο ψήφος διαμαρτυρίας (29%) και όλο και περισσότερο ψήφος ένταξης (37%).
Για τον φιλόσοφο Μαρσέλ Γκοσέ, η «περιθωριακή Γαλλία», που έδινε τα προηγούμενα χρόνια ψήφο διαμαρτυρίας προς την Ακροδεξιά, σήμερα διευρύνθηκε, και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Το πρωτοφανές εκλογικό ποσοστό της γαλλικής Ακροδεξιάς ελάχιστα επηρεάστηκε από τις πρόσφατες ισλαμιστικές τρομοκρατικές επιθέσεις και, σύμφωνα πάντα με τον γάλλο φιλόσοφο, δεν πρέπει να υπερτιμούμε ούτε και τον παράγοντα «μετανάστευση» ως κίνητρο της λεπενικής ψήφου.

Η απόταξη της χώρας από την Ευρώπη, με την έννοια ότι η Γαλλία δεν διαδραματίζει σήμερα τον ρόλο που παλαιότερα ενσάρκωνε, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και την ανεργία είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που προκάλεσαν τον εκλογικό σεισμό της προηγούμενης Κυριακής. Ο κίνδυνος πλέον για τον Γκοσέ είναι η δημοκρατική απορρύθμιση που θα προκαλούνταν αν στις προεδρικές εκλογές του 2017 η Λεπέν εκλεγόταν πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Για τον Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, το σημερινό ΕΜ είναι ένα εθνικιστικό κόμμα που έχει κληρονομήσει από τον Ζαν-Μαρί Λεπέν μια ακροδεξιά ατζέντα σε ό,τι αφορά θέματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση και την ασφάλεια, ενώ αρδεύει από την Αριστερά, ακόμα και την Ακρα Αριστερά, θέσεις που αφορούν την οικονομία και τα κοινωνικά ζητήματα. Το ΕΜ, ως εθνικολαϊκιστικός σχηματισμός, απαντά σε μια επιθυμία εθνικής κυριαρχίας έναντι της Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης και, ιδιαίτερα, σε ένα ρευστό και θολό, αλλά αρκετά κινητοποιητικό, λαϊκό αίτημα συλλογικής ταυτότητας. Το κοινωνικό πεδίο σήμερα, θα επισημάνει ο Ταγκιέφ, εμφανίζεται κατακερματισμένο. Υπάρχουν «τρεις Γαλλίες»: η Γαλλία των «ελίτ», ένα ποσοστό δηλαδή πληθυσμού 15%-20% που αναγνωρίζεται ως «ευρωπαϊκό» και «παγκόσμιο», χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να ανήκει κάπου∙ έπειτα, η Γαλλία του «λαού», τα λαϊκά στρώματα και, τέλος, η Γαλλία των λεγόμενων ευαίσθητων συνοικιών όπου κατοικούν μετανάστες μουσουλμανικής κουλτούρας. Αυτές οι «τρεις Γαλλίες» αλληλοπεριφρονούνται, ανάμεσά τους έχει διαλυθεί κάθε ουσιαστική επικοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι η εγκαθίδρυση ενός επικίνδυνου γεωγραφικού, κοινωνικο-οικονομικού, πολιτισμικού και εθνοτικού κατακερματισμού.
Για την πολιτική επιστήμονα Νόνα Μάγερ, ένας από τους βασικούς παράγοντες της εκλογικής ανόδου της Ακροδεξιάς είναι η οικειοποίηση και συνεπώς η θεμιτοποίηση του εθνοτικοκεντρικού της λόγου, ακόμα και της ισλαμοφοβίας της, από άλλους πολιτικούς φορείς, κυρίως από την κοινοβουλευτική Δεξιά. Οι απόπειρες από τη Δεξιά να «κλέψει την ατζέντα» της Ακροδεξιάς, να «πλειοδοτήσει» (προκειμένου να την αποδυναμώσει) έχει ως συνέπεια, σύμφωνα με τη Μάγερ, να «νομιμοποιήσει» και να καταστήσει κοινότοπο τον ακροδεξιό λόγο, με αποτέλεσμα, θα λέγαμε, ένας μέσος δεξιός ψηφοφόρος να προτιμήσει το πρωτότυπο από το αντίγραφο. Το επιχείρημα δεν στερείται σημασίας, το αντίθετο, ωστόσο, όπως θα επισημάνει ο πολιτολόγος Πασκάλ Περινό σε σχετική ραδιοφωνική του συζήτηση με τη Μάγερ, το πρόβλημα γαλλική «ακροδεξιά» δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με όρους «πλειοδοσίας». Αλλά κυρίως με όρους πραγματικότητας: η Αριστερά βρίσκεται στην εξουσία, θα επισημάνει ο Περινό, οφείλει να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα της κοινής γνώμης που ζητεί αύξηση των δημοσίων δαπανών για θέματα που άπτονται της δημόσιας ασφάλειας, σε αιτήματα κοινωνικής προστασίας, σε ό,τι, με άλλα λόγια, ένας άλλος πολιτικός ερευνητής έχει αποκαλέσει «ηδονισμό της ασφάλειας». Τη στιγμή μάλιστα, θα καταλήξει ο Περινό, που ένας στους δύο Γάλλους, όπως δείχνουν επιστημονικές έρευνες, αισθάνεται «μίσος» κατά των τρομοκρατών, αλλά και κατά των ελίτ. Συνεπώς, δεν είναι όλα ρητορικές κατασκευές, προσομοίωση λόγου, κλοπή ατζέντας κ.λπ., υπάρχει, θα λέγαμε, μια πραγματικότητα η οποία, όταν αγνοείται, επιστρέφει με διαστροφικό τρόπο. Εδώ, η ηθικολογία, ο δημοκρατικός εξορκισμός του Κακού, συναντά τα όριά του.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ