Εχει αρχίσει να γίνεται αισθητό ότι με την παρούσα κυβερνητική πραγματικότητα οδεύουμε προς μια κατάσταση που αποκτά όλο και περισσότερο χαρακτηριστικά καθεστωτικά. Δεν είναι μόνο η καταγγελία του πρώην υπουργού Προστασίας του Πολίτη για την αγαστή συνεργασία κυβερνητικών στελεχών με φυλακισμένους τρομοκράτες, αλλά και αρκετά άλλα σημαίνοντα γεγονότα που δείχνουν ότι η κοπτόμενη για τη δημοκρατία και την ηθική της ανωτερότητα αυτοαποκαλούμενη Αριστερά έχει αρχίσει να οργανώνει την κυβερνητική πρακτική της με τον τρόπο των κυβερνήσεων της Δεξιάς της περιόδου 1950-1963.
Δεν θυμίζει το περιεχόμενο των συνομιλιών των κυβερνητικών στελεχών με τρομοκράτες τη μέθοδο της παρακρατικής λειτουργίας της εποχής του ’60, όταν η ηγεσία της Χωροφυλακής προσπαθούσε να προστατεύσει τους φονείς του Λαμπράκη, με τους οποίους είχε από καιρό εκλεκτικές σχέσεις; Δεν είναι ο χαρακτηρισμός, από τέσσερις υπουργούς –μεταξύ των οποίων και ο υπουργός Δικαιοσύνης -, των καταγγελιών Πανούση ως μυθευμάτων (παρά την αποκάλυψη του περιεχομένου των συνομιλιών εντεταλμένου στελέχους του υπουργείου του με την τρομοκρατία) ομόλογος με τις αντίστοιχες διαψεύσεις του τότε επικεφαλής της Δικαιοσύνης και μετέπειτα πρωθυπουργού της χούντας Κόλλια; Τι σημαίνουν η αιφνίδια (και δίχως αιτιολόγηση) αντικατάσταση του μέλους της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, εκπροσώπου των ΑΝΕΛ, το οποίο έδειξε δυσφορία για την (συγ)κυβερνητική μεθόδευση της υπόθεσης Πανούση, και η ταυτόχρονη, με αστεία αιτιολόγηση, αποπομπή του επικεφαλής της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, πανθομολογουμένως αποτελεσματικού, υποστρατήγου, που διερευνούσε διασυνδέσεις αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. με δίκτυα δουλεμπόρων; Και γιατί το διά του κ. Λάμπρου (του Μπαλτάκου της Αριστεράς) αλισβερίσι του υπουργείου Δικαιοσύνης με τους «Πυρήνες της Φωτιάς» αποτελεί εθνικό απόρρητο, η αποκάλυψη του οποίου θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας, όπως ισχυρίζονται στη μηνυτήρια αναφορά τους «κατ’ αγνώστων» οι δύο υπουργοί;
Ολα αυτά είναι ορατά χαρακτηριστικά της πορείας την οποία χαράσσει η παρούσα κυβερνητική τάξη των πραγμάτων. Ομως υπάρχουν και άλλες ενέργειες λιγότερο εμφανείς, που συνδέονται υπογείως ή και επιγείως με τις ορατές, ενισχύοντας προϋπάρχουσες –αλλά απορρέουσες από τους νυν κρατούντες –παραθεσμικές καταστάσεις. Αναφέρω ορισμένες από αυτές, που αφορούν έμμεσα ή άμεσα τα πανεπιστήμια.
Το πρώτο είναι η κατάργηση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, που ανήγγειλε ο κ. Φίλης, η οποία αποσκοπούσε στην αποτροπή των καταλήψεων των σχολείων από μαθητές και των υλικών καταστροφών που αυτές συνήθως προκαλούν. Ο έλεγχος των καταληψιών μαθητών, τον οποίο χαρακτηρίζει «μαθητικό ιδιώνυμο», προκαλεί φρίκη στον υπουργό. Ολα δείχνουν πως ο κ. Φίλης πιστεύει ότι οι καταλήψεις ισοδυναμούν με μαθησιακή διαδικασία, γιατί προετοιμάζουν τους μαθητές για δημοκρατικούς αγώνες και γιατί στα σχολεία κυριαρχεί η αντιδημοκρατικότητα. «Θέλουμε να αποκαταστήσουμε ένα κλίμα δημοκρατίας στα σχολεία» δήλωσε. Αν αυτή τη θεσμοποίηση της ατιμωρησίας, που εντατικοποιεί την προετοιμασία καταληψιών ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τη συνδυάσουμε με τα άρθρα 26-30 του νέου πολυνομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης, που προβλέπει, μεταξύ άλλων ελαφρύνσεων, και την ευχέρεια απαλλαγής από ποινή για όσους καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρακωλύουν τις συγκοινωνίες ή τη λειτουργία κοινωφελών εγκαταστάσεων, περιλαμβανομένων και των καταλήψεων, αντιλαμβανόμαστε (οι πανεπιστημιακοί) τι σημαίνουν αυτά για την ομαλή λειτουργία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης: «Το δικαστήριο», διαβάζουμε στο πολυνομοσχέδιο, «δύναται να απαλλάξει τον δράστη, εφόσον πεισθεί ότι αυτός τέλεσε την πράξη για την προάσπιση μείζονος κοινωνικού συμφέροντος». Και είναι γνωστή η ιδιαίτερα αυξημένη κοινωνική ευαισθησία των καταληψιών της κατά ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς.
Αλλά προς τι να ζητάει κανείς από τους πανεπιστημιακούς να ενεργοποιηθούν όπως θα έπρεπε, όταν το φοιτητικό παρακράτος των ΑΕΙ, που απορρέει από το μέγεθος της συμμετοχής των φοιτητών στην εκλογή των οργάνων της διοίκησής τους και ενισχύεται από τη δυναστεία του υποτιθέμενου (παγκοσμίας αποκλειστικότητας) πανεπιστημιακού ασύλου, δηλαδή του μείζονος διοικητικού προβλήματος του πανεπιστημίου (και όχι μόνο αυτού), αναγκάζει ακόμη και σώφρονες, έως τώρα, πρυτάνεις να συμπλεύσουν με τις εξωθεσμικές επιθυμίες των κυβερνώντων; Διότι τι άλλο παρά εγκατάλειψη της υπεράσπισης της ελευθερίας της πανεπιστημιακής εργασίας αποτελεί η απόφαση του πρύτανη του Πανεπιστημίου Μακεδονίας να διατάξει Ενορκη Διοικητική Εξέταση για τον έλεγχο της επιστημονικότητας των προεκλογικών δημοσκοπήσεων, που διεξήχθησαν στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος του πανεπιστημίου του;
Αλήθεια, τι απέγινε η περίφημη ντεριντιανή έννοια του «απροϋπόθετου» πανεπιστημίου (όπως και η συνεπαγόμενη αντίληψη της αριστείας), στην οποία όμνυε μέχρι την υπουργοποίησή του ο «μαθητής» και θαυμαστής του Ντεριντά νυν υπουργός Πολιτισμού; –δηλαδή η ανάγκη ενός «άνευ όρων» ελεύθερου πανεπιστημίου, με αναφαίρετο το δικαίωμα της ανεμπόδιστης από κάθε πολιτική και οικονομική εξουσία έρευνας και αναζήτησης της αλήθειας; Εχει συναίσθηση ο εν λόγω πρύτανης ότι με την απόφασή του για διεξαγωγή ΕΔΕ δέχεται την επέμβαση μιας διοικητικής διαδικασίας στην παραγωγή των πανεπιστημιακών έργων ταυτόσημης με εκείνη που τιμωρεί την έκφραση απαγορευμένης διά νόμου άποψης για ιστορικά γεγονότα;
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ