«Αρνητική συναίνεση»: αυτή η διατύπωση του David Hanley περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια τη στάση των κομμουνιστών απέναντι στα πρώτα βήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η επιθετική απόρριψη των πρωτοβουλιών οικοδόμησης – σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου και με τη στήριξη των ΗΠΑ – της ενιαίας Ευρώπης ενοποιεί την κομμουνιστική οικογένεια της δεκαετίας του 1950. Η αρχική αρνητική συναίνεση σταδιακά υφίσταται ρωγμές (δεκαετία του 1960 και πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1970) για να μετασχηματιστεί, προς το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970, με την άνθηση του ευρωκομμουνισμού σε μεγάλο εσωτερικό διχασμό. Η περίοδος του ευρωκομμουνισμού για πρώτη φορά διαμορφώνει, με κεντρικές δυνάμεις το Ιταλικό και το Ισπανικό ΚΚ (αλλά και το δικό μας ΚΚΕ εσωτερικού), έναν δυναμικό φιλοευρωπαϊκό πόλο στο εσωτερικό της κομμουνιστικής Αριστεράς.

Η μεγάλη ειρωνεία στη μεταγενέστερη εξέλιξη της ευρωπαϊκής πολιτικής των κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς βρίσκεται στο ότι βαθμιαία η πλειονότητά τους αποδέχθηκε την ευρωπαϊκή ενοποίηση ενώ η τελευταία αποκτούσε όλο και περισσότερο νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Η αναγέννηση της Ευρώπης, από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1980, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και κατόπιν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ μετέτρεψε την Ενωση σε βαριά και επιβλητική πολιτική μηχανή, γεγονός που ώθησε τα εθνικά κράτη να επιδιώξουν την ένταξή τους σε αυτήν και τα αριστερά κόμματα να στηρίξουν «κριτικά», ανάμεσα σε άλλους λόγους για να μην απομονωθούν πολιτικά, την ευρωπαϊκή πορεία των χωρών τους. Ετσι, το κέντρο βάρους των ευρωπαϊκών επιλογών της μεγάλης πλειονότητας των κομμάτων της Αριστεράς (του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένου) προοδευτικά μετατοπίστηκε σε μια ενδιάμεση ζώνη ανάμεσα στον «ευρωπαϊσμό» των ευρωκομμουνιστών των δεκαετιών 1970 και 1980 και στον «αντιευρωπαϊσμό» του ιστορικού κομμουνισμού των δεκαετιών 1950 και 1960. Παρά αυτή την εξέλιξη, η διαρκώς ανανεούμενη ένταση ανάμεσα σε μια πιο «φιλική» και σε μια «εχθρική» στάση (το ΚΚΕ, το ΚΚ Πορτογαλίας και το ΚΚ Βοημίας και Μοραβίας αποτελούν τον πυρήνα του σκληρού ευρωσκεπτικισμού) διχάζει τη ριζοσπαστική Αριστερά περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κομματική οικογένεια και περιορίζει τη διεθνή επιρροή της.

Οπως ήταν αναμενόμενο, η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ άναψε φωτιές στην ήδη διαιρεμένη παράταξη. Η προ πολλού διαφαινόμενη αντι-ευρώ στροφή (στροφή που εμπεριείχε και εθνικιστικά χαρακτηριστικά) του Mélenchon, του σημαντικότερου ηγέτη της γαλλικής Αριστεράς, επιβεβαιώθηκε, όπως επίσης επιβεβαιώθηκαν οι αντι-ευρώ τάσεις στο γερμανικό Die Linke. Ετσι, σήμερα τρεις από τις σημαντικότερες φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το γερμανικό κόμμα, το γαλλικό και ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιμετωπίζουν είτε προβλήματα συνοχής (τα δύο πρώτα) είτε προβλήματα σταθερότητας (ο ΣΥΡΙΖΑ, λόγω της ΛΑΕ). Επίσης ένα ευρύτατο και, νομίζω, πλειοψηφικό κομμάτι του «λαού της Αριστεράς», ανεξαρτήτως της επίσημης στάσης του ανά χώρα κόμματος ή κομμάτων, θεωρεί την ΕΕ θεσμό εχθρικό –ή εξαιρετικά εχθρικό –προς τις ιδέες της ισότητας και του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η δυσπιστία προς τις πολιτικές της ΕΕ αποκτά πλέον χαρακτηριστικά πολιτισμικής στάσης (όχι απλώς πολιτικής προτίμησης) για ένα τμήμα του ευρωπαϊκού πληθυσμού.

Αποσταθεροποίηση του αριστερού ριζοσπαστισμού


Συνολικά η χαμένη ευρωπαϊκή μάχη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η κακή εκλογική επίδοση της ΛΑΕ προσέφεραν –σε real time –μια μοναδικής αντιπροσωπευτικότητας απεικόνιση –με επίκαιρα και φρέσκα χρώματα –της δύσκολης σχέσης «αριστερός ριζοσπαστισμός – ευρωπαϊκή ενοποίηση». Στο ευρωπαϊκό θεσμικό περιβάλλον η λήψη απόφασης προϋποθέτει τη σφυρηλάτηση μεγάλων πλειοψηφιών ή την επίτευξη ομοφωνίας. Αυτό οδηγεί τα κράτη-μέλη ή να οικοδομήσουν μεγάλους συνασπισμούς ή να εγκαταλείψουν τις πολιτικές τους. Τα οδηγεί, συνεπώς, σε διαδοχικούς –και σε ορισμένες περιπτώσεις δυσβάστακτους –συμβιβασμούς. Ο «συντηρητικός» αυτός τρόπος λειτουργίας της ΕΕ δεν οφείλεται σε κάποια νεοφιλελεύθερη διαστροφή ή συνωμοσία του κεφαλαίου. Αποτελεί προϊόν της πολυ-κρατικής και πολυ-κεντρικής υφής του καθεστώτος. Ωστόσο, η πολιτική κουλτούρα του ριζοσπαστισμού (όχι μόνο του αριστερού αλλά κάθε ριζοσπαστισμού) είναι ασύμβατη με τη διαρκή διαπραγμάτευση, με τις ατέλειωτες τεχνοκρατικές διαδικασίες, με το συνεχές δούναι και λαβείν πίσω από κλειστές πόρτες. Σε ένα τέτοιο γκρίζο σύστημα διακυβέρνησης η τόσο αγαπημένη στο ριζοσπαστικό milieu «αποφασιστική στιγμή» ή «τελική αναμέτρηση» απλώς δεν είναι δυνατή.
Μοιραία το πολύπλοκο σύστημα της ΕΕ ωθεί τη ριζοσπαστική Αριστερά να επιλέξει ανάμεσα σε δύο στρατηγικές λογικές. Η πρώτη έγκειται στο να εργαστεί μέσα στην ΕΕ υιοθετώντας έναν μακράς διάρκειας μεταρρυθμισμό χωρίς δυνατότητα άμεσης προώθησης των πολιτικών προτιμήσεών της και με τον κίνδυνο να αμφισβητηθεί η αριστερή ταυτότητά της. Με αυτό βρέθηκε αντιμέτωπος, παρά τη διαπραγματευτική του αποφασιστικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ, με το γνωστό αποτέλεσμα. Ο «κριτικός» ευρωπαϊσμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίστηκε, και αυτό ανεξαρτήτως των μεγάλων της λαθών και του εμφανούς ερασιτεχνισμού της, σε βαθιές δομές, σε αυστηρούς κανόνες και άγριους συσχετισμούς ισχύος που προϋπήρχαν της κρίσης χρέους και ενισχύθηκαν με αυτήν.
Η δεύτερη στρατηγική λογική συνίσταται στην υιοθέτηση της αντι-ευρώ πολιτικής και της επιστροφής στη νομισματική κυριαρχία με στόχο την οικοδόμηση της «σοσιαλδημοκρατίας σε μία χώρα» ή του «σοσιαλισμού σε μία χώρα». Ο κίνδυνος εδώ έγκειται στο να περιοριστεί ο φορέας μιας τέτοιας επιλογής στον ρόλο μιας μόνιμης μειοψηφίας αποκομμένης από τα «μοντέρνα» κοινωνικά στρώματα και χωρίς ικανότητα επηρεασμού των διεθνών εξελίξεων. Και βεβαίως να ταυτιστεί με την «εθνική αναδίπλωση» ή/και τον «αριστερισμό» (κάτι που αντιμετώπισε, με επίσης γνωστό το αποτέλεσμα, η ΛΑΕ). Στην περίπτωση δε της εθνικής go-it-alone ριζοσπαστικής στρατηγικής διαψεύστηκε και η θεωρία του αδύναμου κρίκου. Η Ελλάδα έδειξε ότι η αβεβαιότητα ως προς το κόστος της μετάβασης είναι τόσο υψηλή –ακριβώς λόγω του ότι η χώρα είναι αδύναμη –ώστε ένα ορθολογικό εκλογικό σώμα δεν θα επιλέξει εύκολα το «άλμα στο άγνωστο».
Ανακεφαλαιώνοντας, η ΕΕ δημιουργεί ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα αποτελεσματικότητας σε όλους, και σε εκείνους που θα ήθελαν έσωθεν να αλλάξουν την Ευρώπη και σε εκείνους που θα ήθελαν να ακολουθήσουν μια στρατηγική νομισματικής κυριαρχίας. Σε αυτό το κακό στρατηγικό δίλημμα δεν υπάρχει «καλή» απάντηση. Ούτε αντιπερισπασμός διαφυγής. Και κανένας αριστερός -ισμός, ούτε ο αριστερός λαϊκισμός ούτε ο αριστερός εκσυγχρονισμός ούτε ο αριστερός ευρωπαϊσμός ούτε ο αριστερός αντιευρωπαϊσμός, δεν είναι προς το παρόν σε θέση να διατυπώσει πειστική απάντηση. Τα προηγούμενα αφορούν και τη σοσιαλδημοκρατία (ας θυμηθούμε την αδυναμία του Jospin, το 1997, να τροποποιήσει, παρά τις υποσχέσεις του, σε αντι-μονεταριστική κατεύθυνση τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ, όπως και την παραίτηση του σοσιαλδημοκράτη Lafontaine το 1999). Οι ελπίδες που σήμερα εναποτίθενται στον σχηματισμό μιας κυβέρνησης σοσιαλιστών – Αριστεράς στην Πορτογαλία κινδυνεύουν να διαψευστούν, όπως διαψεύστηκαν οι προηγούμενες πρωτοβουλίες αριστερής στροφής. Η ΕΕ εγείρει ένα μείζον θέμα συνοχής και αποτελεσματικότητας για όλες τις στρατηγικές επιλογές που έχουν κυριαρχήσει στην ιστορία της Αριστεράς, σοσιαλδημοκρατικές και ριζοσπαστικές.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ