Από τις αρχές του 2015 μισό εκατομμύριο πρόσφυγες πέρασαν τα ελληνικά σύνορα. Καθημερινά χιλιάδες από αυτούς βρίσκουν καταφύγιο σε ένα νησί του Ανατολικού Αιγαίου, με τους πρόσφυγες να είναι συχνά περισσότεροι από τον εγχώριο πληθυσμό. Αν κάτι παραμένει αξιομνημόνευτο στο προσφυγικό δράμα, στιγμές κορύφωσης του οποίου αποτελούν τα άψυχα κορμιά μικρών παιδιών, είναι τα αυξημένα αντανακλαστικά ανθρωπισμού των νησιωτών. Με τις δομές υποδοχής και τις διεργασίες επανεγκατάστασης των προσφύγων να είναι αργόσυρτες και χαοτικές και τις αρχές –ευρωπαϊκές και εγχώριες –να εμφανίζονται απροετοίμαστες, οι κάτοικοι των νησιών έδειξαν αλληλεγγύη στην περίθαλψη των προσφύγων.
Το προσφυγικό φαινόμενο στις ημέρες μας έχει γνωρίσματα υπερ-συμβάντος: υπολείπονται δύο μήνες για να κλείσει η χρονιά και οι πρόσφυγες που πέρασαν τα ελληνικά σύνορα είναι επταπλάσιοι από όσους ήρθαν πέρυσι. Το γεγονός ότι στην εκτύλιξη του υπερ-συμβάντος λειτούργησε ένα «φαινόμενο στεφάνης» συνιστά ένα θετικό δείγμα για τη στάση της κοινωνίας απέναντι στους πρόσφυγες: σε όσο μεγαλύτερη εγγύτητα με το ζήτημα βρίσκεται κάποιος τόσο λιγότερο φοβικά το αντιμετωπίζει. Πώς αντιλαμβάνονται το ζήτημα όσοι δεν έχουν εγγύτητα με τους πρόσφυγες;
Στην Ευρώπη δεν λείπουν οι φωνές συμπάθειας· μαζί με τους Μέρκελ, Γιούνκερ, Σουλτς και Ολάντ, ένα τμήμα της πολιτικής ελίτ έδειξε ανθρώπινο πρόσωπο απέναντι στους πρόσφυγες. Αλλοι ωστόσο ευρωπαίοι πολιτικοί (ο βέλγος υπουργός Εσωτερικών Γιαμπόν, ο γερμανός ομόλογός του Ντε Μεζιέρ, ο πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος στην Πολωνία Κατσίνσκι, ο ούγγρος πρωθυπουργός Ορμπάν) φανέρωσαν αναλγησία, εχθρότητα ή και απέχθεια για τους πρόσφυγες. Εκτός από διαφορετικές τοποθετήσεις στην κλίμακα των αξιών, οι στάσεις των ευρωπαίων ηγετών αντανακλούν πιέσεις της κοινής γνώμης και του εκλογικού σώματος, ένα μέρος από το οποίο αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες ανταγωνιστικά και φοβικά. «Ο Ξένος» έγραφε ο Γκέοργκ Ζίμελ «δεν είναι εκείνος που περιπλανιέται και φεύγει αλλά που έρχεται και μένει». Η προοπτική της παραμονής των προσφύγων στην Ευρώπη είναι που δραστηριοποιεί αντιμεταναστευτικές οργανώσεις, όπως η Pegida, να εντείνουν τις κινητοποιήσεις τους εξάπτοντας τους φόβους της μεσαίας τάξης απέναντι στον Ξένο.
Θα ήταν όμως λάθος να σχηματίζαμε την άποψη ότι η κοινή γνώμη καταναλώνει άκριτα τις αφηγήσεις των εθνικολαϊκιστών. Ο,τι κυρίως ανησυχεί τον μέσο Ευρωπαίο δεν είναι αυτή καθαυτή η προοπτική εγκατάστασης προσφύγων στη χώρα του όσο η αδυναμία διαχείρισης μιας τέτοιας προοπτικής. Στη Γερμανία, όπου η πλειοψηφία (51%) αρχικώς διάκειτο ευνοϊκά στο ενδεχόμενο μόνιμης εγκατάστασης προσφύγων, τα πράγματα αντιστράφηκαν όταν εκδηλώθηκε διαφωνία στην κυβέρνηση, με υπουργούς να φρενάρουν μια πολιτική άμεσης ενσωμάτωσης μεγάλου αριθμού προσφύγων.
Αν κάτι είναι εμφανές στο επίπεδο ευρωπαϊκών κρατών και στην ΕΕ είναι η απουσία σχεδίου για το προσφυγικό ζήτημα. Η πολιτική τάξη της Ευρώπης αναλώνεται στη διαχείριση του φόβου των πολιτών. Υπό την απειλή της Ακροδεξιάς που λειτουργεί ως ενισχυτής του φόβου απέναντι στον Ξένο, ηγεσίες και κόμματα στην Ευρώπη επιλέγουν το πολιτικό κατενάτσιο από την ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος.
Στην Ελλάδα η κατάσταση δεν εξελίσσεται διαφορετικά. Οπως οι εταίροι έχουν στραμμένο το βλέμμα στη δική τους εθνική πολιτική αρένα, το ίδιο και οι εγχώριοι κυβερνώντες. Εχοντας επωμιστεί την ευθύνη της καταγραφής των προσφύγων για την επανεγκατάστασή τους στις χώρες υποδοχής και της δημιουργίας χιλιάδων θέσεων προσωρινής φιλοξενίας στη χώρα μας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ επιχειρεί να εργαλειοποιήσει το Προσφυγικό μετατρέποντάς το σε ένα είδος υπερισοδυνάμου στη διαδικασία εφαρμογής της συμφωνίας με τους δανειστές και εκπλήρωσης των όρων του Μνημονίου. Μια τέτοια διασύνδεση του Προσφυγικού με τις μνημονιακές υποχρεώσεις στην προοπτική της ελαστικοποίησης των τελευταίων εξαιτίας του βάρους του πρώτου, πέραν των όποιων ηθικών διλημμάτων, ενέχει τον διπλό κίνδυνο διασυνδέοντάς τες να μείνουν εν τέλει πίσω και οι δύο κατηγορίες δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει.
Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα δεν συνοδεύθηκε μέχρι στιγμής από οργανωμένη αντίδραση στον χώρο της εγχώριας Ακροδεξιάς. Η κινητοποίηση της Χρυσής Αυγής σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ήταν περιορισμένη σε έκταση αλλά εκλογικά επιτυχής καθώς αύξησε τα ποσοστά της εκεί όπου εκδηλώνονται προσφυγικές ροές. Καθώς όμως η εκλογική της απήχηση σε νησιωτικές περιοχές παρουσιάζει διαφοροποιήσεις, ως υπόθεση εργασίας μπορεί να υποστηριχθεί ότι όσο λιγότερη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων υπάρχει στη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, όσο δηλαδή πιο διαιρετικό προβάλλει το σχετικό διακύβευμα, τόσο η Χρυσή Αυγή βρίσκει έδαφος να αναπτύξει την αντιπροσφυγική ρητορική της. Το κενό κρατικής παρουσίας, οι κομματικές διαμάχες με επίκεντρο το Προσφυγικό και η κυβερνητική αναποτελεσματικότητα λειτουργούν ως υπόστρωμα πολιτικής ευκαιρίας για τον εν τη ευρεία εννοία χώρο της Ακροδεξιάς. Δεν είμαστε σίγουροι αν αυτό το έχει συνειδητοποιήσει η πολιτική ηγεσία στη χώρα.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ