Οι έννοιες της γενοκτονίας και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας εισήγαγαν νομικές παραμέτρους και μια ηθική διάσταση στην Ιστορία. Η εισαγωγή του όρου γενοκτονία σημαίνει ότι τα μαζικά εγκλήματα του παρελθόντος δεν θα πρέπει να μείνουν ατιμώρητα και πως θα πρέπει να γίνουν αντικείμενα δημόσιας αποδοκιμασίας. Ο όρος αφορά την πολιτική διάσταση της ιστορικής γνώσης. Διεκδικώντας την αναγνώριση μιας γενοκτονίας διεκδικούμε την τιμωρία των δραστών και των εμπνευστών αυτών των εγκλημάτων. Από τα μεταπολεμικά χρόνια ως σήμερα το ζήτημα της αναγνώρισης των γενοκτονιών απέκτησε μεγάλες διαστάσεις. Υπήρξαν πάνω από 40 σχετικές αιτήσεις στον ΟΗΕ και σε εθνικά κοινοβούλια. Το ζήτημα της αναγνώρισης μερικών από αυτές, όπως η αρμενική γενοκτονία, το ουκρανικό golodomor, καθώς και τα μαζικά εγκλήματα των Ιαπώνων στη Μαντζουρία και στην Κορέα, αποτελεί ακόμη αντικείμενο διεθνούς διαμάχης. Η αρμενική γενοκτονία αναγνωρίστηκε στις χώρες όπου η αρμενική διασπορά είχε ιδιαίτερο βάρος στο εκλογικό σώμα, ικανή να αντισταθμίσει την επιρροή της Τουρκίας. Ανάλογοι πολιτικοί υπολογισμοί βαραίνουν και στην αναγνώριση της ουκρανικής λιμοκτονίας ή των μαζικών εκτελέσεων στις βαλτικές χώρες από τους Σοβιετικούς. Αλλα εγκλήματα, όπως αυτά που συνέβησαν στη Ρουάντα και στη Βοσνία, εκδικάζονται ως γενοκτονίες ή ως πράξεις γενοκτονίας στα ad hoc διεθνή ποινικά δικαστήρια. Το αίτημα για την αναγνώριση γενοκτονιών συνδέεται με αιτήματα αναδυόμενων εθνικοτήτων, όπως στην περίπτωση των Τσετσένων, των Κούρδων, των Τσερκέζων, των Ουιγούρων κ.ά. Μερικές γενοκτονίες, οι οποίες αναφέρονται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα αιώνες πριν, όπως των αφρικανών σκλάβων και των Ινδιάνων της Αμερικής, προβλήθηκαν μέσα στο πλαίσιο των κινημάτων αναγνώρισης πολιτικών δικαιωμάτων και ανα-θεώρησης της Ιστορίας.
Θεσμοποιώντας τη μνήμη των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, η παγκόσμια τάξη που εγκαθιδρύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπεράσπισε έναν συγκεκριμένο τρόπο ανάμνησης του παρελθόντος και αυτόν τον τρόπο τον θεώρησε ένα αγαθό που χρειάζεται προστασία. Η επέκταση και ο προσδιορισμός του τι συνιστά «γενοκτονία», με τη σειρά του, δημιούργησε μια τάση να ονομαστεί γενοκτονία κάθε αδικία που είχε υποστεί κάθε λαός στο παρελθόν γιατί η αναγνώριση ενίσχυε τoν αυτοσεβασμό και την ταυτότητά του. Ωστόσο το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε η μαζική εκτέλεση αμάχων στη Σρεμπρένιτσα (8.000-12.000 νεκροί) ως γενοκτονία, ενώ δεν έχουν αναγνωριστεί ως γενοκτονίες οι θανατώσεις εκατομμυρίων για πολιτικούς λόγους, θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις ως προς το τι προσδιορίζεται γενοκτονία και με ποια κριτήρια. Υπάρχει κάποιο ποσοτικό κριτήριο που τίθεται σε απόλυτους αριθμούς; Αναλογικά μήπως; Ποιοτικά; Και με τι κριτήρια; Τα μαζικότερα εγκλήματα, παρά το διατυπωμένο διεθνώς αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης, έχουν μείνει ατιμώρητα:
  • Σουδάν (1956-72: 400.000-600.000 θύματα).
  • Νότιο Βιετνάμ (1965-75: 400.000-500.000 θύματα).
  • Ινδονησία (1965-66: 500.000-1.000.000 θύματα).
  • Πακιστάν (1971: 1.000.000-3.000.000 θύματα).
  • Καμπότζη (1975-79: 1.900.000-3.500.000 θύματα).
  • Ουγκάντα (1980-86: 200.000-500.000 θύματα).
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι «τι είναι γενοκτονία;». Με ποια κριτήρια ονομάζεται μια μαζική εξόντωση γενοκτονία; Το ζήτημα δεν είναι αν η διαδικασία της εξόντωσης έχει για θύματα αμάχους χωρών που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή μελετημένη εξόντωση πληθυσμών με κριτήριο τη φυλή ή το θρήσκευμα. Ενα γεγονός δεν είναι από μόνο του γενοκτονία. Ονομάζεται εκ των υστέρων έτσι, κάτω από συγκεκριμένες νομικοπολιτικές προϋποθέσεις που αφορούν το παρόν της αναγνώρισης και όχι το παρελθόν της διάπραξης. Η γενοκτονία, δηλαδή, δεν είναι ένα «αντικειμενικό γεγονός». Η χρήση του χαρακτηρισμού γενοκτονία εξαρτάται από το ποιες συνέπειες επιδιώκουμε να έχει ο τρόπος που αναφερόμαστε στο γεγονός.
Δεν θα πρέπει επομένως να ξενίζει ότι στο πλαίσιο αυτό η διαδικασία της αναγνώρισης μιας γενοκτονίας γίνεται αντικείμενο πολιτικής διεκδίκησης και διαβούλευσης. Γύρω από την αναγνώριση των γενοκτονιών αναδεικνύονται οργανώσεις και πολιτικοί παράγοντες. Ο πληθωρισμός στη χρήση του όρου δημιουργεί δύο τάξεις γενοκτονιών: τις ισχυρές, που επιβάλλουν νομικές δεσμεύσεις, και τις ανίσχυρες, που δεν μπορούν να επιβάλλουν. Βέβαια μερικοί εθνικιστές χρησιμοποιούν ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο την επίκληση των γενοκτονιών, για να δημιουργούν εστίες έντασης ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Εδώ πρόκειται για κατάφωρη εργαλειοποίηση της μνήμης και των νεκρών. Η προβολή τους λίγο απέχει από την προσβολή τους.
Η τιμωρία όσων αρνούνται ότι έγινε μια γενοκτονία ή μειώνουν τη σημασία της καθορίζει κανόνες μνήμης. Εκείνο στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι είναι να καταδικάζεται ο λόγος του μίσους για τα θύματα και ο εγκωμιασμός των εγκλημάτων. Και αυτό σημαίνει την καταδίκη του λόγου του μίσους (hate speech) όχι μόνο για τα θύματα των γενοκτονιών αλλά για όλα τα θύματα που υπέστησαν βίαιο θάνατο εξαιτίας της φυλετικής, εθνικής, θρησκευτικής ή γενετήσιας ιδιαιτερότητάς τους. H πράξη της διαπραγμάτευσης, δηλαδή τι θα ονομαστεί και τι θα συμπεριληφθεί ως γενοκτονία, εργαλειοποιεί τη μνήμη και προσβάλλει τους νεκρούς γιατί τους βάζει στη ζυγαριά της διαπραγμάτευσης. Η μνήμη και ο σεβασμός στους νεκρούς δεν έχουν ανάγκη κανονικοποίησης μέσω του νόμου. Ο σεβασμός κερδίζεται με το να σκύψουμε πάνω στις συνθήκες που γέννησαν αυτά τα τρομερά εγκλήματα και κυρίως στην εμπειρία των ανθρώπων που τα υπέστησαν. Η αναγνώριση αυτής της εμπειρίας, η ενσυναίσθηση αυτών των συνθηκών θα μας ενδυναμώσει ιστορικά ώστε να αντιταχθούμε σε όσους διαπράττουν ή καλλιεργούν το κλίμα για εγκλήματα εναντίον των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων σήμερα.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ