Επειτα από 25 και περισσότερα χρόνια από την εμφάνιση των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών η χώρα διαθέτει νόμο που προβλέπει ότι αυτοί προκειμένου να εκπέμπουν το πρόγραμμά τους οφείλουν να παίρνουν άδεια από την Πολιτεία, και όχι «από τη σημαία», η οποία και ασκεί έλεγχο στο όνομα του δημόσιου συμφέροντος. Οι σταθμοί οφείλουν μάλιστα να καταβάλλουν τίμημα καθώς η δραστηριότητά τους, στο πνεύμα των ΕΕ οδηγιών, ορίζεται ως «υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος», από την οποία θεωρητικώς κερδίζουν εκμεταλλευόμενοι έναν δημόσιο πόρο: τις συχνότητες. Η άδεια δίνεται με διαγωνιστική διαδικασία την οποία διεξάγει μια θεωρητικώς ανεξάρτητη αρχή και εφόσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις για ορισμένο διάστημα. Ρυθμίσεις που κατ’ αναλογία απαντώνται και σε άλλους τομείς της οικονομίας. Επίσης προβλέπεται έλεγχος της προέλευσης των κεφαλαίων ώστε να αποτρέπεται το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, καθώς και ονομαστικοποίηση των μετοχών, αμφότερα επιδιώκοντα όχι μόνο τη νομιμότητα ως αυτοσκοπό αλλά και την καταπολέμηση της διαπλοκής. Ετσι, με καθυστέρηση ενός τέταρτου του αιώνα, η χώρα προσανατολίζεται προς μια ευρωπαϊκή τροχιά επί του ζητήματος. Αυτό από μόνο του είναι πολύ σημαντικό.
Ωστόσο άλλες ρυθμίσεις που υπάρχουν στον ίδιο νόμο κινδυνεύουν να εμποδίσουν τη χώρα να βρει αυτή την ευρωπαϊκή τροχιά και να τη γυρίσουν σε μια δυσμενέστερη εκδοχή των υφιστάμενων παθογενειών. Η ανάθεση του σημαντικού και δύσκολου έργου εφαρμογής του νόμου για την «Αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης» σε μια Αρχή η σύνθεση της οποίας είναι προβληματική και καθόλου ανεξάρτητη γεννά τα πρώτα ερωτήματα.
Παρότι ο νόμος θεωρητικά βάζει στο στόχαστρο τη διαπλοκή, εν τούτοις δεν θέτει κανένα εμπόδιο στους καναλάρχες να παίρνουν δάνεια αμφιβόλου νομιμότητας από τις τράπεζες ούτε να παίρνουν αμοιβή από το Δημόσιο συναλλασσόμενοι με αυτό ως ιδιοκτήτες άλλων εταιρειών. Και εδώ εγείρονται ακόμη μεγαλύτερα ερωτήματα. Οι διαδικτυακοί σταθμοί δεν ρυθμίζονται (κι ας ξεκίνησε μόλις χθες διαδικτυακά η ελληνική εκδοχή ίσως του σημαντικότερου παγκόσμιου ΜΜΕ), οι όποιες κοινοπραξίες υποχρεούνται να γίνουν ΑΕ και έτσι ευνοούνται τα μεγάλα μαγαζιά εις βάρος των μικρών, εναντίον των απαιτήσεων των καιρών αλλά και του προεκλογικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Τα ερωτήματα κορυφώνονται.
Προκειμένου το τηλεοπτικό προϊόν να πληροί κάποιες προδιαγραφές αλλά και προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα των εργαζομένων στις ιδιωτικές τηλεοπτικές βιομηχανίες της χώρας ορίζεται κατώτατος αριθμός εργαζομένων σε αυτές. Ωστόσο δεν προβλέπονται τα προσόντα που οφείλουν να έχουν, αν και ήταν μια καλή ευκαιρία να ρυθμιστεί το θέμα. Ο αριθμός των εργαζομένων μπορεί να τηρείται, όμως τα τυπικά προσόντα τους για τις θέσεις που καταλαμβάνουν; Επιπλέον, χωρίς συλλογικές συμβάσεις πώς μπορεί να είναι αποτελεσματικές και προς όφελος των εργαζομένων και όχι των καναλαρχών αυτές οι ρυθμίσεις; Πώς θα αποτραπεί λ.χ. οι υπάλληλοι του ομίλου να φέρονται ως εργαζόμενοι στο κανάλι και ταυτόχρονα να εργάζονται 12-7 για να εξυπηρετήσουν τα άλλα μέσα του ομίλου (εφημερίδα, ραδιόφωνο, ιστοσελίδα κ.ά.) χωρίς πρόσθετη αμοιβή; Επίσης, αν και προβλέπεται, ορθώς, στον νόμο διαδικασία ανάκλησης της άδειας, εν τούτοις δεν προβλέπεται πώς ενεργοποιείται η διαδικασία της ανάκλησης. Τα ερωτήματα γίνονται πλέον (φιλοσοφική) απορία.
Παρόμοια απορία εγείρεται όταν διαπιστώνουμε πως οι υπάλληλοι της ΓΓΕΕ, του ΑΠΕ και της ΕΡΤ μπορούν, υπό προϋποθέσεις έστω, να έχουν και άλλη απασχόληση. Μια αριστερή κυβέρνηση δεν πρέπει να προστατεύει τη δυνατότητα απασχόλησης όσο περισσότερων εργαζομένων γίνεται; Επιπλέον, πώς θα διασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι σε αυτές τις υπηρεσίες θα προσφέρουν τις καλύτερες δυνατότητές τους στην κύρια απασχόλησή τους; Πώς, ακόμη, θα διασφαλιστεί ότι δεν θα χρησιμοποιήσουν την κύρια απασχόλησή τους για να εξυπηρετήσουν ανάγκες της παράλληλης;
Η κορύφωση, όμως, που γίνεται εναντίωση, έρχεται όταν διαπιστώνουμε τις υπερεξουσίες του αρμόδιου υπουργού. Αυτός αποφασίζει τελικώς τα σημαντικότερα: πόσες άδειες και με τι τίμημα θα δοθούν, τη συγκρότηση του ΕΣΡ κ.ά. Θα εξηγήσω την εναντίωση. Οι καναλάρχες δεν είναι διατεθειμένοι να εκχωρήσουν σπιθαμή από τη δύναμή τους (εκτός κι αν έχει γίνει κάποια συνεννόηση και δεν το ξέρουμε ή νομίζουμε ότι είναι ταγμένοι σε φιλανθρωπικό έργο), διά της οποίας διασφαλίζουν όχι μόνο την επιβίωση των σταθμών τους αλλά κυρίως την επιβίωση ολόκληρου του ομίλου τους. Δεν προτίθενται να μοιραστούν με κανέναν αυτή την πίτα αποδεχόμενοι να λαμβάνουν άλλοι τις σχετικές αποφάσεις. Θα πολεμήσουν. Θα το προσπαθήσουν στα δικαστήρια όπου γίνεται. Θα επιχειρήσουν να προσεταιριστούν πολιτικά πρόσωπα. Υποθέτω πως δεν θα το επιχειρήσουν για πρώτη φορά. Αν κι αυτό δεν αποδώσει ή παράλληλα, ίσως ξεκινήσουν πόλεμο. Κάποια κυβερνητικά στελέχη το έχουν ήδη ζήσει. Το ερώτημα λοιπόν που εγείρεται είναι: Τι εγγυάται ότι αν όχι ο σημερινός, ο αυριανός, ο αρμόδιος υπουργός με τις υπερεξουσίες, υποχωρώντας σ’ αυτή την πίεση, δεν βάλει τη διαπλοκή από το παράθυρο, νόμιμα και με μεγαλύτερη ισχύ;
Ο κ. Γιώργος Πλειός είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ