Η ΝΔ ήταν ανέκαθεν ένα πολυτασικό και πολυσυλλεκτικό κόμμα, το οποίο περιελάμβανε μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας (πολιτικά αποτελούσε τη «λαϊκή Δεξιά»), αλλά και τις μετριοπαθείς αστικές δυνάμεις (τους «νοικοκυραίους» κατά τον προσφιλή ορισμό του Ευάγγελου Αβέρωφ). Στους κόλπους της εντάσσονταν επίσης και το μεγαλύτερο τμήμα των ισχυρών οικονομικά τάξεων, καθώς και το πολυπληθέστερο μέρος του ελληνικού λαού, που υιοθετούσε φιλελεύθερες αλλά και πατριωτικές απόψεις ή είχε ιστορικά βιώματα (λόγω του Εμφυλίου) και εμφορούνταν από τα κατάλοιπα της εποχής των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Ολα αυτά τα κοινωνικά στρώματα επέλεγαν να ενταχθούν στην Κεντροδεξιά, που είχε ως πολιτικό της φορέα τη ΝΔ. Το κόμμα αυτό, λοιπόν, τους προσέφερε μια ευρύτερη ιδεολογική στέγη, η οποία ξεκινούσε από έναν ήπιο (ριζοσπαστικό – κοινωνικό) φιλελευθερισμό και έφτανε ως τις παρυφές της σοσιαλδημοκρατίας. Ο Κώστας Καραμανλής, διαβλέποντας τις μεγάλες παγκόσμιες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές και τεχνολογικές ανατροπές, προσέδωσε στον χώρο αυτόν μια σύγχρονη μορφή με την ιδεολογική ταυτότητα του «μεσαίου χώρου» (ή «κοινωνικού Κέντρου»). Η ΝΔ του Αντ. Σαμαρά, ωστόσο, προχώρησε σε μια ιδεολογική στροφή, υιοθετώντας ένα υπερδεξιό «νεο-φιλελεύθερο» μοντέλο. Παράλληλα, επικαλούμενη μια ανύπαρκτη απειλή για την πολιτιστική και κοινωνική επικράτηση της Αριστεράς, επανέφερε στο πολιτικό προσκήνιο την παλιά, μανιχαϊκή σύγκρουση του διπόλου Δεξιά – Αριστερά, του μαύρου – άσπρου και της έντασης.
Είναι αλήθεια πως οι δυτικές κοινωνίες είχαν μαγευτεί από τις σειρήνες της αριστερής ιδεολογίας κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 (περίοδος Ψυχρού Πολέμου). Μετά, ωστόσο, την κατάρρευση του κομμουνιστικού Τείχους του Βερολίνου, η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς αποδυναμώθηκε δραματικά. Ο αντικομμουνισμός, ωστόσο, συνέχισε να αποτελεί τη σημαία της άκρας Δεξιάς. Γιατί η ιδεολογία αυτή την έτρεφε και την αναγεννούσε. Ηταν το ελιξίριο από το οποίο αντλούσε την ύπαρξή της. Σήμερα, λοιπόν, βλέπουμε ξανά αυτή την «καρικατούρα» να επαναλαμβάνεται και στην πατρίδα μας, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, ως φάρσα της Ιστορίας. Ποιον όμως υπηρετεί άραγε αυτή η ιστορική αναδρομή σε φαντάσματα και νεκραναστάσεις των ακροδεξιών «βρικολάκων» του παρελθόντος;
Είναι γεγονός πως η παγκόσμια οικονομική κρίση ανέτρεψε δραματικά όλες τις μέχρι πρότινος σταθερές πάνω στις οποίες τα κόμματα στην Ελλάδα (αλλά και στις περισσότερες χώρες στην Ευρώπη) είχαν οικοδομήσει τις ιδεολογίες και τις πολιτικές τους. Η εφαρμοσθείσα «οικονομική συνταγή» της μονεταριστικής λιτότητας στην πράξη λειτούργησε σε βάρος όλων των στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας που καλύπτουν τον μεσαίο χώρο αλλά και την ευρύτερη αστική τάξη. Συγκεκριμένα, εξαθλίωσε τους αυτοαπασχολουμένους, τους εμπόρους, τους βιοτέχνες, τους επιχειρηματίες, τους επιστήμονες, τους μισθωτούς και εξόντωσε τους νέους με την καλπάζουσα ανεργία. Επόμενο ήταν η σημερινή ΝΔ, που εφάρμοσε απαρέγκλιτα αυτή την αντιλαϊκή πολιτική, να διασπαστεί σε πολλά κομμάτια, και σε στελεχιακό επίπεδο αλλά και στη λαϊκή της βάση.
Η ηγεσία της ΝΔ (υπό τον Αντ. Σαμαρά) και ο ηγετικός της πυρήνας –ερμηνεύοντας αυθαίρετα και κατά το δοκούν τα μηνύματα της νέας εποχής –θεώρησαν ότι βασική αιτία απώλειας της εκλογικής νίκης του κόμματος στις εκλογές του 2009 υπήρξε η έλλειψη ιδεολογικής καθαρότητας. Με πρόσχημα την ερμηνεία αυτή, η ΝΔ εγκατάλειψε τον μεσαίο χώρο και εγκαινίασε μια καθαρά (συγκρουσιακή με την Αριστερά) ιδεολογική γραμμή, η οποία αυτοχαρακτηρίστηκε, ψευδεπίγραφα, «κοινωνικός φιλελευθερισμός». Στην πραγματικότητα, η «νέα» αυτή ιδεολογία αποτέλεσε μια ακροδεξιά στροφή με εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Μια τέτοια «καθαρότητα», όμως, υιοθετείται συνήθως από τα ακραία κόμματα της Δεξιάς ή της Αριστεράς τα οποία δεν κατορθώνουν να υπερβούν το 8%-10%.
Με την εγκατάλειψη του μεσαίου χώρου, που πάγια ακολουθούσε η ΝΔ από την ημέρα της ίδρυσής της από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το κόμμα μετατοπίστηκε και περιθωριοποιήθηκε στο ακραίο φάσμα του πολιτικού εκκρεμούς. Ετσι, απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος. Γιατί ο μεσαίος χώρος είναι εκείνος που πάγια εξασφαλίζει την πλειοψηφία στα κόμματα εξουσίας. Επιπλέον, οι ακραίες (πατριωτικές δήθεν) θέσεις εξοστράκισαν τη ΝΔ από τη γραμμή του μέτρου, της ηπιότητας και της μεσότητας και επέφεραν σύγχυση.
Για να επανέλθει η ΝΔ στις ιδεολογικές της ρίζες απαιτείται μια γενναία «υπέρβαση», που δεν θα εκφράζει τις ακροδεξιές, εθνικιστικές και ψυχροπολεμικές λογικές της δεκαετίας του ’50, αλλά θα στοχεύει στη γεφύρωση των αντίπαλων ρευμάτων του 20ού αιώνα (σοσιαλισμός – καπιταλισμός) ώστε να καταστούν ειλικρινείς συνομιλητές μεταξύ τους και να διαμορφώσουν την αφετηρία μιας καινούργιας ιδεολογικής πλατφόρμας. Η νέα σύνθεση που θα προκύψει από αυτή τη σύζευξη δεν θα έχει σχέση με τη φορτισμένη διάκριση Αριστερά – Δεξιά (καθαρόαιμη ή λαϊκή). Εύλογα, ο Ραφαέλε Σιμόνε διερωτάται: «Βρισκόμαστε άραγε πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς;». Παράλληλα, ο Παζολίνι επισημαίνει πως, εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, προβλέπεται μια «νέα αστική τάξη που περικλείει όλο και περισσότερο, όλο και βαθύτερα, τις εργατικές τάξεις οδηγώντας τελικά στην ταύτιση της αστικής τάξης με την ανθρωπότητα». Αυτή πρέπει να είναι η κοινωνική βάση της σημερινής ήπιας φιλελεύθερης Κεντροδεξιάς, την οποία πρέπει να υιοθετήσει στην πράξη η ΝΔ.
Ο κ. Σωτήρης Χατζηγάκης είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ