Ζούμε περίοδο μεταβάσεων και υπερβάσεων, όπου οι παραδοσιακές αναφορές των πολιτικών δυνάμεων Δεξιάς και Αριστεράς μοιάζουν, και σε μεγάλο βαθμό είναι, ξεπερασμένες. Προνομιακές θεματικές της Αριστεράς, όπως αυτή της «ισότητας» ή και της «προόδου», αποτελούν την αχίλλειο πτέρνα της, ενώ η Δεξιά δυσκολεύεται να εναρμονίσει τον αξιακό συντηρητισμό της με τις «νεοφιλελεύθερες» οικονομικές επιλογές της. Τα δάνεια και οι υβριδισμοί είναι στην ημερήσια διάταξη, καθώς και οι κινηματικές μορφές που αμφισβητούν με ριζοσπαστικό τρόπο αυτές τις νέες πρόσκαιρες συνθέσεις. Η «άνοδος των άκρων» εγγράφεται μέσα σε ένα τέτοιο φόντο μετατοπίσεων και ανασυνθέσεων, όπου η πολιτική, χάνοντας πλέον την παραδοσιακή δεσπόζουσα εθνική της πλαισίωση, γίνεται ταυτοχρόνως κοσμοπολιτική και υπο-πολιτική, τροφοδοτώντας, ακριβώς, τις αντιπολιτικές εθνικολαϊκιστικές διαμαρτυρίες Ακροδεξιάς και Ακροαριστεράς. Η ιδεολογική απήχησή τους είναι αντιστρόφως ανάλογη τής ενίοτε μικρής ή μεσαίας εκλογικής τους επιρροής και εικονογραφούν έναν διαρκή πειρασμό αφενός των ριζοσπαστών της «ισότητας» να παγιδεύονται στον αναγωγισμό του «κοινωνικού ζητήματος» (το «πρόβλημα» είναι οι ανισότητες…) και σε μια υπο-χριστιανικής προέλευσης επίδειξη ρητορική της συμπόνιας προς τα «θύματα» της κρίσης, και αφετέρου οι ριζοσπάστες της Δεξιάς, όταν δεν επιλέγουν ανοιχτά τη βία, να ιεροποιούν την επικίνδυνη ψευδαίσθηση της «καθαρής» εθνικής ταυτότητας ως απάντηση στην κρίση.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα αυτό βιώνεται με ειδικό τρόπο, με την έννοια ότι η ελληνική ιδιαιτερότητα δεν αντιμετωπίζει με αυτούς τους όρους μόνον την ανωτέρω μείζονα πρόκληση (εθνικισμός, λαϊκισμός, αντιευρωπαϊσμός), αλλά και εδραία θέματα οικονομικού, πολιτικού και πολιτισμικού εκσυγχρονισμού. Για να διατυπώσουμε το πρόβλημα διαφορετικά: τα εθνικολαϊκιστικά μοτίβα της μαζικής, κινηματικής κοινωνικής διαμαρτυρίας της τελευταίας μνημονιακής πενταετίας και η πολιτική τους πλαισίωση από ριζοσπάστες και ακραίους Δεξιάς και Αριστεράς δεν αποτέλεσαν «απλώς» εναντίωση στον «νεοφιλελευθερισμό», πολύ συχνά πίσω από τη δημαγωγική επίκληση ενός τέτοιου φαντάσματος κρύφτηκε η ανοχή, αν όχι και η ανοιχτή εξύμνηση, μιας προνεωτερικής κουλτούρας και πρακτικής, ενός κρατικιστικού και πελατειακού κοινωνικού μοντέλου.

Μια τέτοια κατανόηση του προβλήματος και δεδομένης της νεο-σβορωνικής εθνικο-αντιστασιακής ιδεολογίας, η οποία κυριαρχεί καταθλιπτικά στον χώρο της Αριστεράς, εντός της οποίας εκουσίως έχει αναπαυθεί και το μεγαλύτερο μέρος της εθισμένης στον εθνικολαϊκισμό κοινωνικής Κεντροαριστεράς, οι εξελίξεις στον χώρο της Κεντροδεξιάς, με αφορμή την εκλογή νέας ηγεσίας στη Νέα Δημοκρατία, έχουν τη δική τους σημασία. Υπερβαίνουν τον ορίζοντα των κομματικών τακτικισμών, των μάταιων αρχηγισμών και, θέτοντας το πρόβλημα της κομματικής φυσιογνωμίας, της κομματικής ταυτότητας και του απορρέοντος από αυτήν προγραμματικού λόγου, εγκαλεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μιλήσει ευθέως για το «ελληνικό πρόβλημα». Οχι ως «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» σχηματισμός, όχι ως διαρκής ετεροκαθορισμός από την ατζέντα του αντιπάλου που, εκτός των άλλων, τον ενισχύει, αλλά ως αυτόνομος πολιτικός χώρος ικανός να διαβάζει υπό τη δική του συνολική οπτική την πραγματικότητα και να αυτοπροσδιορίζεται. Η Νέα Δημοκρατία πρέπει να «ξεχάσει» τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό του (χωρίς αυτό να σημαίνει υποστολή της αντιπολιτευτικής διάστασης της πολιτικής της), και να δουλέψει προς δύο ταυτόχρονα κατευθύνσεις: να αποδραματοποιήσει προβλήματα που αφορούν την εθνική ταυτότητα (προνομιακό πεδίο των ακροδεξιών ανταγωνιστών της), υιοθετώντας έναν «έξυπνο συντηρητισμό», και να συμφιλιώσει το εν δυνάμει λαϊκό της κυρίως ακροατήριο με έναν δημοκρατικό, πολιτικό και οικονομικό φιλελευθερισμό (προνομιακό πεδίο της αντίθεσης του «δεξιού λαϊκισμού», αλλά και οικειοποίησής του από έναν ορισμένο «νεοφιλελευθερισμό»).

Οι εναλλακτικές ηθικοπλαστικές επικλήσεις, ρητές ή λανθάνουσες, του «μεσαίου χώρου», της «πραγματικής λαϊκής Δεξιάς» της «ταυτότητας», του «νεοφιλελευθερισμού» επισκιάζουν και μεταμφιέζουν το πρόβλημα. Το επισκιάζουν και το μεταμφιέζουν διότι αφενός μοιάζουν να είναι συρραφή θέσεων, αφετέρου γιατί είναι μερικευτικές, αιωρούμενες μεταξύ συντεχνιασμού, δημαγωγίας και ιδεολογικοποίησης, παρά το αναντίρρητο γεγονός ότι συνολικά η ΝΔ είναι ένας δημοκρατικός σχηματισμός. Οι διαζευκτικές αφηγήσεις περί μετριοπάθειας («μεσαίος χώρος»), πόλωσης («πραγματική λαϊκή Δεξιά»), μονόδρομου («νεοφιλελευθερισμός») δεν συνιστούν μια συνολική απάντηση σε ένα πολύπλοκο πρόβλημα, απαντούν ενδεχομένως σε όψεις του, αλλά δημιουργούν ελλείμματα. Η απουσία ενός συμπλεκτικού και στρατηγικού «και», ενός πολιτικού «και», που θα συνδέει μεταξύ τους και θα μεταποιεί ταυτόχρονα επιμέρους επιλογές, πολιτικοποιώντας τες και προσδίδοντάς τους «ταυτότητα», εντάσσοντάς τες σε μία κατεύθυνση επίλυσης του ελληνικού προβλήματος, αυτό είναι το διακύβευμα.
Είναι προφανής η εξ αντικειμένου δυσκολία ως προς την εκπόνηση μιας τέτοιας πολιτικής στρατηγικής. Προϋποθέτει, πρώτα από όλα, κατανόηση του προβλήματος, αλλά και ψυχική και πολιτική απεμπλοκή από εθισμούς, παραταξιακούς και ευρύτερους. Η κατανόησή του και η δημόσια έκθεσή του θα ήταν το πρώτο αποφασιστικό βήμα για την αποϊδελογικοποίησή του, που είναι άλλωστε η βασική συνιστώσα του κυρίαρχου εθνικολαϊκιστικού λόγου. Μια τέτοιου τύπου δημόσια συζήτηση, με αφορμή τις ενδοπαραταξιακές εκλογές στη Νέα Δημοκρατία, θα ήταν ουσιαστική συμβολή στην πολιτικοποίηση των επάλληλων και τυφλών εν πολλοίς αντιθέσεων που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ