Για αμερικανικές προκριματικές εκλογές οι σκηνές που περιγράφει η Μάργκαρετ Τάλμποτ στον «New Yorker» είναι πρωτόγνωρες: μεγάλες συγκεντρώσεις, απαρτιζόμενες συχνά από νέους σε ηλικία ανθρώπους να υποδέχονται με ενθουσιασμό έναν 74χρονο γερουσιαστή που μιλά ανοικτά για τις σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις. Η περίπτωση του Μπέρνι Σάντερς, υποψήφιου για το χρίσμα των Δημοκρατικών, και πρωτοπόρου της κούρσας στις πολιτείες της Αϊόβα και του Νιου Χάμσιρ που ανοίγουν τη διαδικασία της προεδρικής εκλογής του 2016, υποδηλώνει τη ριζική μεταβολή του μηνύματος που επιθυμεί η αμερικανική κοινή γνώμη επτά χρόνια μετά την κρίση.
Η Τάλμποτ κατονομάζει τον Σάντερς ως «λαϊκιστή» εξαιτίας της μαχητικής του γλώσσας, όμως αυτός δεν είναι ο ακομπλεξάριστος λαϊκισμός της άγνοιας του Ντόναλντ Τραμπ. Είναι ένας λόγος περί τάξης και ανισοτήτων, τον οποίο ο γερουσιαστής από το Βερμόντ κηρύττει εδώ και τρεις δεκαετίες. Το πρόγραμμά του περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αύξηση του κατώτατου μισθού, κατάτμηση των μεγάλων τραπεζών, δωρεάν φοίτηση στα δημόσια πανεπιστήμια, καθιέρωση της ιατρικής και οικογενειακής άδειας μετ’ αποδοχών που το νομικό πλαίσιο των ΗΠΑ δεν προβλέπει ακόμη και σήμερα. «Αυτό το γκροτέσκο ύψος εισοδήματος και αυτή η ανισότητα του πλούτου είναι ανήθικα» επαναλαμβάνει στις ομιλίες του επευφημούμενος από τριαντάρηδες, το 49% των οποίων, σύμφωνα με έρευνα του δημοσκοπικού οργανισμού Pew Research από το 2011, βλέπουν θετικά τον «σοσιαλισμό» –τον «καπιταλισμό» μόλις 46%.
Είναι ένα κοινό που γνωρίζει το έργο του Τομά Πικετί και του Τζόζεφ Στίγκλιτζ ή έχει προσωπική εμπειρία της ανεργίας και μοιάζει ως ένα βαθμό έτοιμο να αποδεχθεί αναδιανεμητικές πολιτικές –τον μόνιμο μπαμπούλα μιας κοινωνίας που εξάρει την ατομική επιτυχία. Πρόσφατη έρευνα του CBS και των «New York Times» δείχνει ότι 66% του πληθυσμού θεωρεί ότι «το χρήμα και ο πλούτος θα έπρεπε να κατανέμονται δικαιότερα». Ωστόσο, εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Οι Αμερικανοί δεν εμπιστεύονται ιδιαίτερα το ομοσπονδιακό κράτος, τον φορέα δηλαδή μιας δυνητικής εξισωτικής φορολογικής μεταρρύθμισης. Ο Σάντερς δεν συγκινεί τις κρίσιμες εκλογικά κοινότητες των αφροαμερικανών και των ισπανόφωνων, για τους οποίους ο υφέρπων ρατσισμός προέχει ως πρόβλημα. Με άλλα λόγια, η Χίλαρι Κλίντον δεν ανησυχεί, γράφει η Τάλμποτ. «Κανείς υποψήφιος όμως δεν μπορεί να αγνοήσει πια τη βαθιά αγανάκτηση για τη διανομή του πλούτου» υπογραμμίζει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ