Οταν γίνονταν ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία και οι βομβαρδισμοί στη συνέχεια, σκεφτόμουν πόσο τραγικό είναι μια χώρα στην Ευρώπη να υποφέρει τόσο και όλες οι υπόλοιπες να συνεχίζουν τη ζωή τους αμέριμνες. Δεν ήταν όπως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν όλοι είχαν το μερίδιό τους στη δυστυχία. Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας οι λαοί της υπέφεραν (όποιου κι αν ήταν το φταίξιμο) ενώ οι πολίτες των άλλων κρατών, σε μια κοινή ήπειρο, συνέχισαν να διασκεδάζουν, να εργάζονται, να κάνουν σχέδια για το μέλλον.
Κατ’ αναλογίαν, θα μπορούσαμε να πούμε κάπως καταχρηστικά ότι σε όλη την Ευρώπη, την Ασία, την Αυστραλία και την Αμερική, ακόμη και στα γειτονικά μας Βαλκάνια, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση αναπτύσσεται με έναν σταθερό ρυθμό αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της εποχής. Εφαρμόζονται μέτρα, τίθενται στόχοι και προτεραιότητες, γίνονται πειραματισμοί και δοκιμές, αναθεωρούνται πολιτικές πάνω σε ένα στέρεο έδαφος παράδοσης και ομαλής λειτουργίας. Εν τω μεταξύ οι νέοι των χωρών αυτών μορφώνονται σε ένα περιβάλλον, φυσικό και διανοητικό που τους σαγηνεύει και τους επιβάλλεται. Φωτεινές, καθαρές και τεχνολογικά εξοπλισμένες αίθουσες διδασκαλίας, επιβλητικές βιβλιοθήκες και αναγνωστήρια, εργαστήρια αιχμής, πάρκα, γυμναστήρια, κολυμβητήρια, θεατρικές και κινηματογραφικές αίθουσες, χώροι για μουσική και χορό, μουσεία. Απολαμβάνουν τους καρπούς της ανθρώπινης ιστορίας, μαθαίνουν, αναζητούν την κλίση τους, δοκιμάζουν εναλλακτικές διαδρομές, ψηλαφούν το καινούργιο και επικοινωνούν με το παλαιό. Γνωρίζουν ανθρώπους από διαφορετικές χώρες, γίνονται πολίτες του κόσμου και ταξιδεύουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αποφοιτώντας, αποκτούν εκείνα τα εφόδια που θα τους βγάλουν στην κοινωνία για να μπορέσουν να εργαστούν και να δημιουργήσουν. Συγχρόνως η έρευνα ανοίγει νέους δρόμους στη γνώση, παράγει πλούτο, δημιουργεί δουλειές και νέα πεδία ανάπτυξης. Μια δυναμική κατάσταση που κινεί την ιστορία.
Οταν όλα αυτά προχωρούν σταθερά γύρω μας, εμείς προσπαθούμε να κάνουμε μάθημα σε κρύες και βρώμικες αίθουσες με ελάχιστους φοιτητές, με την κουρελαρία των πανό και την επιθετικότητα του γκραφίτι. Κουβαλάμε από αίθουσα σε αίθουσα τους υπολογιστές και τους προτζέκτορες, κλειδώνουμε τις κιμωλίες και περνάμε χοντρές αλυσίδες στα μπράτσα των καθισμάτων για να μην κλαπούν.

Μορφωνόμαστε από καχεκτικά συγγράμματα, χωρίς περιοδικά και με βιβλιοθήκες δημοσιοϋπαλληλικού ωραρίου. Οι πανεπιστημιακοί χώροι ερημώνουν μόλις πέσει το φως, φιλοξενούν διακινητές ναρκωτικών, μπαχαλάκηδες και κάθε λογής παρανόμους ενώ «ζωντανεύουν» (τρόπος του λέγειν) μόνο όταν υπάρχει εξεταστική περίοδος. Η ακαδημαϊκή διαδικασία θα μπορούσε και να μη γίνεται αφού είναι αδιάφορη κατά κανόνα για τους καθηγητές και λίγοι φοιτητές αισθάνονται ότι την έχουν ανάγκη.

Και αντί να χτίσουμε πάνω στην έστω τραυματισμένη συναίνεση που επιτεύχθηκε το 2011 με πολύ μόχθο και συζήτηση για να συντονιστούμε με τον ευρωπαϊκό πανεπιστημιακό χώρο, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ανακόψουμε την πορεία αυτή και οπισθοχωρούμε σε ακόμη πιο βαθύ τέλμα. Αυτή είναι η θέση της Γιουγκοσλαβίας σε μια Ευρώπη που προχωρεί.
Πολλοί φοβούνται πως αν επιτύχουμε τον συντονισμό θα πέσουμε θύματα αυτού που ονομάζουν «νεοφιλελεύθερη λαίλαπα», δηλαδή θα οδηγηθούμε σε ένα πανεπιστήμιο ομοίωμα της ελεύθερης αγοράς με τη γνώση αγαθό εμπορεύσιμο. Πρώτα απ’ όλα, η σχετική συζήτηση στο εξωτερικό ξεκινά από ένα επίπεδο ομαλότητας που εδώ απουσιάζει. Εκεί το πανεπιστήμιο λειτουργεί και παράγει έργο και συζητούν πώς θα επιτύχουν να το κάνει καλύτερα. Εδώ, όταν δεν είναι κλειστό επί μήνες λόγω καταλήψεων, βουλιάζει κάτω από το βάρος των παθογενειών. Εμείς πριν φοβηθούμε το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο πρέπει να καταφέρουμε να το έχουμε ανοιχτό. Υστερα, αυτό το έστω επιχειρηματικό πανεπιστήμιο της σύγχρονης εποχής μορφώνει ανθρώπους, παρά τα προβλήματα, σε κλίμακα που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο και βοηθάει την παγκόσμια οικονομία. Καλύτερα να είμαστε συντονισμένοι με αυτά τα πανεπιστήμια παρά προσκολλημένοι στα ερείπια του αναχρονισμού. Υπ’ αυτή την έννοια καλύτερα να μην πειράξουμε, ας πούμε, τις πιστωτικές μονάδες της Μπολόνια από ιδεολογική τύφλωση και απομονωθούμε από ένα δυναμικό τοπίο. Τρίτον, κανείς δεν μας υποχρεώνει να μιμηθούμε τις αποτυχημένες και αδιέξοδες συνταγές. Αλλά για αυτή την άλλη διαδρομή χρειάζεται να ξέρουμε τι θέλουμε και να εργαστούμε γι’ αυτό (όχι μέτρα στο γόνατο). Θέλουμε τα πανεπιστήμια να δίνουν ένα χαρτί για να γίνονται τα παιδιά δημόσιοι υπάλληλοι αποφοιτώντας από απολιθωμένες ειδικότητες φορτωμένες με προνόμια επαγγελματικά ή θέλουμε να εκσυγχρονίσουμε τα προγράμματα σπουδών, να δώσουμε στους φοιτητές ευελιξία, να συναντήσουν την αιχμή της έρευνας, να δοκιμάσουν τις ικανότητές τους στην καινοτομία και –γιατί όχι; –στο επιχειρείν; Θέλουμε οι νέοι μας να μαραζώνουν από 16 χρονών ακολουθώντας τον τυφλό μονόδρομο της παπαγαλίας, από την προετοιμασία για τις εισαγωγικές έως την χωρίς προοπτική αποφοίτηση, ή θέλουμε να τους δώσουμε πολλές εναλλακτικές με δυνατότητα να έρχονται στο πανεπιστήμιο ανά πάσα στιγμή στη διαδρομή της ζωής τους; Θέλουμε να επενδύουμε χρήματα για να τους μορφώνουμε για να μεταναστεύουν μετά ή θέλουμε να μπορούμε να τους κρατήσουμε και να φέρουμε στην Ελλάδα και νέους από άλλους τόπους; Με λίγα λόγια, θέλουμε το πανεπιστήμιο της επόμενης μέρας να σηκώσει τη χώρα από τον λάκκο όπου βρίσκεται ή θέλουμε να είναι το λάφυρο ομάδων, πολιτικών και συντεχνιακών, που το υπεξαιρούν;
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μέλος του Συμβουλίου Ιδρύματος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ