Το ερώτημα για το ποια είναι τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης είναι στην εποχή μας περισσότερο περίπλοκο από ό,τι σε κάθε άλλη εποχή. Διότι παρά τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, που σημαίνει τάση προς ενιαιοποίηση και ομοιογενειοποίηση των ανθρώπινων κοινωνιών, οι καιροί μας διακρίνονται και για τις αντίρροπες τάσεις που αυτή προκαλεί, αρκετές από τις οποίες δεν περιορίζονται σε μιαν ηθελημένη ή αναγκαστικά αμυντική στάση αλλά εκδηλώνονται και με συμπεριφορές εχθρικές, που μπορούν να φτάσουν ως τη δολοφονική επίθεση.
Ζούμε δηλαδή σε μιαν εποχή εξόχως αντιφατική. Η εμφανέστερη αντίφασή της βρίσκεται ανάμεσα στις έννοιες της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας, οι οποίες υπετίθετο ότι με το μαγικό ξόρκι του χαιρετισθέντος «τέλους της Ιστορίας» θα αποτελούσαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος ενός ενοποιημένου και ειρηνικού κόσμου. Δεν θα έπρεπε, βέβαια, να θεωρήσουμε ότι οι δύο παραπάνω έννοιες είναι εξ ορισμού αντίθετες μεταξύ τους. Ομως εκείνοι που πίστευαν ότι τα κοινά σημεία τους είναι περισσότερα από εκείνα που τις χωρίζουν λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο, ο οποίος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι, κυρίως, άλλος από την επιταχυνόμενη με γεωμετρική πρόοδο –και επιταχυντική –εξέλιξη των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας. Χρειαζόταν πολύ περισσότερος χρόνος από εκείνον που επιτρέπει η βίαιη ηλεκτρονική συνάντηση των πολιτισμών ώστε να μπορέσουν να γίνουν κατανοητές και ψυχικά αποδεκτές οι πολιτισμικές διαφορές που χαρακτηρίζουν έθνη γεωγραφικώς απόμακρα μεταξύ τους και διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων.
Στη βίαιη συνάντηση συνετέλεσε, βέβαια, και η καπιταλιστική βουλιμία, που εισέβαλε στρατιωτικώς σε αλλόδοξες χώρες υπό το πρόσχημα της επιθυμίας του εκδημοκρατισμού τους (επιθυμία επιλεκτική, αφού με άλλα, συναφή, αντιδημοκρατικά καθεστώτα, των ίδιων γεωγραφικών περιοχών, η συνεργασία της είναι αγαστή). Εξαιτίας όλων αυτών θηριωδίες εν ονόματι του ισλαμισμού (που δεν μπορεί, βέβαια, να ερμηνευθεί ως η ειρηνικότερη των θρησκειών), πράξεις απεχθείς όπως αυτές που βιώνουμε σήμερα, θα πρέπει να μας εκπλήττουν λιγότερο. Η αποστροφή μας για αυτές, η οργισμένη καταδίκη τους και η ολόψυχη συμπαράστασή μας προς τα θύματα αυτού του πολέμου (η προαναγγελθείσα προ εικοσαετίας σύγκρουση πολιτισμών διεξάγεται ήδη) δεν θα πρέπει να μας κάνουν να παραβλέπουμε όλες τις αιτίες του και να εμποδίζουν την επιθυμία μας να εξουδετερώσουμε όσες από αυτές μπορούμε.
Αλλά ας επανέλθουμε σε θεωρητικότερα εδάφη του ερωτήματος για τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης σήμερα: στο γεωγραφικό πεδίο του δυτικού χώρου, ο οποίος, παρά την παγκοσμιοποίηση (ή, μάλλον, κυρίως για αυτήν) και, βέβαια, λόγω της αναγκαστικής εισροής προσφύγων και μεταναστών (εξαιτίας των –εν πολλοίς, δυτικής προκλήσεως πολέμων), γίνεται κάθε μέρα και πληθυσμιακά προβληματικότερος. Στο πεδίο αυτό οι όψεις του νομίσματος, που αναφέραμε στην αρχή, βιώνονται με την κυκλοφορία του σιαμαίου δίδυμου πολιτική ορθότητα/πολυπολιτισμικότητα. Οτι η πρώτη συναρτάται αναπόσπαστα με τη δεύτερη δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς. Η αντίφαση εδώ βρίσκεται στο εξής: στο ότι η νοοτροπία της πολιτικής ορθότητας, ενισχύοντας –με την καταστατική της αρχή του σεβασμού της ετερότητας –την ελευθερία της πολιτισμικής έκφρασης του Αλλου, απειλεί ταυτόχρονα με περιορισμό τη δική της ελευθερία της έκφρασης. Διότι αυτός ο –μη δυτικός –Αλλος, λόγω ακριβώς του κλειστού χαρακτήρα της ετερότητάς του, δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει αδιαμαρτύρητα εκείνες τις υποχωρήσεις που θα οδηγούσαν την πολιτισμική έκφραση και των δύο σε μια συμβίωση αβίαστη, σύμφωνη με τους όρους μιας ανέφελης πολυπολιτισμικής ζωής.
Ολα αυτά δείχνουν ότι η ελευθερία της πολιτισμικής έκφρασης στη σημερινή πολυ-πολιτισμικοποιούμενη δυτική κοινωνία δεν είναι εύκολο να είναι απεριόριστη· ότι, υπό τις συνθήκες της σημερινής γεωπολιτικής σύγχυσης, δεν είναι συνετό η ελευθερία αυτή να υπερβαίνει το σημείο εκείνο, πέρα από το οποίο είναι φανερό ότι είναι αδύνατον να μη δοκιμαστεί η πολιτισμική αντοχή τού –όχι ακόμη επαρκώς προσαρμοσμένου στις απαιτήσεις της πολυπολιτισμικότητας –νεοεισελθόντος Αλλου. Γι’ αυτό και η –αμέσως μετά τη στυγερή σφαγή του «Charlie Hebdo» –πεισματική και αυτάρεσκη αναδημοσίευση, στις γαλλικές εφημερίδες, των μοιραίων σκίτσων του Μωάμεθ, η οποία προκάλεσε πάραυτα την έντονη δυσφορία ακόμη και των πλέον γαλλόφρονων μελών της γαλλικής μουσουλμανικής κοινότητας, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Οσο για την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης, που αποτελεί την αισθητική αποτύπωση της πολιτισμικής ταυτότητας, η άποψη ότι είναι απεριόριστη χρειάζεται διευκρίνιση. Η ελευθερία αυτή είναι απεριόριστη μόνο με την έννοια ότι δεν μπορεί να οριστεί εκ των προτέρων. Ομως τα όρια της κοινωνικής ελευθερίας της τέχνης δεν είναι διαφορετικά από εκείνα κάθε άλλης ανθρώπινης δραστηριότητας. Το υπαγορεύει αυτό η ίδια η φύση της τέχνης. Ο πραγματικός καλλιτέχνης γνωρίζει ότι η παραβίαση των ορίων της κοινωνικής ελευθερίας από ένα έργο τέχνης αποβαίνει τελικά εις βάρος της καλλιτεχνικής του ποιότητας και συνεπώς υπονομεύει και την κοινωνική του δραστικότητα.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ