Η τρομοκρατική επίθεση στα γραφεία του «Charlie Hebdo» και η αντισημιτική βαρβαρότητα στο εβραϊκό σουπερμάρκετ στο Παρίσι έθεσαν, μεταξύ άλλων, εκ νέου και με οδυνηρό τρόπο το πρόβλημα της ελευθερίας της έκφρασης. Είναι γνωστό ότι η σχετική συζήτηση δεν είναι καινούργια, η τρομοκρατική επίθεση των τζιχαντιστών ειδικότερα υπενθύμισε ότι αποτελεί και συνέχεια της τολμηρής αναδημοσίευσης των «σκίτσων του Μωάμεθ» εκ μέρους του σατιρικού περιοδικού την προηγούμενη δεκαετία. Αραγε, είχε το δικαίωμα το περιοδικό σε μια τέτοια «βλασφημία»; Τέτοιου τύπου σκίτσα αλλά και άλλα ανάλογα δημοσιεύματα αποτελούν θεμιτή και νόμιμη «κριτική», όσο σκληρή και αν θεωρείται από ορισμένους ότι είναι, ή, αντίθετα, συνιστούν «ρατσισμό»; Υπάρχουν όρια μεταξύ τους, όταν μάλιστα οι φορείς της κριτικής ασκούνται σε ένα ιδιαίτερο πεδίο όπως αυτό του χιούμορ, στο οποίο αναγνωρίζεται η «υπερβολή», και αν πράγματι (πρέπει να) υπάρχουν όρια, ποια είναι αυτά;
Η πρόκληση σε βία ή μίσος προς ένα πρόσωπο ή ομάδα ανθρώπων, η προτροπή σε διακρίσεις σε βάρος τους λόγω της «καταγωγής» τους, της θρησκείας τους, ο εκθειασμός και η άρνηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός, η ομοφοβία αποτελούν εκείνες τις βασικές περιπτώσεις (χωρίς να είναι και οι μοναδικές) όπου το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση περιστέλλεται διά του νόμου. Αντίθετα, και ιδιαίτερα σε χώρες όπως η κοσμική Γαλλία, στην οποία το αδίκημα της «βλασφημίας» είναι ανύπαρκτο, η κριτική προς τα θρησκευτικά δόγματα είναι ελεύθερη. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η κριτική προς ένα θρησκευτικό δόγμα δεν συνιστά ρατσισμό.
Η επίκληση της «κριτικής» ωστόσο δεν μπορεί να επιτρέπει σε φορείς της να κρύβουν τον ρατσισμό τους, όπως συμβαίνει την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία, για παράδειγμα και πάλι στη Γαλλία, με τον ηθοποιό και χολερικό αντισημίτη Ντιεντονέ να επιδίδεται κατ’ επανάληψη σε αντισημιτικές εκστρατείες εν ονόματι της ελευθερίας της έκφρασης. Του οποίου η τελευταία «χιουμοριστική» πόζα, προτού η δικαιοσύνη αποφασίσει γι’ αυτόν τον λόγο την προφυλάκισή του, ήταν ο εγκωμιασμός της αντισημιτικής τρομοκρατίας στο Παρίσι, που είχε αποτέλεσμα τον θάνατο τεσσάρων Εβραίων. Οι οποίοι έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες του ισλαμιστή τρομοκράτη μόνο και μόνο γιατί ήταν Εβραίοι. Ο εγκωμιασμός του απάνθρωπου ναζιστικού προσώπου του αντισημιτισμού της εξόντωσης δεν είναι «ελευθερία της έκφρασης».
Σε ένα άλλο επίπεδο, μια άλλου τύπου πολιτικοποίηση της ελευθερίας της έκφρασης, που γίνεται και αυτές τις ημέρες ιδιαίτερα αισθητή με αφορμή τα τραγικά γεγονότα του «Charlie Hebdo», είναι η θέση που διατυπώνεται από διανοουμένους της Αριστεράς σύμφωνα με την οποία η κριτική, η σάτιρα προς τους «κυριαρχούμενους» (τους «μουσουλμάνους») πρέπει να γίνεται με «περίσκεψη», ώστε αυτοί να μη ριζοσπαστικοποιούνται. Αναρωτιέται κανείς αφενός ποια θα μπορούσαν να είναι τα κριτήρια και τα όρια αυτής της αυτο-αφοπλισμένης «κριτικής», αυτής της προληπτικής αυτο-λογοκρισίας (ώστε αυτή να μην οδηγείται στην αυτοαναίρεσή της ως κριτικής), και αφετέρου αν η υιοθέτηση μιας τέτοιας στάσης δεν θα τροφοδοτούσε μια πορεία αυτών των πληθυσμών προς τον απόλυτο πολιτισμικό διαφορισμό. Αφού την ίδια στιγμή η θέση αυτή υποβαθμίζει δραματικά τη ζωτική αναγκαιότητα συνειδητοποίησης και έναρξης μιας βαθιάς διαδικασίας μεταρρύθμισης της θρησκευτικής τους κουλτούρας από τους ίδιους τους «κυριαρχούμενους». Οι οπαδοί της «περίσκεψης» αποδεικνύονται εξόχως απερίσκεπτοι, έως και αδιάφοροι, έναντι αυτής της ανάγκης κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης αυτών των κοινωνιών, επιφυλάσσοντας σε ό,τι αυτοί αποκαλούν «θεολογική κριτική» στο εσωτερικό του δόγματος μια δευτερεύουσα θέση, η οποία υποτάσσεται εκουσίως σε απολίτικους και μοιραίους τακτικισμούς εξημέρωσης του θηρίου.
Οι συγκλονιστικές διαδηλώσεις της περασμένης Κυριακής σε όλη τη Γαλλία εναντίον της βαρβαρότητας έθεσαν το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου η ελευθερία ανακτά όλα τα δικαιώματά της. Οι αξίες της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας δεν είναι «δυτικές αξίες» και ως τέτοιες δεν είναι διαπραγματεύσιμες. Είναι πολιτικές αξίες, οικουμενικοποιήσιμες, ικανές να συγκροτούν ελεύθερους λαούς και όχι κοινότητες κλεισμένες στον εαυτό τους. Μια κοινωνία, η γαλλική, εν μέσω της δικής της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, έδειξε ότι μπορεί ακόμα να σηκώνεται όρθια, γιατί ψαύει και επανεπινοεί το πολιτικό προσανατολίζοντάς το στη φυσική του κοίτη: την ελευθερία του κόσμου. Σιωπηλή δημοκρατική επανάσταση μέσα στις χίμαιρες μνησίκακων εξεγέρσεων και επαναβαρβαρισμού; Θα αντέξει η Μαριάν;
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ