Η Mabel Geldard-Brown (1890 Caithness, Σκωτία -1991 Knowlton, Καναδάς) ήταν Σκωτσέζα που είχε μεταναστεύσει στον Καναδά. Ηταν απόφοιτος της London School of Economics και κατά κάποιον τρόπο επαγγελματίας της κοινωνικής εργασίας, στη διεθνή της έκφανση, με μακρά πείρα σε χειμαζόμενες περιοχές. Δυναμική και ριψοκίνδυνη γυναίκα, είχε πάρει μέρος ως νοσοκόμα στο Scottish Women’s Hospitals στη Μακεδονία και μετά είχε εργασθεί σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (ανάμεσά τους στην Ελλάδα, μέρος της αποστολής της Διεθνούς Υπηρεσίας Μετανάστευσης μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή) και στον Καναδά (στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).

Ως μέρος της αποστολής της UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitiation Agency) βρέθηκε στην Αθήνα στις αρχές Δεκεμβρίου 1944 και ήταν αυτόπτης μάρτυρας των Δεκεμβριανών, από την έναρξή τους ως την υπογραφή της ανακωχής και τη λήξη των εχθροπραξιών.

Το ξενοδοχείο «Ακροπόλ Palace» στο οποίο κατέλυσε η Geldard-Brown βρίσκεται (ακόμη, αν και σε κακή κατάσταση) στη συμβολή των οδών Πατησίων και Αβέρωφ. Ηταν το 1944 ένα από τα αριστοκρατικότερα ξενοδοχεία της Αθήνας. Είχε ανέσεις σημαντικές για την εποχή του: τουαλέτα και μπάνιο σε όλα τα δωμάτια, αριθμό σουιτών και δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στο κέντρο της Αθήνας. Η θέση του απέναντι από το Μουσείο και το Πολυτεχνείο το έκανε ιδανικό για τη στέγαση της ομάδας Αμερικανών και Βρετανών που απάρτιζαν την ομάδα της UNRRA. Ακόμη και μετά τις δυσκολίες της Κατοχής το επίπεδο του ξενοδοχείου ήταν τέτοιο που προκαλεί τον θαυμασμό της Geldard-Brown για την πολυτέλειά του και τη λύπη της για την κακομεταχείρισή του από τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου.
Το ημερολόγιό της Geldard-Brown ξεκινά με την περιγραφή των γεγονότων της 2ας Δεκεμβρίου 1944 (εγγραφή για την 3η Δεκεμβρίου) και στις περίπου 73 δακτυλογραφημένες σελίδες του μας δίνει πολλές πληροφορίες για τη ζωή της στην Αθήνα το διάστημα από τις 2 Δεκεμβρίου 1944 ως τις 16 Ιανουαρίου 1945.
Η πρώτη εγγραφή Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944 ξεκινά με τις λέξεις: «Μια μέρα έντασης και αιματοχυσίας μόλις έφτασε στο τέλος της και πριν οι εντυπώσεις θολώσουν φαίνεται σημαντικό να τις καταγράψω εδώ για μελλοντική αναφορά».
Εφεξής η καθημερινή ζωή στο «Ακροπόλ» κυριαρχείται από την εξέλιξη των συγκρούσεων. Η Geldard-Brown προσπαθεί να συνεχίσει να πηγαίνει στη δουλειά της. Εξοδος με τα πόδια γίνεται την πρώτη ημέρα, αλλά οι σφαίρες που εξοστρακίζονται στην Πατησίων και το μπλόκο της Αστυνομίας που ψάχνει τους διερχομένους την πείθουν ότι η μετακίνηση με τα πόδια δεν είναι ασφαλής. Οι μετακινήσεις στο εξής γίνονται με αυτοκίνητα της UNRRA και του στρατού. «Βρισκόμαστε πραγματικά σε περίεργη θέση καθώς είμαστε φιλικοί και προς τις δύο πλευρές» σχολιάζει στις 29 Δεκεμβρίου.

Είναι γεγονός ότι η στάση του ΕΛΑΣ είναι σε αρκετές περιπτώσεις αμφίσημη για τους ενοίκους στο «Ακροπόλ». Αλλωστε, όπως επανειλημμένως σχολιάζεται, παρά το ότι η δουλειά τους είναι υπό στρατιωτικό έλεγχο και διακινούνται με στρατιωτικά μέσα, είναι τυπικά ουδέτεροι λόγω της εθνικότητάς τους (οι περισσότεροι είναι Αμερικανοί, αν και η Ελλάδα είναι στη βρετανική ζώνη επιχειρήσεων). Η αμφισημία του ΕΛΑΣ προς τα μέλη της αποστολής φαίνεται από τη στάση τους στις μετακινήσεις τους από και προς το κέντρο της Αθήνας.

Οταν η Πατησίων έχει σχεδόν κλείσει (υπάρχουν ακινητοποιημένα τραμ και σύρματα των τραμ, ερείπια, νάρκες και διασταυρούμενα πυρά κάνουν τη διέλευση επικίνδυνη εκτός από το μέρος του δρόμου από όπου περνούν τα αυτοκίνητα της αποστολής), η Geldard-Brown διαπιστώνει ότι έχει φτιαχτεί (από τον ΕΛΑΣ) μια «γέφυρα» από πέτρες και χώματα πάνω από ένα χαντάκι ώστε να περνούν ευκολότερα τα αυτοκίνητα της αποστολής.

Οταν πλησιάζουν στον προορισμό τους (το ξενοδοχείο) τα αυτοκίνητα, τα πυρά συνήθως σταματούν, ακόμη και αν οι ανταλλαγές είναι έντονες στην περιοχή του ξενοδοχείου. Ξαναρχίζουν αμέσως μόλις αποβιβαστούν οι επιβάτες. Συχνά για την ασφαλέστερη διακίνηση χρησιμοποιούνται αμερικανικές σημαίες που αντιμετωπίζονται πολύ πιο φιλικά από το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Είναι προφανής η ανταπόδοση της φιλικής αντιμετώπισης του ΕΛΑΣ και από το αμερικανικό προσωπικό. Αυτό εκνευρίζει την Geldard-Brown που το θεωρεί ένδειξη αντιβρετανικής στάσης και συγχρόνως παράβαση της ουδετερότητας της UNRRA στο πεδίο.

«Μερικοί ακόμα Αμερικανοί εμφανίστηκαν ξανά σήμερα φορώντας στρατιωτικές στολές ή με μεγάλες αμερικανικές σημαίες [στο στήθος τους]. Επισήμως μας έχει απαγορευθεί να φοράμε στολή όταν είμαστε έξω, αλλά πολλοί φορούν τις στολές τους και έχουν καταφύγει σε αυτήν την εξωφρενική επίδειξη εθνικού αισθήματος. Τι νομίζουν ότι θα κερδίσουν από αυτό δεν ξέρω, αλλά αυτή η μορφή επίδειξης κάνει το αίμα μου να βράζει…».

Η καρτερία με την οποία οι Αθηναίοι αντιμετωπίζουν τα γεγονότα σχολιάζεται θετικά. Ενδεικτική είναι η ιστορία μιας κυρίας που ήταν υπεύθυνη για καταφύγιο αμάχων στην περιοχή του Συντάγματος. Οπως αναφέρει, μετά τα Δεκεμβριανά βρήκε το σπίτι της λεηλατημένο. Η Geldard-Brown λέει ότι δεν μπορεί να την πιστέψει την ιστορία της γιατί τη διηγείται χαμογελώντας. Η απάντηση που παίρνει είναι: «Τα υπάρχοντα μπορούμε να τα ξαναφτιάξουμε, είμαστε ζωντανοί και έχουμε ελευθερωθεί. Τι είναι τα υπάρχοντα μπροστά στις ζωές μας;». Στο ημερολόγιο αυτά αντιπαραβάλλονται με τις ιστορίες ωμοτήτων που υπάρχουν (ειδικά για τους ομήρους) αλλά και με τις συλλήψεις χωρίς προφανή αιτία που ακολούθησαν από την κυβερνητική αστυνομία.
Ο κ. Γιώργος Καζαμίας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.