Επί τρεις δεκαετίες μετά το συμβάν τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν μέρος της δημόσιας Ιστορίας από τη σκοπιά της νικήτριας παράταξης του Εμφυλίου. Χωρίς να αναχθούν στην περιωπή των μεγάλων εθνικών επετείων της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου, τιμήθηκαν ως σταθμός στον αγώνα του Εθνους κατά του κομμουνισμού.

Τον πρώτο λόγο είχαν οι Ενοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Οι ετήσιες τελετές τους είχαν ως επίκεντρο το παλαιό κτίριο του Συντάγματος Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη. Συμμετείχαν εκπρόσωποι των κρατικών αρχών, αλλά και ιδιώτες, ιδιαίτερα μέλη οργανώσεων εφέδρων και θυμάτων πολέμου. Αν και δεν εντάχθηκαν στη διδακτέα ύλη του σχολείου, οι μαθητές, ιδίως της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είχαν πολλές πιθανότητες να ακούσουν επετειακούς λόγους που εξυμνούσαν τους υπερασπιστές των στρατώνων του Μακρυγιάννη απέναντι στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.

Ο Τύπος, τα κινηματογραφικά επίκαιρα και τα κρατικά μέσα ενημέρωσης προέβαλλαν τις σχετικές εκδηλώσεις. Ευρείας κυκλοφορίας εκδόσεις, όπως το Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου, αφιέρωναν αρκετές σελίδες στα Δεκεμβριανά, διανθισμένες με αποκρουστικές εικόνες από εκταφές εκτελεσθέντων ομήρων.

Η επετειακή μνημόνευση των Δεκεμβριανών περιορίστηκε δραστικά μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, για να εγκαταλειφθεί έπειτα από την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία. Η Αριστερά, από την πλευρά της, μετά τις αλλεπάλληλες ενδοκομματικές δοκιμασίες και διασπάσεις που ακολούθησαν την ήττα στον Εμφύλιο, δεν έδειχνε διατεθειμένη να προβάλει τη δική της εκδοχή για την επέτειο, πέρα από εκδηλώσεις σε κομματικό κύκλο και, ακόμα σπανιότερα, ιστορικά συνέδρια. Το αποτέλεσμα ήταν τις τελευταίες δεκαετίες η μνήμη των Δεκεμβριανών να συντηρείται κυρίως από αφιερώματα του Τύπου, περιστασιακές τηλεοπτικές εκπομπές και μια σχετικά περιορισμένη βιβλιογραφική παραγωγή.
Ως προς τη νεότερη γενιά, μπορεί κανείς να εικάσει ότι μετά το 1981 οι ευκαιρίες για να αποκτήσει κάποια ιδέα για τα γεγονότα περιορίστηκαν στο οικογενειακό περιβάλλον, στις συναναστροφές με πολιτικοποιημένα άτομα και στην ενδεχόμενη συμμετοχή σε πολιτικές οργανώσεις, ιδίως αλλά όχι αποκλειστικά από τον χώρο της Αριστεράς. Χρειάστηκαν, ίσως, οι ταραχές που πυροδότησε ο φόνος ενός δεκαπεντάχρονου από αστυνομικό στην Αθήνα, στις 6 Δεκεμβρίου του 2008, προκειμένου μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης να αντιληφθεί ότι, εξήντα τέσσερα χρόνια νωρίτερα, την ίδια πόλη είχαν συγκλονίσει πολύ πιο αιματηρές και καταστροφικές συγκρούσεις που σφράγισαν τη μεταπολεμική πορεία της Ελλάδας.
Ως μέρος μιας προσπάθειας να διερευνηθεί ο απόηχος των Δεκεμβριανών του 1944 και, ειδικότερα, να ανιχνευθεί η πρόσληψη των γεγονότων αυτών από τη σπουδάζουσα νεολαία, διεξήχθη έρευνα μεταξύ 240 φοιτητών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από κλάδους τόσο των ανθρωπιστικών όσο και των θετικών επιστημών. Επιλέχθηκαν δύο βασικές κατηγορίες φοιτητών, πρωτοετείς και τριτοετείς. Οι κατηγορίες αυτές υποδιαιρέθηκαν μεταξύ τριών πανεπιστημιακών τμημάτων: Ιστορίας και Αρχαιολογίας (H1, H3), Πολιτικών Επιστημών (P1, P3), Πληροφορικής (S1) και Χημικών Μηχανικών (S3). Συγκεντρώθηκαν σαράντα απαντήσεις από κάθε υποκατηγορία με τυχαία σειρά μεταξύ των ακροατηρίων.
Οι φοιτητές κλήθηκαν να απαντήσουν σε δύο απλές ερωτήσεις μέσα σε 15 λεπτά. Η πρώτη ερώτηση έχει «πραγματολογικό» χαρακτήρα και η δεύτερη «αξιολογικό»:
(α) «Τι γνωρίζετε για τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944;» και
(β) «Ποια, κατά τη γνώμη σας, είναι η σημασία των Δεκεμβριανών για τη μεταπολεμική Ελλάδα;».
Αν αφαιρεθούν οι γενικόλογες και οι συγκεχυμένες απαντήσεις, λιγότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες (ποσοστό 47,5% ως προς το πρώτο και 46,25% ως προς το δεύτερο ερώτημα) ήταν σε θέση να αναφέρουν κάποια στοιχεία για τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944 στην Αθήνα. Ωστόσο το ποσοστό αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί ευκαταφρόνητο αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα Δεκεμβριανά δεν αποτελούν μέρος της εγκύκλιας ούτε της δημόσιας Ιστορίας.
Ο αριθμός όσων έδωσαν απάντηση είναι ευθέως ανάλογος με την κατεύθυνση σπουδών των ερωτηθέντων. Στις ανθρωπιστικές σπουδές το ποσοστό κυμάνθηκε από 57,5% έως 87,5%. Αντίθετα, στις θετικές σπουδές απάντησε ένας στους τρεις. Στο σύνολο όσων απάντησαν, ένας στους τρεις περιέγραψε τα Δεκεμβριανά ως σύγκρουση μεταξύ της Αριστεράς και των εσωτερικών της αντιπάλων («κυβέρνηση», «Δεξιά», «αστική τάξη»).

Ενας στους τέσσερις προσέθεσε τους Βρετανούς στην πλευρά των αντιπάλων της Αριστεράς. Τέλος, ποσοστό 16,8% όρισε την Αριστερά και τους Βρετανούς ως αντιμαχόμενα μέρη. Αρκετοί συνέδεσαν τα Δεκεμβριανά με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Ωστόσο ένα σημαντικό ποσοστό ανέφερε τη Βάρκιζα ως προοίμιο των Δεκεμβριανών. Ως προς τις συνέπειες των Δεκεμβριανών, περίπου το 40% όσων απάντησαν συνέδεσαν τα γεγονότα με την έκρηξη του Εμφυλίου. Μόνον ένας τα ανέφερε ως έναυσμα της «δεύτερης φάσης» του Εμφυλίου. Μία στις τέσσερις απαντήσεις αναφέρεται και στις πολιτικές επιπτώσεις των Δεκεμβριανών, με έμφαση στην περίοδο 1944-1974. Ελάχιστες απαντήσεις είχαν εμφανή πολιτική χροιά ή/και επιχειρούσαν να συνδέσουν τα γεγονότα με την επικαιρότητα. Μάλιστα, οι απαντήσεις αυτής της κατηγορίας εμφανίζουν αρκετά πραγματολογικά σφάλματα.

Τέλος, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δώδεκα από όσους δεν έδωσαν απάντηση (ποσοστό 13,2%) θεώρησαν σκόπιμο να αναφέρουν ότι δεν διδάχθηκαν κάτι για τα Δεκεμβριανά στο σχολείο.
Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στο ΑΠΘ. Απόσπασμα από εισήγηση στο συνέδριο του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ «Δρόμοι του Δεκεμβρίου: από τον Λίβανο στην Αθήνα, 1944».