Αν και η κινητοποίηση της νεολαίας στις τάξεις του ΕΑΜ δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τους αντιπάλους του, η μαζική παρουσία των νέων στις διαδηλώσεις της Απελευθέρωσης και η νεαρότατη ηλικία πολλών ελασιτών στις μάχες των Δεκεμβριανών οδήγησαν πολλούς να συνειδητοποιήσουν τον βαθμό «διάβρωσης» της νεολαίας από το εαμικό κίνημα. Μερικές από τις ανθεκτικότερες φήμες δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή, όπως το διαβόητο σύνθημα «κάτω η παρθενία» που υποτίθεται ότι φώναζαν νεαρές κοπέλες στους δρόμους. Στην πραγματικότητα, το πλήθος φώναζε «κάτω ο Παρθενίου», εννοώντας έναν γνωστό αποσπασματάρχη της Ειδικής Ασφάλειας που διωκόταν επί δωσιλογισμώ. Εκείνη ακριβώς την περίοδο των πρώτων μεταπελευθερωτικών μηνών συγκροτήθηκε μια δεξαμενή εικόνων και στερεοτύπων που θα στοιχειοθετήσει τη μομφή της ροπής της αριστερής νεολαίας προς την παρασάλευση των κυρίαρχων κοινωνικών αξιών. Ηταν το έναυσμα για την πυροδότηση του πρώτου μεταπολεμικού «ηθικού πανικού» για τη συμπεριφορά των νέων. Περισσότερο από μία δεκαετία προτού η ελληνική κοινωνία φρυάξει με τον «τεντιμπόη», τη φιγούρα του «παραστρατημένου» νέου ενσάρκωσε στον δημόσιο λόγο ο επονίτης –και ιδίως η επονίτισσα.
Η εμπειρία της νεανικής Αντίστασης, με κύριο όχημα την ΕΠΟΝ, εμπεριείχε τα στοιχεία ενός πειράματος ελευθερίας από το πλέγμα κοινωνικών καταναγκασμών μέσω της δημιουργίας νέων δεσμών αλληλεγγύης και συντροφικότητας με τους συνομηλίκους, του ατομικού και συλλογικού αυτοκαθορισμού μέσα από τη δράση, της εξερεύνησης νέων τρόπων συμπεριφοράς και της αμφισβήτησης των κατεστημένων νοοτροπιών. Παρά την επιμονή της στην απαρέγκλιτη τήρηση μιας πουριτανικής ηθικής, ιδίως σε ό,τι είχε να κάνει με τις σχέσεις των δύο φύλων, η δράση της ΕΠΟΝ είχε από νωρίς προκαλέσει δυσαρέσκεια. Ο αντικομμουνιστικός λόγος εντόπισε ως κατ’ εξοχήν παράγοντα ηθικής και κοινωνικής αταξίας το εαμικό κίνημα, υπέδειξε και καταδίκασε έναν ένοχο, στον οποίο έπρεπε να εστιαστεί η αγανάκτηση της εθνικόφρονος κοινωνίας. Ιδεολογικό υπόβαθρο αποτέλεσε η πρόσληψη του κομμουνισμού ως φορέα ηθικής ανωμαλίας, η διασύνδεση με όρους αιτιότητας και συνάφειας του πολιτικού ριζοσπαστισμού με συμπτώματα ηθικής παρέκκλισης.
Ο καταγγελτικός λόγος της εθνικοφροσύνης όχι μόνο αποπολιτικοποίησε, αλλά και αποψίλωσε το βίωμα της στράτευσης στην εαμική Αντίσταση από ηθικές ποιότητες. Η συμμετοχή στις αντιστασιακές οργανώσεις εξομοιωνόταν με τη μαθητεία στο αποτρόπαιο έγκλημα και τις ένοχες απολαύσεις. Μετά την αυτοδιάλυση του ΕΛΑΣ, η ΕΠΟΝ υπήρξε η πιο δαιμονοποιημένη εαμική οργάνωση («το μεγαλύτερον σχολείον διαφθοράς της νεολαίας») μέχρι την απαγόρευσή της το 1947. Ο αντικομμουνιστικός λόγος επικεντρώθηκε σε συμπεριφορές και συχνά κατασκεύασε περιστατικά που έρχονταν σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη της εποχής. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, οι στρατολόγοι του κομμουνισμού δεν δίσταζαν να μυήσουν παιδιά στη χρήση ναρκωτικών προκειμένου να τα μετατρέψουν σε φανατισμένους αντάρτες και ευαγγελίζονταν τις προγαμιαίες σχέσεις ως μέσο «διαφθοράς» της νεολαίας με απώτερο στόχο την εξασθένηση των αντιστάσεων της ελληνικής φυλής.
Με τις παιδονομικές ομάδες που ξετρύπωναν ανηλίκους που σύχναζαν σε καφενεία και κινηματογράφους, την επίσημη πριμοδότηση «ηθικοπλαστικών» οργανώσεων, όπως ο προσκοπισμός και τα κατηχητικά σχολεία, αλλά και τη σύσταση ειδικών προνοιακών/αναμορφωτικών ιδρυμάτων, όπως οι παιδοπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης και οι Τεχνικές Σχολές της Λέρου, επιδιώχθηκε η συμμόρφωση παιδιών και νέων με ένα κανονιστικό πρότυπο συμπεριφοράς βασισμένο στην ελληνοχριστιανική ηθική.
Στο πλαίσιο της εμφυλιοπολεμικής αντιπαράθεσης, η συντονισμένη εκστρατεία συνέβαλε στην ηθική απονομιμοποίηση του αντιπάλου. Δεν κατόρθωσε όμως να αναχαιτίσει τις «αντικοινωνικές» ροπές της νεολαίας, ούτε να εξαλείψει τους κινδύνους που την περιέβαλλαν. Βαθμιαία, μετά το τέλος του εμφύλίου πολέμου, θα συντελεστεί μια μετατόπιση από την εκτίμηση ότι γενεσιουργός αιτία της νεανικής απειθαρχίας ήταν ο «αμαρτωλός» κομμουνισμός σε αναλύσεις που στοχοποιούσαν τον υλισμό, τις ανεξέλεγκτες δυτικές επιρροές και την καταναλωτική κοινωνία, ανοίγοντας τον δρόμο για νέους «κύκλους αποτροπιασμού» και ποιοτικά διαφορετικές στρατηγικές διαχείρισης του φαινομένου.
Ο κ. Κώστας Κατσούδας είναι υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ