Στη δεκαετία του 1980 παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στις κουλτούρες των σπορ στην Ελλάδα. Η είσοδος του επαγγελματισμού σε ορισμένα σπορ συνοδεύεται από μια νέα πολιτική οικονομία του αθλητισμού που είναι εναρμονισμένη με την πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού. Παράλληλα, στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο διαμορφώνεται ένας νέος τύπος οπαδισμού που απομακρύνεται από τα πρότυπα των παραδοσιακών συνδέσμων οπαδών της μεταπολεμικής Ελλάδας που λειτουργούσαν ως λέσχες μιας ανδρικής οπαδικής ελίτ των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και στρέφεται σε έναν μαχητικό και εκφραστικό νεανικό οπαδισμό με έντονες επιρροές από συμπεριφορικά πρότυπα αντίστοιχων ομαδοποιήσεων στις δυτικές χώρες (π.χ. οι Ultras στην Ιταλία).
Οι πρώτες γενιές οπαδών υιοθετούσαν ιδιαίτερους κώδικες συμπεριφοράς με εμφανή δάνεια από νεανικούς μουσικούς υποπολιτισμούς (skinhead, heavy metal, rockabilly κ.ά.) και διαμορφώνουν μια συγκρουσιακή κουλτούρα που εκφράζει τη δυσαρέσκειά της στους παραδοσιακούς συνδέσμους οπαδών που ήταν εξαρτημένοι από τις ΠΑΕ, τις αξίες των μεσαίων στρωμάτων (εργασία, οικογένεια, καριέρα), το ρεύμα της έντονης πολιτικοποίησης της Μεταπολίτευσης και τον «διανοουμενισμό» της αριστερής νεολαίας και την προσπάθεια κοινωνικού ελέγχου των γηπέδων από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους.
Μολονότι στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο οι ποδοσφαιρικές ελίτ προωθούσαν το πρότυπο του απολίτικου πελάτη-οπαδού, ορισμένοι πυρήνες έδειχναν να πειραματίζονται και να αναπλάθουν ποικίλες κοσμοθεωρίες και ιδεολογίες που ξεκινούσαν από τον ακατέργαστο και πρωτόγονο αναρχισμό και τον επιδερμικό αντισυστημισμό και έφθαναν μέχρι τα πρότυπα μιας χαοτικής εξέγερσης, του μηδενισμού, του εθνικισμού και του τοπικού σοβινισμού. Σε αυτά τα πλαίσια διαμορφώθηκαν οι πρώτοι πυρήνες νεοναζιστών και εθνικιστών οπαδών αλλά και οι αντιφασιστικές οπαδικές ταυτότητες. Αυτές οι ταυτότητες ύστερα από μια περίοδο ύφεσης φαίνεται να ανασυγκροτούνται και να αναπλάθονται την τελευταία δεκαετία κάτω από την επίδραση ιστορικών γεγονότων (δολοφονίες Γρηγορόπουλου και Φύσσα, αντιμνημονιακές διαμαρτυρίες, άνοδος Χρυσής Αυγής) διαμορφώνοντας ένα νέο πεδίο μιας διομαδικής, ή και ενδοομαδικής, αντιπαλότητας σύστοιχο με μια πορεία πολιτικοποίησης των οπαδικών βιόκοσμων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μεγάλης έρευνας που έγινε την περίοδο 2009-2011 στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης σε κοινότητες οργανωμένων οπαδών σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη και Ηράκλειο Κρήτης, οι οργανωμένοι οπαδοί είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα νέοι άνδρες, μολονότι υπάρχει και μια αξιοσημείωτη παρουσία γυναικών (9%). Η κοινωνική τους προέλευση είναι διαταξική, μολονότι υπάρχει ισχυρή αντιπροσώπευση των λαϊκών στρωμάτων και μιας παραδοσιακής εργατικής τάξης σε χειρωνακτικά επαγγέλματα. Ενας στους τέσσερις οπαδούς έχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά στον αντίποδα τρεις στους δέκα διαθέτουν μόνο τη βασική μόρφωση (απόφοιτοι Γυμνασίου ή ΙΕΚ και λιγοστοί αναλφάβητοι). Οι οπαδοί εκφράζουν υψηλό βαθμό δυσαρέσκειας για τους κοινωνικούς θεσμούς: πολιτικό σύστημα, κόμματα, Δικαιοσύνη, Ευρωπαϊκή Ενωση και ΜΜΕ (με ηπιότερες ενστάσεις για τις αθλητικές εφημερίδες που φαίνεται να είναι βασική πηγή ενημέρωσής τους). Παρομοίως δείχνουν την προτίμησή τους σε παραδοσιακές-συναισθηματικές αξίες (αγάπη, οικογένεια, έρωτας) και αξιολογούν με χαμηλότερους βαθμούς τις οικονομικές αξίες (εργασία, καριέρα).
Οι πολιτικές προτιμήσεις των οπαδών είναι πολυσυλλεκτικές. Μολονότι η έρευνα διεξήχθη πριν από τη δημοσκοπική άνοδο της Χρυσής Αυγής, το 9,6% τοποθετείται στην Ακρα Δεξιά και το 26,7% δεν απαντά στο σχετικό ερώτημα αλλά, όπως φαίνεται από ποιοτικά στοιχεία της έρευνας, το μεγαλύτερο μέρος τους γειτνιάζει ιδεολογικά με τον ακροδεξιό χώρο εκφράζοντας ρατσιστικές και εθνικιστικές αντιλήψεις κάτω από τον μανδύα του απολίτικου οπαδού. Αξιοσημείωτη είναι η υψηλή αντιπροσώπευση του αναρχικού χώρου (10,3%), ενώ οι αριστεροί οπαδοί φαίνεται να έχουν μικρό προβάδισμα σε σχέση με τους δεξιούς.
Η έρευνα δείχνει μια ποικιλία αφηγήσεων για το ζήτημα της βίας. Ενα μέρος των οπαδών υιοθετεί τη σωματική βία ενάντια στους αντίπαλους οπαδούς, διαφωνεί με την παρουσία των μεταναστών στην Ελλάδα και μια μειοψηφία από αυτούς αρνείται ακόμα και την ισότητα ανδρών και γυναικών. Ενα άλλο μέρος εκφράζει στάσεις ανοχής ή και αποδοχής της πολιτισμικής ή και οπαδικής ετερότητας. Ενα τρίτο αναδεικνύει ψήγματα ενός αντισυστημικού λόγου που διεκδικεί μια συμβολική αντίσταση στο ποδοσφαιρικό κατεστημένο ή σπανιότερα στους καταπιεστικούς κοινωνικούς θεσμούς. Το 86% των οπαδών έχει αρνητική εικόνα για το ελληνικό ποδόσφαιρο και θεωρεί υπεύθυνους τους διοικητικούς παράγοντες, τη διαιτησία, την αθλητική Δικαιοσύνη, την Πολιτεία και τα ΜΜΕ.
Σε έναν κατακερματισμένο ατομοκεντρικό κόσμο κρίσης που δεν παρέχει επαρκείς ελπίδες και προσδοκίες για το μέλλον τους οι νέοι αναζητούν διεξόδους διαφυγής και συναισθηματικής ασφάλειας. Και οι οπαδικές κοινότητες αποτελούν ένα καταφύγιο συλλογικότητας ή έστω μια ψευδαίσθηση κοινότητας, όπως θα έλεγε και ο Bauman.
Ο κ. Γιάννης Ζαϊμάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πολιτισμού και των Τοπικών Κοινωνιών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ