Η ανάδειξη της κατάληψης ως βασικής μεθόδου διεκδίκησης των αιτημάτων των κοινωνικών υποκειμένων έγινε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974), και συγκεκριμένα με την κατάληψη της Νομικής τον Φεβρουάριο του 1973 και του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου.
Πριν τα δύο αυτά συμβάντα την καθορίσουν στη συλλογική συνείδηση συνώνυμη με επαναστατική-ηρωική πράξη, η κατάληψη ως μορφή διαμαρτυρίας στη μεταπολεμική Ελλάδα ήταν σχετικά άγνωστη, καθώς μέχρι το 1973 δυσκολεύεται κανείς να εντοπίσει στον δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο οποιοδήποτε ίχνος κατειλημμένου κτιρίου, παραγωγικής μονάδας ή έκτασης.
Με αφορμή τον Ν. 815 που ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1978 και προέβλεπε μεταξύ άλλων τον περιορισμό των εξεταστικών περιόδων, την κατάργηση της δυνατότητας μεταφοράς μαθημάτων και την επιβολή ανώτατου χρονικού ορίου σπουδών, η κατάληψη εντάχθηκε οριστικά ανάμεσα στις κυρίαρχες μορφές δράσης του νεολαιίστικου κινήματος και θα αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της αγωνιστικής του κουλτούρας εφεξής.
Οι καταλήψεις στα πανεπιστήμια ξεκίνησαν στις αρχές Δεκεμβρίου του 1979 και γρήγορα εξαπλώθηκαν στις περισσότερες σχολές της χώρας, με αποτέλεσμα στις 3 Ιανουαρίου 1980 η κυβέρνηση να αναγκαστεί να εξαγγείλει την κατάργηση του Ν. 815. Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι οι πλειοψηφούσες δυνάμεις της Εθνικής Φοιτητικής Ενωσης Ελλάδας (ΕΦΕΕ), ΠΣΚ (ΚΝΕ), ΠΑΣΠ (ΠαΣοΚ) και Δημοκρατικός Αγώνας – Δημοκρατική Ενότητα (Ρήγας Φεραίος), δεν πρόκριναν σε πρώτο –τουλάχιστον − στάδιο την κατάληψη των σχολών. Αντιθέτως, οι μικρότερες παρατάξεις που συμμετείχαν στην ΕΦΕΕ, η ΠΠΣΠ, η ΑΑΣΠΕ και o Δημοκρατικός Αγώνας (Β’ Πανελλαδική), ήταν εκείνες που μαζί φυσικά με πλήθος ανένταχτων και ανεξάρτητων φοιτητών στήριξαν τις καταλήψεις των σχολών.
Οι καταλήψεις των φοιτητών ενάντια στον Ν. 815 συνέδραμαν αποφασιστικά στην κατάργησή του, επομένως συνέδεσαν τη συγκεκριμένη μορφή δράσης με μια ξεκάθαρη νίκη του φοιτητικού κινήματος, ενώ λειτούργησαν και απολυτρωτικά απέναντι στην ηγεμονία των μεγάλων κομματικών παρατάξεων στα πανεπιστήμια και στον έντονο συγκεντρωτισμό στη συνδικαλιστική οργάνωση των φοιτητών που είχε καλλιεργηθεί σταδιακά μετά τη Μεταπολίτευση.
Δύο περίπου χρόνια μετά τις φοιτητικές καταλήψεις των πανεπιστημιακών σχολών για τον Ν. 815, η λέξη «κατάληψη» έγινε ξανά τίτλος στα φύλλα των εφημερίδων, όταν στις 5 Νοεμβρίου του 1981 ομάδα νεαρών κατέλαβε ένα εγκαταλελειμμένο διώροφο σπίτι στην οδό Βαλτετσίου 42 στα Εξάρχεια. Η πρώτη κατάληψη κτιρίου στην Ελλάδα με σκοπό να στεγάσει κοινωνικοπολιτικές δραστηριότητες ήταν γεγονός.
Οι αντιδράσεις των πολιτικών κομμάτων ΝΔ, ΠαΣοΚ και ΚΚΕ (εξαιρουμένου του ΚΚΕ εσωτερικού που κράτησε ουδέτερη στάση) ήταν αναφανδόν ενάντια στην κατάληψη του κτιρίου στην οδό Βαλτετσίου, κάνοντας λόγο για «αναρχικούς», «ναρκομανείς», «ομοφυλόφιλους» και «άλλα ύποπτα στοιχεία που επιδίωκαν την κατάλυση κάθε έννοιας της Δημοκρατίας», ενώ έντονες ήταν και οι διαμαρτυρίες των περιοίκων των Εξαρχείων που ανησυχούσαν για την ασφάλειά τους. Τελικά το κτίριο εκκενώθηκε από την Αστυνομία στις 12 Ιανουαρίου 1982, ενώ επεμβάσεις έγιναν και σε άλλα σπίτια, στο Νέο Ηράκλειο και στα Πατήσια, που είχαν στο μεταξύ καταληφθεί. Οι καταλήψεις στέγης επαναλήφθηκαν το 1985 και ακολούθησε από το 1988 μέχρι το 1991 ένα «μικρό καταληψιακό κύμα».
Οι καταλήψεις στέγης μαζί με τις καταλήψεις των πανεπιστημίων για την κατάργηση του Ν. 815 το 1979, τη νομοθετική ρύθμιση για την προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου από την κυβέρνηση του ΠαΣοΚ το 1982, αλλά και τις καταλήψεις του Χημείου τον Μάιο του 1985 και του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου (ως απάντηση στην «Επιχείρηση Αρετή» στα Εξάρχεια και στη δολοφονία Καλτεζά αντιστοίχως), δημιούργησαν συνθήκες αποδοχής της κατάληψης ως του πιο πρόσφορου τρόπου διαμαρτυρίας από τη νεολαία, ενώ συνέβαλαν σημαντικά και στην περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση ενός σημαντικού μέρους της, το οποίο δεν ανήκε αναγκαστικά στον αναρχικό χώρο ή σε κάποια μαθητική ή φοιτητική κομματική παράταξη.
Η πρώτη σχετικά μεγάλη σε διάρκεια μαθητική κατάληψη μεταπολιτευτικά έλαβε χώρα στις 3-10 Ιανουαρίου του 1983, όταν οι μαθητές του 1ου Κέντρου Επαγγελματικής και Τεχνικής Εκπαίδευσης Ζωγράφου κατέλαβαν το σχολείο τους κατά τη διάρκεια της διακοπής των μαθημάτων για τις εορτές των Χριστουγέννων, με αιτήματα: α) τον μη υπολογισμό των βαθμών των προπαρασκευαστικών μαθημάτων στις δέσμες για τον βαθμό του απολυτηρίου, β) οι μαθητές της δέσμης να εισάγονται στα ΚΑΤΕΕ με το σύστημα που είχε κοινοποιηθεί στην αρχή της χρονιάς και γ) να καθοριστεί με ακρίβεια η εξεταστέα ύλη στα μαθήματα.
Οι καταλήψεις στα Πολυκλαδικά της χώρας από τις 10 έως τις 22 Δεκεμβρίου του 1986 αποτέλεσαν το μπόλιασμα των μαθητών και της ελληνικής κοινωνίας με την ιδέα της κατάληψης στα σχολεία και το προστάδιο των μεγάλων μαθητικών κινητοποιήσεων της περιόδου 1990-91. Παρότι οι μαθητικές παρατάξεις των τριών μεγάλων κομμάτων (ΝΔ, ΠαΣοΚ και ΚΚΕ) δεν την ενστερνίζονταν ως μορφή δράσης άρχισαν να υιοθετούν μια πιο διαλλακτική στάση απέναντι στις καταλήψεις, βλέποντας ότι ένα σταθερά αυξανόμενο ποσοστό μαθητών − σε αρκετές περιπτώσεις και μέλη τους − την υιοθετούσε.
Μπαίνοντας στη δεκαετία του 1990 και με κυβέρνηση πλέον της ΝΔ, οι καταλήψεις των σχολείων είχαν δημιουργήσει τη δική τους σύντομη παράδοση. Ειδικότερα, η κατάληψη για τους μαθητές Λυκείου της περιόδου 1990-91 είχε προλάβει ως μνήμη αρχικά και ως σύντομη εμπειρία στη συνέχεια να γίνει ένα πρότυπο μορφής πάλης.
Οι καταλήψεις έλαβαν μεγάλη έκταση γιατί ήταν νομιμοποιημένες στη συνείδηση των μαθητών και μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας.
Η απουσία κοινωνικής και πολιτικής αντίδρασης στην παραβίαση της νομιμότητας, έτσι όπως προέκυπτε μέσα από την κατάληψη των σχολείων, και η αντιμετώπισή της με κατανόηση και πολλές φορές με συμπάθεια από την ελληνική κοινωνία εξηγούσαν, σε συγκερασμό με τη μεγάλη δυναμική και αποτελεσματικότητα της κατάληψης, την εμμονή στην επιλογή της από τους μαθητές ως βασικής μεθόδου διαμαρτυρίας, που συνεχίστηκε και τα μεταγενέστερα της περιόδου 1990-91 χρόνια.
Ο κ. Δημήτρης Σκλαβενίτης είναι υποψήφιος διδάκτορας, στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, υπότροφος του Προγράμματος «Ηράκλειτος ΙΙ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ