Αλλεπάλληλα κύματα επισκεπτών στα κολέγια του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ έρχονται αντιμέτωποι με πινακίδες που γράφουν: «Στους χώρους αυτούς επιτελείται εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Παρακαλούμε, σεβαστείτε τους». Η ησυχία του πανεπιστημιακού χώρου είναι αδιαπραγμάτευτη ακόμη και στα ελάσσονα πανεπιστήμια «εκεί έξω». Αντίθετα, η έννοια του «εκπαιδευτικού και ερευνητικού περιβάλλοντος» στο ελληνικό πανεπιστήμιο βρίσκεται, όπως θα έλεγαν οι μεταμοντέρνοι, ανέκαθεν και πάντα υπό διαπραγμάτευση. Είναι γνωστό ότι στη μακρά διάρκεια αυτής της διαπραγμάτευσης ανασημασιοδοτήθηκαν ριζικά έννοιες όπως το άσυλο και η ελεύθερη διακίνηση ιδεών. Παρέλκει να απαγγείλουμε την εκφυλιστική εποποιία του πρώτου αλλά, με όσα συνέβησαν τις προάλλες κυρίως στο Καποδιστριακό, αξίζει να αναψηλαφήσουμε σύντομα αυτό το υποτιθέμενο laissez faire των ιδεών.
Ως πανεπιστημιακός μακράς θητείας έμαθα να υποθέτω ότι οι φανατικοί της «ελεύθερης διακίνησης» κατά κανόνα δεν είχαν πρόβλημα με τις ιδέες που διακινούνταν εν ώρα παράδοσης ή σεμιναρίου –ίσως επειδή δεν ήταν οι πιο τακτικοί θαμώνες αιθουσών και αμφιθεάτρων. Ηταν, πάντως, προφανές ότι το «ελεύθερο ιδεοδρόμιό» τους δεν αποτελούσε αίτημα που είχαν διαμορφώσει ως σπουδαστές-ρέκτες της πλουραλιστικής και κριτικής σκέψης (που υποτίθεται ότι διακονεί η πανεπιστημιακή κοινότητα) ούτε καν ως ενθουσιώδη, εύφλεκτα μειράκια που από κάποιο είδος «ορμονικού» ντετερμινισμού αμφισβητούσαν (και καλά έκαναν) τις «από καθέδρας» αυθεντίες. Με άλλα λόγια, η «ελεύθερη διακίνηση ιδεών» δεν ήταν γέννημα ενδοπανεπιστημιακών εμπειριών αλλά έξωθεν επιβολή. Και δεν επρόκειτο ακριβώς για ιδέες προς συζήτηση αλλά για συνθήματα προς εκφώνηση. Το πεδίο δράσης δεν ήταν η αίθουσα και το αμφιθέατρο αλλά οι διάδρομοι, οι τοίχοι και ο δρόμος. Και κατά κανόνα ο έξωθεν υποβολέας δεν ήταν τα εν κοινωνία συμβαίνοντα αλλά τα τραπεζάκια των κομματικών νεολαιών που ενεργούσαν ως μεταπράτες των κομματικών επιτελείων.
Τις συνέπειες για την όψη και τα ήθη του ελληνικού πανεπιστημίου τις αναλογίζονται σήμερα όλοι, ακόμη και αυτοί που (όπως ο γράφων) δεν πρέσβευαν ποτέ κάποιο είδος πειθαρχιστικού συντηρητισμού ούτε προτιμούσαν να βλέπουν εικοσάχρονα απολιτικά «φυτά» αρκεί να είχαν οι ίδιοι ήσυχο το κεφάλι τους. Και η αρνητικότερη από τις συνέπειες αυτές πρέπει να ειπωθεί με το όνομά της: αν το πανεπιστήμιο είναι κατά κύριο λόγο χώρος παραγωγής γνώσης και διαμόρφωσης κριτικού στοχασμού (κάτι που, τελικά, διαμορφώνει και ευρεία πολιτική συνείδηση), το ελληνικό πανεπιστήμιο δοκιμάστηκε από μια αντεστραμμένη και ταυτόχρονα διεστραμμένη ιεράρχηση, όπου η εκπαιδευτική και ερευνητική λειτουργία καθεαυτές συχνά καταγγέλθηκαν ως προπέτασμα το οποίο στην καλύτερη περίπτωση καλλιεργεί α-πολιτική αμεριμνησία και στη χειρότερη κρύβει συστημικούς «νονούς» ποικίλης προέλευσης.
Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης υπονομεύεται όχι τόσο η έννοια των επιστημονικών δεξιοτήτων αλλά η πολύ ευρύτερη και περιεκτικότερη ιδέα της παιδείας. Αν η δεξιά αγορά δεν έχει λόγους να ενδιαφέρεται για την ιδέα αυτή και αρκείται να την εργαλειοποιήσει πρακτικά, η αριστερή αντιπολίτευση νιώθει ανασφάλεια απέναντι στο «φιλελεύθερο υποκείμενο», δηλαδή αυτό που θέλει να βλέπει την αναπαλλοτρίωτη ανθρωπιστική αξία της παιδείας ανεξάρτητα από ταξικούς και κοινωνικούς επικαθορισμούς. Αν η δεξιά αγορά δεν ενδιαφέρεται ακριβώς ούτε για ιδέες ούτε για τη διακίνησή τους, η αριστερή αντιπολίτευση θέλει ελεύθερη διακίνηση στον δικό της μονόδρομο. Και αν το εύθραυστο τιμαλφές, που είναι το ελεύθερον της παιδείας, συνθλίβεται ανάμεσα στα δύο, στο πρόβλημα δεν βοήθησαν καθόλου ούτε οι φαντασιακές επενδύσεις που κάνει στο πανεπιστήμιο μια κοινωνία με αβέβαιη αίσθηση αξιακού και πολιτισμικού προσανατολισμού ούτε οι πολιτικοί της Παιδείας που δεν υπήρξαν πραγματικά άνθρωποι της παιδείας.
Ετσι, το πανεπιστήμιο που έπρεπε ιδεωδώς, και στην παιδευτική του αυτοπεποίθηση, να είναι ανοικτό προς τα έξω έγινε στην αμηχανία του πρακτικά διάτρητο από τους έξω. Ετσι, το πανεπιστήμιο, που ιδεωδώς είναι όχι μόνο τέμενος καθαρής έρευνας και γνώσης αλλά και εντευκτήριο πολιτικού στοχασμού, υπέστη κατάφωρο αποικισμό από τα χειρότερα ήθη και πάθη της κομματικής μητρόπολης.
Και γι’ αυτό η κομματική μητρόπολη, ιδιαίτερα οι αριστερές συνοικίες της, επιμένουν σε ένα απροσχημάτιστο laissez passer. Γι’ αυτό τρεις βουλευτές, τιμώντας τις καλύτερες παραδόσεις του αριστερίστικου ακτιβισμού, όπου όλα είναι πολιτική και η πολιτική το παν, «μπουκάρουν» και ζητούν κάρτα απεριορίστων διαδρομών για κάθε ενδιαφερόμενο. Γι’ αυτό οι Βαραβάδες του κοινού ποινικού δικαίου θα το έβρισκαν λογικό να παρεμβαίνουν σε πανεπιστημιακά συνέδρια έστω και μέσα από το ασώματο υποκατάστατο της τηλεματικής.
Το «αφήστε μας επιτέλους ήσυχους» του πρύτανη του Καποδιστριακού είναι φωνή βοώντος μέσα στα απόνερα της οικτρής παρερμηνείας του «ανοικτού πανεπιστημίου» και της «ελεύθερης διακίνησης των ιδεών». Τα απόνερα είναι ακόμη πολλά, και αν μια ευρύτερη συναίνεση πολιτικών και πολιτών δεν αντιμετωπίσει νηφάλια και αποτελεσματικά την παρερμηνεία, το έργο υπόσχεται κι άλλες σκηνές, και μάλιστα με φρέσκους πρωταγωνιστές. Σχολιάζοντας το γνωστό ετήσιο και απαρέγκλιτο έθιμο, ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ αγάλλεται επειδή η μαθητιώσα κατάληψη είναι, λέει, προγύμνασμα που θα κάνει τα παιδιά μεθαύριο «καλούς πολίτες». Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου –όπως θα έπρεπε να είχε πει κι εκείνος ο Στύλιος.

O κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ