Η συμπλήρωση εφέτος 25 ετών από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου μπορεί να αποτελέσει αφορμή για μυριάδες αναλύσεις.
Μια πτυχή της επίδρασης αυτής έχει εσχάτως επανέλθει δυναμικά στην επικαιρότητα με αφορμή τα όσα συμβαίνουν όχι στη Γερμανία αλλά σε μια άλλη χώρα: στην Ουκρανία. Η κρίση στις σχέσεις Κιέβου – Μόσχας, η οποία ξεκίνησε από τα τέλη του 2013 και συνεχίζεται σήμερα με έπαθλο ουσιαστικά τον προσανατολισμό της χώρας, έχει φέρει στο προσκήνιο ένα ζήτημα καίριας σημασίας. Αυτό δεν είναι άλλο από τον ρόλο του ΝΑΤΟ στην ευρωπαϊκή ήπειρο, έτσι όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά την οριστική επανένωση της Γερμανίας το 1990, αλλά και τις υποσχέσεις που είχαν (ή δεν είχαν) δοθεί στην τότε Σοβιετική Ενωση για μια μελλοντική διεύρυνσή του προς Ανατολάς.
Είναι πλέον άλλωστε τοις πάσι γνωστό ότι ένας από τους βασικούς, αν όχι ο βασικότερος, λόγος της σφοδρότατης αντίδρασης του προέδρου της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν κατά της πρόσδεσης της Ουκρανίας στη δυτική σφαίρα επιρροής είναι η ανησυχία του ότι μετά την οικοδόμηση οικονομικών και εμπορικών σχέσεων μεταξύ ΕΕ και Ουκρανίας θα ακολουθήσει η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Η εξέλιξη αυτή, για την οποία έχουν δεσμευθεί έχουν δεσμευθεί οι ηγέτες της Συμμαχίας από τη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008, θα συνιστούσε μείζονα γεωπολιτική ήττα για τη Μόσχα.
Ο Πούτιν έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι η Δύση δεν σεβάστηκε τις δεσμεύσεις που είχαν δοθεί στον τελευταίο σοβιετικό ηγέτη, τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, κατά τις εντατικές διαπραγματεύσεις του με τον τότε αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους (τον πρεσβύτερο) και τον καγκελάριο της (τότε Δυτικής) Γερμανίας Χέλμουτ Κολ, κατά τους πρώτους μήνες του 1990, ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί προς τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Ακολούθησαν όμως τρία κύματα διεύρυνσης, το 1999, το 2004 και το 2009, που έφεραν τη Συμμαχία δίπλα στα σύνορα της Ρωσίας.
Δόθηκαν ή όχι τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις από τους Μπους και Κολ στον Γκορμπατσόφ; Προφανώς είναι αδύνατο να πει κανείς με βεβαιότητα τι ακριβώς συζητήθηκε πίσω από τις βαριές πόρτες του Κρεμλίνου ή στη συνάντηση Μπους – Κολ στο Καμπ Ντέιβιντ ή ακόμη και κατά τις συνομιλίες «2+4» που σφράγισαν τη γερμανική επανένωση. Ωστόσο το άνοιγμα των αρχείων διαφόρων χωρών προσφέρει πολύ υλικό για νεότερες ερμηνείες.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ιδιαίτερα καλογραμμένο βιβλίο της Mary Elise Sarotte, με τίτλο «1989: The Struggle to Create Post-Cold War Europe» (Princeton University Press, 2014) προσφέρει μια εντυπωσιακή ματιά στις μαραθώνιες, επίπονες διαπραγματεύσεις εκείνης της περιόδου, αλλά και ένα εξίσου ενδιαφέρον συμπέρασμα: οι Αμερικανοί και οι Γερμανοί δεν φέρονται να προσέφεραν σαφείς διασφαλίσεις και δεσμεύσεις στον Γκορμπατσόφ ότι δεν θα υπάρξει μελλοντικά διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, παρά το γεγονός ότι το θέμα σαφώς και ετέθη στο τραπέζι. Αντιθέτως, το«γλυκαντικό» που προσφέρθηκε ήταν πολύ γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια εκ μέρους της Δυτικής Γερμανίας με σκοπό να διασφαλιστεί τόσο η επανένωση όσο και η ένταξη όλης της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ –χωρίς αστερίσκους.
Ορισμένα σημεία του βιβλίου της Sarotte είναι αποκαλυπτικά. Χαρακτηριστικά επ’ αυτού είναι τα όσα συζητήθηκαν κατά την επίσκεψη του τότε αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ στη Μόσχα στις 9 Φεβρουαρίου 1990. Ο Μπέικερ, μιλώντας με τον Γκορμπατσόφ, άφησε να εννοηθεί ότι η επανένωση της Γερμανίας δεν θα σήμαινε και επέκταση της δικαιοδοσίας του ΝΑΤΟ ανατολικότερα.
Μάλιστα, σε απόρρητη επιστολή που έδωσε στον δυτικογερμανό πρέσβη στη ρωσική πρωτεύουσα προκειμένου να την παραδώσει στον Κολ και στον τότε γερμανό υπουργό Εξωτερικών Χανς-Ντρίτριχ Γκένσερ, ο Μπέικερ εξηγούσε ότι είχε ρωτήσει τον Γκορμπατσόφ το εξής: «Θα προτιμούσες να δεις μια ενωμένη Γερμανία εκτός ΝΑΤΟ, ανεξάρτητη και χωρίς αμερικανικές δυνάμεις ή μία ενωμένη Γερμανία συνδεδεμένη με το ΝΑΤΟ, με διαβεβαιώσεις ότι η νατοϊκή δικαιοδοσία δεν θα επεκταθεί ούτε εκατοστό προς τα ανατολικά από τη σημερινή της θέση;».
Ωστόσο, προτού καν ο Κολ προλάβει να δει τον Γκορμπατσόφ, αξιωματούχοι του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους. «Πώς είναι δυνατόν η δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ να καλύπτει μόνο τη μισή χώρα;» ήταν ένα από τα ερωτήματά τους. Αντιπρότειναν ένα ειδικό στρατιωτικό καθεστώς για το έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας. Παρά το γεγονός δε ότι ο γερμανός καγκελάριος έπαιξε αρχικά το «χαρτί Μπέικερ» μιλώντας με τον σοβιετικό ηγέτη, δεν άργησε να προσαρμοστεί στη νέα γραμμή.
Αυτό έγινε όταν συνάντησε τον Μπους στο Καμπ Ντέιβιντ στις 24-25 Φεβρουαρίου 1990. «Εμείς επικρατήσαμε, όχι αυτοί» φέρεται σύμφωνα με τα αρχεία να είπε κάποια στιγμή ο αμερικανός πρόεδρος. Για αυτό και στη συνέχεια μπήκε σε εφαρμογή αυτό που ο Ρόμπερτ Γκέιτς, τότε αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, περιέγραψε με τη φράση «να βγάλουμε έξω τους Σοβιετικούς δωροδοκώντας τους» («to bribe the Soviets out»).
Αυτό ανέλαβε να το κάνει ο Κολ. Η τραγική οικονομική κατάσταση της πρώην ΕΣΣΔ έκανε τα 12 δισ. γερμανικά μάρκα για την κατασκευή κατοικιών για τα στρατεύματα που θα αποχωρούσαν από την Ανατολική Γερμανία (καθώς και μία τετραετή περίοδο για την αποχώρησή τους), τα 3 δισ. γερμανικά μάρκα πιστώσεις με μηδενικό επιτόκιο, αλλά και ορισμένους περιορισμούς για τα νατοϊκά στρατεύματα και τα πυρηνικά όπλα στο πρώην ανατολικογερμανικό έδαφος που προσέφερε ο Κολ πολύ ελκυστικά. Αυτό που δεν φαίνεται να έλαβε ο Γκορμπατσόφ ήταν μια δέσμευση για μη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ