Τα πρώτα 42 χρόνια είναι τα δύσκολα. Τόσα χρειάζονται κατά μέσον όρο, σύμφωνα με τους ειδικούς, για να προσαρμοστούν πλήρως όσοι εγκαθίστανται σε μια ξένη χώρα ή σε ένα νέο κοινωνικό καθεστώς. Από τότε που έγινε η επανένωση της Γερμανίας έχουν περάσει 25 χρόνια. Απομένουν λοιπόν άλλα 17 στους Ανατολικογερμανούς για να ολοκληρώσουν την προσαρμογή τους στον δυτικό τρόπο ζωής –κάτι που έκαναν μέχρι στιγμής με όχι πάντα ευθύγραμμο τρόπο.
Αυτό το πιστοποιούν και οι δημοσκοπήσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Ιnfratest Dimap, το 75% του πληθυσμού της Ανατολικής Γερμανίας θεωρεί ότι η κατάστασή του βελτιώθηκε σημαντικά τα τελευταία 25 χρόνια. Αυτό μεταφράζεται και σε υψηλό βαθμό συναίνεσης προς το νέο καθεστώς. Η λεγόμενη «οσταλγία» (από το Ost = Ανατολή και Nostalgie) που ήταν έκδηλη την πρώτη δεκαετία «μετά» και οφειλόταν στην υψηλή τότε ανεργία, καθώς και στο συναίσθημα των «Οσις» (των Ανατολικογερμανών) ότι οι «Βέσις» (οι Δυτικογερμανοί) τούς συμπεριφέρονται ως αφεντικά, έχει υποχωρήσει σημαντικά. Οχι όμως εντελώς. Σε ορισμένους τομείς μάλιστα έχει ξαναφουντώσει. Το 75% από αυτούς δηλώνει ότι επιθυμεί την επιστροφή στα «παλιά» σε ό,τι αφορά το σχολικό σύστημα, την ασφαλιστική κάλυψη και την ισότητα των φύλων. Το γεγονός όμως πάλι ότι το το 96% της νεολαίας τάσσεται υπέρ της πολιτικής ελευθερίας και της ελεύθερης διακίνησης στο εξωτερικό βάζει φρένο σε κάθε συνολική επιστροφή στο καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Επί μέρους έρευνες που αφορούν ξεχωριστές πόλεις, όπως εκείνη του Ιδρύματος Hertie-Stiftung για το Βερολίνο, δείχνουν και άλλες πιο ποιοτικές αλλαγές. Σύμφωνα με αυτήν, η επανένωση έδωσε ένεση ζωής στην πόλη, που ξανάγινε το 1994 πρωτεύουσα της χώρας και από το 1999 και έδρα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Αυτό αποτυπώνεται και στην αύξηση του αριθμού των κατοίκων της, που ξεπερνά σήμερα τα 3,4 εκατομμύρια έναντι 3 εκατομμυρίων το 1989. Παράλληλα οι Βερολινέζοι είναι σήμερα οι νεότεροι και πιο εκπαιδευμένοι –ιδίως στην ανώτατη εκπαίδευση –πολίτες της χώρας. Σε αυτό συμβάλλει και η νέα μετανάστευση: εκατοντάδες χιλιάδες νεαροί καλλιτέχνες και επιστήμονες έχουν συρρεύσει τελευταία στην πόλη, την οποία θεωρούν την ελκυστικότερη της Ευρώπης.

«Το Βερολίνο είναι φτωχό αλλά sexy»
συνηθίζει να λέει ο απερχόμενος κυβερνήτης-δήμαρχος του Βερολίνου Κλάους Βοβεράιτ. Η φτώχεια αναφέρεται στα οικονομικά του δήμου, που πριν από 10 χρόνια βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ο ερωτισμός στο τεράστιο δυναμικό του σε ψυχαγωγία και πολιτισμό.
Εκείνο όμως που κάνει το Βερολίνο να «τρίζει» ερωτικά είναι η εξουσία: μετά το ξέσπασμα της κρίσης το Βερολίνο έχει καθιερωθεί ως η μυστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Οι κρίσιμες αποφάσεις για την τύχη της ευρωζώνης ή τελευταία και της Ουκρανίας λαμβάνονται κατ’ αρχάς σε αυτό, οι Βρυξέλλες απλώς τις επικυρώνουν. Ταυτόχρονα έχει γίνει το ορμητήριο της Δύσης προς την Ανατολή: δεκάδες όμιλοι ασχολούνται με τον σχεδιασμό επιχειρήσεων ή και ολόκληρων κλάδων στις χώρες της Ανατολικής Ασίας και της Ευρώπης. Αυτό προσελκύει χιλιάδες λομπίστες, καθώς και κάθε είδους ελίτ που έχουν εγκατασταθεί γύρω από το Ράιχσταγκ (το κτίριο της γερμανικής Βουλής) στα νέα «σικ» προάστια της πόλης: Μίτε, Φρίντριχσάιν, Πρεντσλάουερ-Μπεργκ. Τέτοια συμπυκνωμένη δύναμη, λένε οι ψυχαναλυτές, επενεργεί ως το ισχυρότερο αφροδισιακό σε εκείνους που την κατέχουν.
Το πνεύμα της νέας εξουσίας αποτυπώνεται και στην αρχιτεκτονική. Σε καμία άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα δεν χτίζονται τις τελευταίες δεκαετίες τόσο πολλά και μεγαλοπρεπή κτίρια όσο στη γερμανική. Παράδειγμα, το «μικρό Μανχάταν», ένα κτιριακό σύμπλεγμα στην πλατεία Πότσνταμερ Πλατς, την κατασκευή του οποίου επέβλεψε ο διάσημος αρχιτέκτονας Ρέντσο Πιάνο, τα νεότευκτα παλάτια των πρεσβειών στην περιοχή Tiergarten, καθώς και οι «γυάλινες» κατασκευές της Βουλής γύρω από το Ράιχσταγκ.

«Το Βερολίνο εφευρίσκει εκ νέου τον εαυτό του»
δηλώνει ο πρόεδρος του Hertie-Stiftung Χέλμουτ Ανχάιερ. Αυτό δεν το απαλλάσσει από τους δαίμονες του παρελθόντος. Η συζήτηση για το «κράτος αδίκου» (Unrechtsstaat, σε αντίθεση προς το κράτος δικαίου) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας επανέρχεται συνεχώς στη δημοσιότητα. Η πρόσφατη αφορμή γι’ αυτό ήταν η σχεδιαζόμενη εκλογή του εκπροσώπου του κόμματος Αριστερά (Die Linke) Μπόντο Ράμελο σε πρωθυπουργό του κρατιδίου της Θουριγγίας με την υποστήριξη των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων. Ο καβγάς με τους Χριστιανοδημοκράτες για αυτή την εκλογή ξεπερνά σε κραυγές και ένταση κάθε άλλον στη Γερμανία.
Γενικά πάντως οι έρευνες δείχνουν ότι οι «Οσις» είναι ακόμη ένα ή και περισσότερα βήματα πίσω από τους «Βέσις». Σε ένα σημείο ωστόσο έκαναν την έκπληξη μετατρέποντας αμέσως μετά την πτώση του Τείχους το όνειρο για αμερικανικά παντελόνια σε πράξη –έτσι όπως το είχε διατυπώσει ο ποιητής Ούλριχ Πλέντσντορφ: Ο, bluejeans / white jeans? / No / black jeans / No / blue jeans, jeah! : (Ω, μπλε τζιν. Ασπρο τζιν; Οχι. Μαύρο τζιν; Οχι. Μπλε τζιν, ναιιι!). Σήμερα διαθέτουν τουλάχιστον τρεις φορές περισσότερα τζιν κατά κεφαλήν από τους Δυτικογερμανούς.
Ετσι, παρότι άφησαν πίσω τους τον κομμουνισμό, εκπλήρωσαν και με το παραπάνω έναν μόνιμο στόχο του: να φτάσουν και να ξεπεράσουν τη Δύση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ