Η 9η Νοεμβρίου πριν από 25 χρόνια ήταν μια στιγμή ευτυχίας για τους Γερμανούς και την ιστορία τους που γενικώς δεν χαρακτηρίζεται από ευτυχισμένες στιγμές. Αναίμακτα (κάτι σπάνιο δίπλα στις τόσες αιματηρές συλλογικές εμπειρίες), μέσα από μια λαϊκή εξέγερση που διεκδικούσε ελεύθερες εκλογές και κράτος δικαίου καθώς τα πλήθη φώναζαν «Εμείς είμαστε ο λαός», καταλύθηκε το Τείχος: η οδυνηρή για τους ανθρώπους συνοριακή γραμμή που χώριζε ωμά και αδιάλλακτα τα δύο γερμανικά κράτη τα οποία είχαν προκύψει με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του αντιφασιστικού αγώνα. Το διαχωριστικό αυτό όριο λειτουργούσε στην καθημερινή ζωή εχθρικά, διχαστικά. Εγγράφοντας στο έδαφος αλλά και σημειώνοντας σε συμβολικό επίπεδο την ψυχροπολεμική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικές υπερδυνάμεις, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τη Σοβιετική Ενωση, με τα διαφορετικά πολιτικά και οικονομικά συστήματα, με τα δύο μοντέλα κοινωνιών. Ολα τα οπτικά ντοκουμέντα και οι μαρτυρίες εκείνης της ιστορικής στιγμής έχουν αποτυπώσει για πάντα μιαν αυθόρμητη χαρά, τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό από το γκρέμισμα των ορίων, τον συγκινησιακό πυρετό από την απροσδόκητη αίσθηση της ελευθερίας και της λαϊκής συναδέλφωσης.
Η σημερινή ενιαία Γερμανία, ενώ έχει πια αντιμετωπίσει το οικονομικό κόστος από τη συνένωση των δύο Γερμανιών και έχει κερδίσει το στοίχημα της ανάπτυξης, σύγκλισης και εξισορρόπησης πολλών ανισοτήτων ανάμεσα στις περιοχές που είχαν άλλοτε τόσο διαφορετικά πολιτικά καθεστώτα και κοινωνικοοικονομικά συστήματα, φαίνεται ότι δυσκολεύεται να ξεπεράσει το τραύμα του Τείχους. Σύμπτωμα αυτής της αδυναμίας είναι και η πρόσφατη δημόσια αντιπαράθεση όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Γκάουκ αναφέρθηκε στο βαρύ ανατολικογερμανικό παρελθόν με το έλλειμμα δημοκρατίας και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρελθόν από το οποίο, κατά τη γνώμη του, δεν έχουν πάρει ακόμη επαρκείς αποστάσεις διάφοροι εκπρόσωποι της Αριστεράς (Λίνκε). Η παρατήρηση του Προέδρου, εν όψει μιας κόκκινης-πράσινης συνεργασίας που θα οδηγήσει τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και την Αριστερά να συγκυβερνήσουν στη Θουριγγία, παλιά επαρχία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας, με τον αριστερό Μπόντο Ράμελο επικεφαλής, έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις και συζητήσεις.
Μπορεί η πτώση του Τείχους να επανέρχεται κάθε τόσο στη μνήμη των Γερμανών ως μυθική εικόνα, ως μια συνάθροιση όπου οι μάζες εκδηλώθηκαν αυτοβούλως και αυτό το λαϊκό ξέσπασμα, η αβίαστη πολιτική έκφραση και γιορτή να τροφοδοτεί με θετική ενέργεια τα προσωπικά και συλλογικά βιώματα. Μπορεί επίσης η πτώση να εκλαμβάνεται ως το νέο σημείο εκκίνησης μιας Γερμανίας ενωμένης στην ανοδική πορεία της προς την καπιταλιστική ευημερία, την εξασφάλιση πολιτικής ισχύος, ακόμη και ηγεμονικής θέσης στον ευρωπαϊκό χώρο, ή στην πορεία προς την ανάδειξη του διεθνούς ρόλου της στα παγκόσμια πράγματα. Η πτώση όμως του Τείχους αναμοχλεύει και την τραυματική εμπειρία του Τείχους. Η τελευταία επιστρέφει με τα συστατικά της πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης του άλλοτε που, ενώ έχει υπερκερασθεί από την ίδια την πραγματικότητα, δεν έχει ως τραυματικός διχασμός εντελώς επουλωθεί ούτε σκεπαστεί μέσα στον άνετο οικονομικά περίγυρο όπου έχει υπερισχύσει θεαματικά το δυτικό καπιταλιστικό μοντέλο.
Το τραύμα του Τείχους στη Γερμανία σήμερα δεν επουλώνεται τελείως όσο το ζήτημα μιας γενικευμένης ενοχοποίησης όσων έζησαν στην Ανατολική Γερμανία και κατά κάποιον τρόπο δεν την αποκήρυξαν παραμένει ανοιχτό ή κάθε τόσο ανακυκλώνεται. Η γερμανική ενοποίηση, η εμπέδωση σε όλη τη χώρα του δημοκρατικού πολιτεύματος και η απόλυτη επικράτηση του καπιταλισμού όχι μόνο εξαφάνισαν τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας ως κράτος και καθεστώς αλλά και «εργάζονται» ώστε η κομμουνιστική ταυτότητά της να δυσφημείται κάθε τόσο αναδρομικά και συνολικά. Βεβαίως οι πρώην Ανατολικογερμανοί έχουν πλέον στην πλειονότητά τους και σε μεγάλο βαθμό ενταχθεί στις μετά το Τείχος νέες κοινωνικές πραγματικότητες. Αφού ξεπέρασαν εκείνη την πρώτη φάση κατά την οποία είχαν θεωρηθεί πολίτες δεύτερης κατηγορίας, κάπως αναξιόπιστοι, κάπως ελλιπείς, ύποπτοι συχνά, ακόμη και άδικα, για συνεργασία με τη Στάζι. Οσοι δεν είχαν αντισταθεί στο ολοκληρωτικό κομματικό καθεστώς, δεν είχαν διαφωνήσει με αυτό ή απλώς το ανέχονταν ελπίζοντας σε κάποιες εσωτερικές αλλαγές και μετασχηματισμούς αντιμετωπίστηκαν συλλήβδην με δυσπιστία. Είναι γνωστή η τάση, ακόμη και ασυνείδητη, να γράφεται η Ιστορία αποκλειστικά από την πλευρά των νικητών.
Το Τείχος όμως πριν από τη χαρμόσυνη πτώση του ήταν και ένα τραύμα, μια ανοιχτή πληγή, για εκείνους που συμμερίστηκαν με καλή πίστη το κομμουνιστικό όραμα. Ισως αυτοί να είναι και οι πιο τραγικοί αποδέκτες της εικόνας του Τείχους έτσι καθώς αφοσιωμένοι στο αφόρητο βίωναν την επίγνωση μιας αποτυχίας, μιας επερχόμενης ήττας ή ακριβέστερα από τη θέση του αυτόπτη μάρτυρα συνειδητοποιούσαν σταδιακά, βασανιστικά, το αδιέξοδο ενός πολιτικού οράματος και ενός εγχειρήματος που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα.
Αυτό το Τείχος έγινε τελικά τρόπαιο. Η αφήγηση για το πώς στήθηκε, πώς βάφτηκε με αίμα, πώς γκρεμίστηκε, μπορεί να υιοθετήσει ηρωικούς, επικούς ή και τραγικούς τόνους. Στο σημείο όμως όπου ήταν κάποτε υψωμένο μπορούμε να κάνουμε και μια ψύχραιμη κριτική αναψηλάφηση των όσων διαδραματίστηκαν, ακόμη και να αφουγκραστούμε τους κραδασμούς από τις κατεδαφίσεις που ενδέχεται να επέλθουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ